Μια γυναίκα σε ένα αστικό τοπίο αφηγείται τη ζωή (της), παρατηρεί, διαπιστώνει, θυμώνει, ελπίζει. Δημιουργός αυτής της περσόνας ένας άντρας. Ο συνθέτης Γιώργος Ανδρέου, ο οποίος οκτώ χρόνια μετά το «Μυστήριο Τραίνο» επανέρχεται δισκογραφικά με ένα κύκλο τραγουδιών υπογράφοντας τη μουσική και τους στίχους. Στο ρόλο της περσόνας, μια από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες της νέας γενιάς, η Ρίτα Αντωνοπούλου η οποία συνεχίζει ακάθεκτα το οδοιπορικό της δίπλα σε συνθέτες με ξεχωριστό έργο και χειμαρρώδη λόγο...

 

Ας ξεκινήσουμε από τη δισκογραφική «απουσία» των οκτώ χρόνων...
Γ.Α.: Αν και αγαπώ πάρα πολύ το τραγούδι, το οποίο το θεωρώ κεντρικό κομμάτι του πολιτισμού μας, δεν έχω μανιχαϊσμό με αυτό. Όταν έχω το αίσθημα οτι κάτι θα συμβεί με το τραγούδι, θα το χρησιμοποιήσω.Έτσι, λοιπόν, μέσα σε αυτά τα οκτώ χρόνια έκανα ορισμένα άλλα δημιουργικά πράγματα. Έκανα τη μουσική για δύο ταινίες, «Καλά κρυμμένα μυστικά-Αθανασία» (που περιείχε τρία τραγούδια σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου) και «Guilt» (με ένα τραγούδι σε στίχους και ερμηνεία της Αθηνάς Ανδρεάδη) και μουσικές για το θέατρο. Ο νέος αυτός δίσκος είχε γενικότερα τρεις στόχους. Κατ΄ αρχάς με είχε πιάσει ένα πείσμα να δημιουργήσω μια συνολική δουλειά, να κάνω τραγούδια που να έχουν μια ενότητα, μια ενιαία θεματική και έναν προβληματισμό ενάντια στο ρεύμα της εποχής η οποία θέλει να γράφονται ανερμάτιστα τραγούδια περιμένοντας να δούμε ποιο θα αρέσει στον κόσμο. Κατα δεύτερον ήθελα να λειτουργήσω και ως τραγουδοποιός παρόλο που αν κοιτάξεις το σύνολο της δισκογραφίας μου τα μισά μου τραγούδια έχουν δικούς μου στίχους. Και ο τρίτος στόχος μου ήταν ο ήχος. Όσο μεγαλώνω τόσο με απασχολεί η ερώτηση: αν, για παράδειγμα, παίξω στο Βερολίνο πώς θα καταλάβουν οτι εγώ είμαι ένας Έλληνας δημιουργός χωρίς όμως να έχω καταφύγει και σε μια έθνικ νοοτροπία; Πώς, δηλαδή, καταφέρνει να είναι κανείς ακομπλεξάριστος μουσικά και ως πολίτης του κόσμου και ως Έλληνας;

 

Και ποια είναι η απάντησή σας μέσα από το δίσκο;
Γ.Α.: Αν ψάξει κανείς τον ήχο του δίσκου θα βρει αυτή την προσπάθεια σύζευξης Δύσης και Ανατολής. Για παράδειγμα στο τραγούδι «Δεν θ' αφήσω το σκοτάδι», στο οποίο συμμετέχει ο Πάνος Κατσιμίχας, υπάρχει ο ροκ ήχος μέσα σε μια μουσικά λαϊκή γιορτή σε μια σε αντίστιξη με ελληνικά, μεσογειακά παραδοσιακά όργανα. Στο «Ζωή μου μην αργείς» η αρμονική του λογική, ειδικά στα κουπλέ, υποκρύπτει ένα ηπειρώτικο πεντάτονο. Η «Μάνα» είναι μια μουσική παραλογή η οποία σχετίζεται με την προφορική αφήγηση στο δημοτικό τραγούδι ενώ το μοτίβο του είναι μεσογειακό. Το «Έχεις πού να πας» είναι ένα κατεξοχήν έντεχνο λαϊκό ζεϊμπέκικο, το «Δυο πράγματα μόνο» ως ήχος σχετίζεται με τον ήχο του Κώστα Γιαννίδη, του Μίμη Πλέσσα, υπάρχει ένα κλίμα, δηλαδή, κινηματογραφικό, όπως παρουσιάζεται στη δεκαετία του '60, ένας λαϊκός ήχος που περιείχε και έναν κοσμοπολιτισμό. Στο τραγούδι «Το μόνο που σου ζήτησα» οι εισαγωγές με το ακορντεόν είναι καθαρόαιμα μεσογειακές -βέβαια όσο είναι ελληνικές άλλο τόσο μπορεί να είναι τυνησιακές, μαροκάνικες, κρυπτοαραβικές κ.τ.λ.- ωστόσο το κλίμα του τραγουδιού είναι νεοϋορκέζικο καθώς το ακορντεόν «συνομιλεί» με μια τρομπέτα που παίζει ένα τζαζ σόλο του δρόμου.

 

Η επιλογή της Αντωνοπούλου σχετίζεται με αυτήν την ποικιλία των ήχων;
Γ. Α.: Ναι, η Ρίτα, ως παιδί των συνθετών, φέρει αυτή την συνεκτικότητα. Ακούγοντάς την σε διάφορες παραστάσεις της, πήρα την απόφαση να γίνει αυτή η ερμηνεύτρια του υλικού μου θεωρώντας οτι και εγώ από την πλευρά μου έχω να της ανοίξω νέες κατευθύνσεις ως συνθέτης. Κατά την ηχογράφηση, μάλιστα, η Ρίτα γινόταν ολοένα και πιο αποκαλυπτική, μου παρουσίαζε νέες ερμηνευτικές προτάσεις ώστε φτάσαμε σε ένα σημείο να μη ξέρουμε τι να διαλέξουμε από κάποιες ηχογραφήσεις.

 

 

Ρίτα, ποια είναι η δική σου εμπειρία δίπλα σε έναν νέο συνεργάτη- συνθέτη;
Ρ.Α.: Από παλιά είχα την κρυφή επιθυμία να συνεργαστούμε με τον Γιώργο έστω και συναυλιακά. Δισκογραφικά το θεωρούσα πιο δύσκολο γιατί δεν φανταζόμουν οτι θα έβλεπε σε μένα αυτό που έψαχνε, καθώς νόμιζα οτι θα με είχε καταχωρημένη στο μυαλό του ως πιο δωρική, «επιθετική» τραγουδίστρια. Όταν άρχισα να ακούω το υλικό και έφτασα στο τραγούδι «Μάνα» με έπιασαν τα κλάματα και αμέσως αποφάσισα οτι θέλω να είμαι εγώ η ερμηνεύτρια αυτού του τραγουδιού αλλά και των άλλων. Έχω την αίσθηση οτι πλησιάσαμε όσο μπορούσαμε ο ένας τον άλλο, για αυτό και γεννήθηκαν και τραγούδια κατά τη διάρκεια αυτής της επαφής, όπως το «Έχεις πού να πας» και το «Τζίνι της Χαλιμάς».

 

Τα τραγούδια αφορούν μια γυναίκα μέσα σε ένα μεταμοντέρνο αστικό τοπίο. Ποια ανάγκη σάς οδήγησε να περιγράψετε μια γυναικεία περσόνα και πόσο εύκολο είναι να εκφραστεἰ κανείς δια μέσου της γυναικείας ψυχολογίας;
Γ.Α.: Η στιχουργική σχετίζεται με τη λογοτεχνία και στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν άντρες και γυναίκες, θυμίζω τη «Μαντάμ Μποβαρυ» ή την «Άννα Καρέννινα» τα οποία γράφτηκαν από άντρες όμως περιγράφουν αρχετυπικές γυναίκες οι οποίες επηρέασαν τον πολιτισμό δραστικά. Η γυναίκα άλλωστε, στον δικό μας κόσμο, έχει μια αισθητική και αισθηματική επικυριαρχία και ας φανταζόμαστε εμείς οι άντρες οτι κυβερνάμε και αποφασίζουμε...Έτσι, ακόμα και στο «Έχεις πού να πας» αν και ο «ήρωας» του τραγουδιού που πάσχει είναι άντρας, γυναίκα είναι αυτή που τον βλέπει και τραγουδά και είναι η γυναίκα μάνα ή γυναίκα-ερωμένη που μπορεί να τον πάρει στην αγκαλιά για να του κατευνάσει τον πόνο. Ή στο «Δυο πράγματα μόνο» αυτή που «τραγουδάει» τα λόγια είναι η παλαιά ερωμένη που μιλάει στην νέα, η οποία θα μετακομίσει στο σπίτι πριν ακόμα μεταφερθούν τα πράγματα της πρώτης...Αυτές μάλιστα οι δυο ιστορίες είναι εμπνευσμένες από αληθινά γεγονότα που συνέβησαν σε φίλους μου.

