Εδώ και πολλά χρόνια, έχω διαλέξει να ρωτάω και να μαθαίνω, κι όχι τόσο να τοποθετούμαι γύρω απ’ όσα συμβαίνουν στο τραγούδι. Δεν είναι ότι δεν έχω θέση ή ότι αποφεύγω να την πω… Είναι ότι θεωρώ πιο χρήσιμο για τη διαμόρφωση θέσης από τον καθένα, να έχει κάποια στοιχεία… Στοιχεία από την ιστορία, στοιχεία από τα κοινωνικά και τα ανθρώπινα δεδομένα της κάθε εποχής…Έτσι, θα ήθελα κατά βάσιν να μάθω όλες τις λεπτομέρειες που κρύβονται πίσω από την οργάνωση και την παραγωγή αυτού του δίσκου του Δημήτρη Μυστακίδη.
Όχι με τον χαρακτήρα ενός «παραμυθιού προς δημοσίευσιν»… Θα ήθελα να μάθω και να μεταφέρω την απόλυτη πραγματικότητα… Από την ώρα που ο Δημήτρης αποφάσισε να πραγματοποιήσει αυτό το δίσκο, μέχρι και αυτή τη στιγμή… Αλλά και πιο πέρα… Από τον τρόπο που αυτός ο δίσκος έχει περάσει - ή ΘΑ περάσει - στα «μέσα ενημέρωσης», στους φορείς διάδοσης και βέβαια στο κοινό… Και ακόμα… Θα ήθελα να μπορώ να ξέρω αν και πως θα καταγράψει μια τέτοια πρωτοβουλία, η ιστορία του τραγουδιού, η ιστορία της κιθάρας… Όλα αυτά τα θεωρώ πολύ πιο ενδιαφέροντα και πολύ πιο χρήσιμα, από το να σας πω αν και πόσο μου άρεσε ο δίσκος… Κι ακόμα, από το να σας πω, γιατί ξεχωρίζω την πρωτοβουλία του Δημήτρη Μυστακίδη… Ισα ίσα… Εγώ θα ήθελα να εντάξω την πρωτοβουλία του Δημήτρη Μυστακίδη, μέσα στην πορεία του τραγουδιού, μέσα στην πορεία της δισκογραφίας…
Όλοι ξέρουμε ότι αυτό που ονομάζουμε «ρεμπέτικο» - προσωπικά προτιμώ τον ορισμό «αστικό λαϊκό τραγούδι» - από δεκαετία σε δεκαετία, από εποχή σε εποχή, συναντά νέα πρόσωπα και βρίσκει νέους τρόπους προκειμένου να προσεγγίσει τα νέα δεδομένα, το νέο κοινό. Σπουδαίες οι αυθεντικές εκτελέσεις, αλλά μέχρι σήμερα, όλες οι κατοπινές γενιές, μάλλον εκ των υστέρων τις άκουγαν.
Δεν ξέρω ποια θα ήταν η θέση του «ρεμπέτικου»:
αν ο Τσιτσάνης δεν ξεκινούσε ήδη από τα χρόνια του ’50 τις επανεκτελέσεις των τραγουδιών του με την νέα τεχνολογία,
αν δεν τραγουδούσαν ο Μπιθικώτσης και οι άλλοι λαϊκοί τραγουδιστές κλασσικά ρεμπέτικα στα χρόνια του ’60,
αν ο Νταλάρας δεν μελετούσε με το δικό του τρόπο «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι» στα χρόνια του ’70,
αν δεν υπήρχε στα χρόνια του ’80 «Το μινόρε της αυγής», η τηλεοπτική σειρά του Φώτη Μεσθεναίου – ίσως και το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, με τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου…
Τις τελευταίες δεκαετίες, δεν υπήρξαν ανάλογες πρωτοβουλίες, τουλάχιστον σε ευρύτερα πλαίσια… Υπήρξε μια μάλλον «αμυντική» πολιτική στο χώρο του «ρεμπέτικου» … Και μια πολιτική «διαχείρισης» των ήδη κεκτημένων από τους αμέσως προηγούμενους… Το είδος περιορίστηκε σε 15-20-30 τραγούδια που ήταν ήδη επιτυχίες, επειδή τα είχαν ξαναπεί και οι προηγούμενοι… Ήταν η «Συννεφιασμένη Κυριακή», το «Πριν το χάραμα», η «Φραγκοσυριανή», άντε και το «Τι σου λέει η μάνα σου για μένα», και το «Θα σπάσω κούπες», άντε και ο «Μπαρμπαγιαννακάκης» και το «Πίνω και μεθώ»… Σπάνια κάποιος διάλεγε να προτείνει κάτι άλλο και μάλιστα σε ευρύτερα πλαίσια…
Και ευτυχώς που υπήρξε όλη αυτή η προσφορά του CD και του διαδικτύου, στην διάδοση των ΠΑΛΙΩΝ ηχογραφήσεων. Γιατί αλλιώς, μπορεί πολλά πράγματα να είχαν ξεχαστεί σε κάποια ντουλάπια. Μέσα από τις απανωτές εκδόσεις σε CD αρχικά και μέσα από το διαδίκτυο στη συνέχεια, ξαναμπήκαν στο παιχνίδι και έγιναν γνωστά σε περισσότερους, πολλά τραγούδια ξεχασμένα, τόσο από την εποχή του γραμμοφώνου, όσο και από την εποχή του βινυλίου – είτε των 45, είτε των 33 στροφών.
Και ευτυχώς- από την άλλη μεριά - υπήρξε σε ανθρώπινο επίπεδο, η λειτουργία των μουσικών σχολείων – η οποία πριμοδότησε ανθρώπους, συζητήσεις, μελέτες γύρω απ’ αυτά τα θέματα…
Γιατί από την «επίσημη δισκογραφία» και τα «επίσημα μέσα ενημέρωσης» - μάλλον δεν εμφανίστηκαν σοβαρές προοπτικές…
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Μυστακίδης προέρχεται από την μουσική εκπαίδευση. Όπως, δεν είναι τυχαίο που αυτό που παρουσιάζει σήμερα ο Δημήτρης Μυστακίδης, δεν στηρίχτηκε σε καμιά πρωτοβουλία της «εμπορικής δισκογραφίας»Ήταν αποτέλεσμα της προσωπικής του δραστηριότητας, της προσωπικής του «τρέλας» - αν θέλετε. Ξέρω ότι δεν θα του το πρότεινε καμιά εταιρία, δεν ξέρω αν ο ίδιος το πρότεινε σε κάποιο δισκογραφικό φορέα, ξέρω όμως την απάντηση – αν και εκεί δεν βρισκόταν ένας άνθρωπος με ανάλογο προσωπικό ενδιαφέρον. Τελικά, φτιάχτηκε μια εταιρία από την αρχή, με αφορμή αυτό το δίσκο. Ο προσωπικός δρόμος, ήταν ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ - σε επίπεδο παραγωγής. Και ελπίζω και εύχομαι να μην είναι έτσι και σε επίπεδο ΔΙΑΔΟΣΗΣ – γιατί πολύ τα φοβάμαι τα «μέσα ενημέρωσης» - για λόγους που δεν θα αναπτύξω εδώ και τώρα…
Σ αυτά τα πλαίσια όμως και μ αυτά τα δεδομένα, ο Μυστακίδης «άνοιξε δρόμο»…
Διάλεξε έναν τρόπο, ένα άκουσμα – αυτό της «εσπεράντο» χρήσης της κιθάρας του – να μην εξηγήσω κι εγώ εδώ τις λέξεις, υπάρχουν σχετικές αναφορές στο ένθετο του δίσκου.
Διάλεξε τραγούδια που τα περισσότερα, ενώ όταν θα τα ακούσετε, μάλλον θα πείτε «που ήταν αυτά;», κανείς δεν τα είχε προσέξει ιδιαίτερα, εδώ και 53 χρόνια – αν πάρουμε το πιο πρόσφατο – ή εδώ και 76 χρόνια – αν πάρουμε το πιο παλιό.