 

Ρίτα, σε πολλά δημοσιογραφικά αφιερώματα που αφορούν τη νέα γενιά καλλιτεχνών απουσιάζεις. Αυτό κατά τη γνώμη μου γίνεται μάλλον ασυνείδητα καθώς εξαιτίας των συνεργασιών σου, πολλές φορές «ξεχνάμε» την ηλικία και τη φυσική σου θέση. Σε ενοχλεί αυτό το γεγονός;

Ρ.Α.: Θα σου απαντήσω χιουμοριστικά. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος μου «Πάμε ξανά απ΄την αρχή», το 2008, σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και στίχους Οδυσσέα Ιωάννου, και είχα δει το εξώφυλλο, είχα τρελαθεί γιατί φαινόμουν σαν σαράντα χρονών...Είχε έρθει τότε η μητέρα μου και μου είχε πει: «Μη στενοχωριέσαι κοριτσάκι μου, θα μεγαλώσεις και θα λένε οτι δεν έχεις αλλάξει καθόλου...». Έχω ζήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που περιγράφεις. Κάποια στιγμή, μάλιστα, πέρασα και μια φάση που με ενοχλούσε. Πλέον έχω κάνει τους απολογισμούς μου. Η πορεία που έχω κάνει, δεν ήταν κάτι που έτυχε, αλλά κάτι που ήθελα. Με αντιπροσωπεύει, με ικανοποιεί και με γεμίζει.

 

 

Αυτή η «ασφάλεια» δίπλα σε γνωστούς συνθέτες επί σκηνής μήπως λειτουργεί ορισμένες φορές και ανασταλτικά ως προς την αυτόνομη πορεία σου;

Ρ.Α.: Φυσικά και δεν θα πάω να παίξω μόνη μου σε έναν μεγάλο χώρο αυτή τη στιγμή, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δεν με ενδιαφέρει να το επιχειρήσω και να το πετύχω στην πορεία. Από το ξεκίνημά μου, σου μιλάω ειλικρινά, δεν είχα τη φιλοδοξία να γίνω η διάσημη που θα γεμίζω μόνη μου τους χώρους. Ήθελα απλά να τραγουδάω για τη ψυχή μου, για αυτό έκανα αυτές τις επιλογές. Την ίδια χαρά παίρνω όταν τραγουδάω με έναν μόνο συνεργάτη μου σε ένα μικρό χώρο, με τη χαρά που έχω όταν συμμετέχω σε μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο. Επιπλέον, αυτές οι επιλογές έχουν να κάνουν και με ένα κενό που υπάρχει στο χώρο του τραγουδιού, κενό εκφοράς ενός πιο κοινωνικοπολιτικού λόγου από μια νέα τραγουδίστρια.

Γ.Α.: Εγώ θεωρώ οτι η κοινωνία αντιμετωπίζει την Ρίτα ως μια πολύ ενδιαφέρουσα και σημαντική περσόνα. Δεν τη βλέπει ούτε νέα ούτε μεγάλη. Περιμένει από τη Ρίτα την ένταξή της στην εποχή της μέσα από σημαντικά δημιουργήματα. Και δικά της σε πρώτη εκτέλεση, αλλά και ως φορέας των σημαντικών δημιουργημάτων του παρελθόντος.

 

 

 

 

Περνάω σε ένα άλλο θέμα. Έχω την εντύπωση οτι τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια μεγαλύτερη ανάγκη τόσο των δημιουργών όσο και του κόσμου να συζητήσει ζωντανά για το τραγούδι. Ζωντανές παρουσιάσεις δίσκων, όπως ο δικός σας, συζητήσεις, σεμινάρια... Πώς το ερμηνεύετε;

Γ.Α.: Η εξήγηση που δίνω σχετικά με την ανάγκη των νέων παιδιών είναι οτι αυτές οι γενιές, που έχουν μεγαλώσει αυτονόητα στη ψηφιακή εποχή, δεν έχουν το θαυμασμό για αυτή σε σχέση με τους μεγαλύτερους. Αυτό σημαίνει πως τη ψηφιακή επικοινωνία, επειδή ακριβώς υπάρχει στη ζωή τους και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να την αποκτήσουν, πλέον μπορούν και να τη σνομπάρουν, συνεπώς αναγκάζονται να ξαναμπούν στην περιπέτεια της ζωντανής επικοινωνίας. Όντως, λοιπόν, βλέπω τους πολύ νέους να θέλουν να ξαναδούν με μια δική τους μυθολογία τα πράγματα. Κι αυτό συμβαίνει πέραν της μουσικής. Γνωρίζω πολλούς ταλαντούχους νέους που θέλουν να επιστρέψουν από πεποίθηση στην Ελλάδα. Αυτοί θεωρούν ως κεντρικό εχθρό τους την εικόνα, δηλαδή την άθλια τηλεόραση και τη μιντιακή υπερβολή. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι ψάχνουν και τη μουσική, το θέατρο, τα εικαστικά, αναζητούν τη ζωντανή επαφή.

 

 

Από την άλλη διαβάζω πολλές συνεντεύξεις καλλιτεχνών στις οποίες το ποσοστό αναφοράς στη μουσική είναι ελάχιστο σε σχέση με τις απαντήσεις επί παντός επιστητού, την ίδια στιγμή, μάλιστα, που συνεχίζεται να διατυπώνεται το (αφελές πιά) ερώτημα -αίτημα των «δημοσιογράφων» αλλά και του κόσμου «γιατί σιωπούν οι καλλιτέχνες, γιατί δεν παίρνουν θέση κ.ά. »...

Ρ.Α.: Ναι, λες και έχω επωμιστεί την ιδιότητα να βγαίνω στα κανάλια και να αρχίσω να αναλύω την κοινωνικοπολιτική κατάσταση επειδή τι; Επειδή έχω μικρόφωνο και βγαίνω πάνω σε μια σκηνή και τραγουδάω; Αυτά που έχω να πω τα μοιράζομαι με τον κόσμο στις συναυλίες μου με έναν πολύ δυνατό τρόπο. Με τα τραγούδια μου. Έτσι συνομιλούμε και συντονιζόμαστε.

Γ.Α.: Αν εγώ κάνω ένα σχόλιο για την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αυτό το κάνω με την ιδιότητα του πολίτη, όχι γιατί είμαι επώνυμος. Εγώ προσπαθώ γενικά να μη μιλάω. Το ποιο σχόλιο όμως γίνεται αντικείμενο lifestyle και επιλέγεται να προβληθεί, περιέχει και ένα δεύτερο μήνυμα. Οτι είναι ένα πεθαμένο μήνυμα καθώς η σημασία του είναι υποδεέστερη από αυτόν που το απευθύνει...Το ίδιο ισχύει και στην πολιτική. Ας θυμηθούμε πόσοι άνθρωποι εξαιτίας της επωνυμίας και όχι της σχετικότητάς των μηνυμάτων και του έργου τους, πήγαν στην Ευρωβουλή. Συμφωνώ, λοιπόν, με αυτό που είπε η Ρίτα, οτι αυτό που έχει συμβεί μέσα στο σώμα ενός έργου του καθενός, εμπεριέχει και τη στάση του. Εγώ έγραψα το «Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει» το 1991 και μου λένε οτι το έγραψα τώρα για την κρίση...

 

 

Επανέρχομαι στα του δίσκου. Κυκλοφορεί από την Μικρή Άρκτο του παλαιού σας συνοδοιπόρου, Παρασκευά Καρασούλου. Πώς προέκυψε η επανένωση;

Γ.Α.: Η Μικρή Άρκτος ξεκίνησε με τον εθελοντισμό των δυο μας και με την «Μικρή πατρίδα». Ο δίσκος αυτός ήταν η συνομιλία δυο νέων, τότε, ανθρώπων οι οποίοι θέλησαν να δουν αν έχουν κάτι να πουν σχολιάζοντας τη γενιά του '30 και του '60 και τι έχει μείνει από αυτόν τον ήχο και την ποιητική. Θέλαμε να δούμε αν θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε κάτι που να έχει αντοχή και να μπορεί να σταθεί ισότιμα απέναντι σε αυτά. Η ιστορία έδειξε πως δεν ήταν ένα έργο χαμένο στο διάστημα, αλλά έδωσε καρπούς και άφησε στίγμα. Επιστρέφω στη Μικρή Άρκτο γιατί και εγώ και ο Παρασκευάς αυτή τη στιγμή έχουμε αντιληφθεί το πώς πρέπει να γίνεται η διαχείριση ενός έργου, το οτι ο στόχος δεν είναι μόνο το ίδιο το προϊόν, αλλά η κίνηση, η χειρονομία κάτι, άλλωστε, που η Άρκτος με τις εκδοτικές της προτάσεις το κάνει πολλά χρόνια. Για αυτό και το έργο έχει τη μορφή ενός βιβλίου-cd με τις ζωγραφιές της Ηούς Αγγελή, τις οποίες μας τις παραχώρησε δωρεάν. Ο Παρασκευάς μου αρέσει και για έναν ακόμα λόγο, οτι τον ενδιαφέρουν οι νέοι μέσα από τις Ακροάσεις.

 

 

Πώς θα υποστηρίξετε ζωντανά το δίσκο;

Γ.Α.: Το κεντρικό πράγμα όσον αφορά τη δραστηριότητά μου ως καλλιτέχνης αυτή τη στιγμή είναι η επαφή με τους ανθρώπους. Τίποτε άλλο πέραν αυτού τόσο άξιο λόγου. Θα παίξουμε, λοιπόν στην επαρχία ως ένα τρίο, πιάνο, φωνή και βιολί. Στην Αθήνα θα παίξουμε 19-20 Δεκεμβρίου στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού, στο Ιανό τον Φεβρουάριο και μετά το Πάσχα με μιας μεγαλύτερης κλίμακας συναυλία, ενδεχομένως με φιλοξενούμενους όσους συμμετείχαν στο δίσκο, δηλαδή τον Πάνο Κατσιμίχα, την Ελένη Τσαλιγοπούλου τον Χρήστο Θηβαίο και τον Μίλτο Πασχαλίδη.

 

 

Εσύ, Ρίτα, δεν έχεις σταματήσει καθόλου τη γύρα στην επαρχία.

Ρ.Α.: Ναι, και αυτό που έχει κάνει πάρα πολύ καλό και στην πορεία μου αλλά και στην επαφή μου με τον κόσμο. Το κοινό της επαρχίας έρχεται με άλλη διάθεση και ποιο συνειδητοποιημένο για να ακούσει αυτό που του προσφέρεις.

Γ.Α.: Η Ελλάδα έχει πολλές εγκιβωτισμένες δυνάμεις στην περιφέρειά της τις οποίες κακώς και για λόγους πολιτικάντικους -για να υπάρχει ο έλεγχος από το αθηναϊκό κέντρο- δεν τις αναπτύσσει. Τα κρατικά κονδύλια πολιτισμού εξαιτίας του Καλλικράτη, εξαφανίστηκαν αν και ο νόμος έλεγε οτι έπρεπε να διατηρηθούν. Αυτό πρακτικά σημαίνει εκατοντάδες πολιτιστικοί χώροι να μη λειτουργήσουν. Και σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία αφού αποδεκατίζουν, γενικότερα μιλώντας, την επαρχία ύστερα λένε οτι δεν υπάρχει λόγος να ζούμε εκεί και να έρθουμε στα αστικά κέντρα. Ζούμε σε μια χώρα με διαλυμένο τον κοινωνικό ιστό σε μια κοινωνία τρομαγμένων ανθρώπων. Μια τέτοια κατεστραμμένη κοινωνία ίσως το μόνο καλό της είναι οτι κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να συζητήσει και να πει «συμφωνώ» ή «διαφωνώ». Και αυτό όχι με χαρά, αλλά οδυνηρά.

 

 

 

 


* Για δύο παραστάσεις 19 και 20/12 στις 21.00 ο Γιώργος Ανδρέου και η Ρίτα Αντωνοπούλου παρουσιάζουν ζωντανά το δίσκο τους στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού (Ανδρέα Λεντάκη, Αμισσού και Σμύρνης, Υμηττός). Πληροφορίες: 210 7625856.