Αυτά τα τραγούδια, τα έπαιξε με μια συγκεκριμένη άποψη… Είτε σε ότι αφορά την έκφραση της τέχνης τους, είτε σε ότι αφορά την τεχνική τους. Και τα πρότεινε στις συγκεκριμένες 15 φωνές – που η καθεμιά κουβαλούσε το δικό της στίγμα, τη δική της - μικρή ή μεγαλύτερη - ιστορία.
Και πάλι, δεν θα κρίνω το αποτέλεσμα – ίσως κάποιος να ανταποκρίθηκε πιο συμβατικά και κάποιος άλλος να έδωσε τον καλλίτερο εαυτό του.
Μόνο αισιόδοξο όμως μπορεί να είναι το γεγονός… Τόσο του επιτυχημένου σχεδιασμού από τη μεριά του ενός… Όσο και της άμεσης ανταπόκρισης από την πλευρά των 15 – ή όσων άλλων ενέχονται σ’ αυτή την ιστορία.
Ζούμε σε μια εποχή που τόσο οι βιαστικές κινήσεις όσο και η λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», κρατούν σκήπτρα… Οι μελετημένες κινήσεις λοιπόν και οι ανθρώπινες και επαγγελματικές αρχές, «χαλάνε την πιάτσα» . Σίγουρα στους ανθρώπους αλλά μάλλον και στους θεσμούς – της αγοράς και του κράτους… Εδώ μπορώ να καταθέσω και την προσωπική μου εμπειρία… Έζησα πολλές βιαστικές κινήσεις στο ζήτημα της λειτουργίας της Ελληνικής Ραδιοφωνίας… Και όταν με πέταξαν έξω μετά το νέο άνοιγμα της ΕΡΤ, ακολουθώντας τον τύπο και όχι την ουσία – είδα ακόμα και συναδέλφους και φίλους να αντιμετωπίζουν το γεγονός αδιάφορα, ουδέτερα ή ακόμα και ως… προσωπική προοπτική. «Ο δικός σου παροπλισμός – ίσως βοηθά τη δική μου ανάδειξη ή τη δική μου «σιγουριά».
Ήταν ένας λόγος που ίσως χάρηκα παραπάνω, όταν πήρα στα χέρια μου αυτό το δίσκο.
Ήταν μια μελετημένη κίνηση, είχε έναν άρτιο σχεδιασμό, μαρτυρούσε τον ιδρώτα του παραγωγού για την επίτευξή του…
Και την ίδια στιγμή, κατέγραφε την θετική ενέργεια και την στήριξη 15 ανθρώπων του τραγουδιού – που μόνο εύσημο μπορούσε να θεωρηθεί η συμβολή τους.
Ελπίζω και εύχομαι όλα αυτά να αναγνωριστούν στην εκτίμηση του δίσκου. Να μην λειτουργήσουν οι γνωστοί «φράχτες» των προσωπικών γνωριμιών, των παρεών και των «πληρωμένων» – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – ή των «ανταποδοτικών» καταχωρήσεων και κολακειών.
Και μακάρι να δούμε πολλές τέτοιες προσπάθειες…
Και με άλλα όργανα, και με άλλους μουσικούς…
Και με άλλα είδη, και με άλλες εποχές
– και με τη σημερινή εποχή...
Και σε άλλους χώρους…
Αυτή η τριβή στις καλλιτεχνικές επιλογές και στις ανθρώπινες συμπεριφορές – είναι ένας τρόπος για να πάνε όλα παρακάτω…
Είναι μέθοδος…
Να γιατί είπα στην αρχή ότι σημασία δεν έχει να σας πω την άποψή μου για το αποτέλεσμα – όσο να καταγραφούν οι λεπτομέρειες της προσπάθειας…
* Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του δίσκου του Δημήτρη Μυστακίδη στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο