Η είδηση πως σήμερα, 8 Ιανουαρίου 2014, ο Γιώργος Κόρος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, κλείνει ένα τεράστιο κεφάλαιο για την ελληνική παραδοσιακή μουσική… Ο άνθρωπος που σημάδεψε με το έργο και το παίξιμό του δυο και τρεις γενιές ανθρώπων, επί 8 δεκαετίες (έπιασε στα χέρια του το βιολί σε ηλικία 9 ετών) γεννήθηκε στους Ανδρωνιάνους Καρυστίας το 1923 και πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του, Νίκο Κόρο, που ήταν ο ίδιος αυτοδίδακτος μουσικός και ψάλτης.

Το 1937 η οικογένεια Κόρου μετακόμισε στη Χαλκίδα όπου παρέμεινε για 15 χρόνια, ενώ από το 1958, ο μεγάλος μουσικός εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα (αρχικά στο Περιστέρι…). Ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά σε πανηγύρια από το 1939, δηλαδή σε ηλικία μόλις 16 ετών. Ο Γιώργος Κόρος είναι αυτός που συνέδεσε –όσο κανείς άλλος- το όνομά του με το παραδοσιακό βιολί και αυτός που το επέβαλε στις παραδοσιακές –και όχι μόνο- ορχήστρες, σε πείσμα των δισκογραφικών εταιρειών, που αρχικά αντιδρούσαν.

 

Έχει ηχογραφήσει σε εκατοντάδες δίσκους –κυριολεκτικά- όμως αξίζει να σημειωθεί πως μία άλλη μνημειώδης μορφή της δημοτικής μας μουσικής, ο Γιώργος Παπασιδέρης ήταν αυτός που του έδωσε την ευκαιρία να «γράψει» για πρώτη φορά (στο τραγούδι «Όλες οι μελαχρινές και οι μαυρομάτες»). Έχει δώσει συναυλίες στις ελληνικές κοινότητες απανταχού του κόσμο, ουκ ολίγες φορές, ενώ διακρίθηκε ιδιαίτερα και ως τραγουδοποιός, αφού πολλά δικά του κομμάτια έγιναν μεγάλες επιτυχίες (όπως το «Φαράχ» που τραγουδήθηκε από τον Καζαντζίδη). Ο Κόρος λατρεύτηκε -δεν είναι υπερβολή- από το κοινό του και εθεωρείτο αξεπέραστος στα ταξίμια του, όπως και για τον πολύ χαρακτηριστικό, προσωπικό του ήχο.

 

Οι LP δίσκοι του φτάνουν τους 85, από τους οποίους «Τα Καλαματιανά της» (1984, με ερμηνεύτρια την Ξανθή Περράκη) έγινε «χρυσός» των 50.000 αντιτύπων, ενώ ο δίσκος «Τραγούδι αισθηματικό» έγινε πλατινένιος, αφού πούλησε 400.000 αντίτυπα («Λεξικό της ελληνικής Μουσικής», Τάκης Καλογερόπουλος)! Η ευρύτητα του παιξίματός του και η μουσική του ευφυΐα δεν γνώριζαν όρια, αφού με την ίδια ευκολία αναδείκνυε την ποιότητά του σε ηχογραφήσεις του σπουδαίου, Γιώργου Τρανταλίδη ή της σειράς με τους Έλληνες και Ινδούς μουσικούς. Αντί επιλόγου, παραθέτουμε τα λόγια του ίδιου, του Γιώργου Κόρου σε συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει –το 2009- για το περιοδικό «Όασις»…

 

«Ο Παπασιδέρης με έβαλε στη δουλειά. Στην αρχή οι παραγωγοί ήταν αρνητικοί, αλλά ο Παπασιδέρης χτύπησε το χέρι στο τραπέζι για εμένα. Τον γνώρισα όταν κάποτε είχα πάει στην Κούλουρη (σ.σ. Σαλαμίνα) και αργότερα τον φώναξα για έναν γάμο στην Αττική. Γινόταν η στέψη μέσα στην εκκλησία και ώσπου να τελειώσει το Μυστήριο είχα βγάλει το τραγούδι «Αυτά τα μάτια τα γλυκά». Έφτιαξα την εισαγωγή έξω από την εκκλησία και μέσα γινόταν η στέψη…

 

(…) Το βιολί διατάζει στο αίμα να του δώσει αίσθημα, πάθος, που λέμε. Έχω κάνει ανθρώπους να κλάψουν με το βιολί. Με βρίσκουν στο δρόμο, γυναίκες στη λαϊκή αγορά, μου φιλάνε το χέρι. Αλλά τώρα η νεολαία είναι απρόσεχτη, μολύνθηκε... Πρέπει να δουλεύουν το αίμα και το μυαλό καλά. Όλα μαζί. Το αίσθημα. Έτσι, λέμε για κάποιον ότι παίζει παθιάρικα. Σε κάνει και ανατριχιάζεις, αν καταλαβαίνεις.

 

(…) Υπάρχουν πολλά παιδιά σε λαϊκά συγκροτήματα, που περιμένουν πότε καμιά φορά θα κάνουν καμιά εισαγωγή, κάποια απάντηση με το βιολί τους. Εγώ δεν ξέρω αν είμαι μιας δεκάρας, αλλά είμαι αυτοδίδακτος. Από εννιά χρονών στο σπίτι ο πατέρας μου που ήταν ψάλτης, μου έκανε και μαθήματα βυζαντινής μουσικής μέχρι το τέλος. Με γέμιζε αυτό. Και κάποια μέρα μου έφερε μέσα σε μία σακούλα ένα βιολί, χωρίς να μου δείξει τίποτε άλλο.

 

Εβδομήντα πέντε χρόνια, πάνε τώρα από εκείνη τη στιγμή. Έπαιζα τις νότες όπως στο μαντολίνο. Θυμάμαι στο χωριό μου (σ.σ. Ανδρωνιάνοι Ευβοίας) είχα βγει μια φορά στο μπαλκόνι και έπαιζα. Πέρασε ένας χωροφύλακας από κάτω και λέει: «Παίξε, ρε φίλε!». Εγώ φοβήθηκα και μπήκα μέσα. Έπαιζα με ένα δοξάρι χωρίς τρίχες επάνω. Το είχε φέρει ο πατέρας μου. Άλλους έπλασε ο Θεός για κάτι συγκεκριμένο κι άλλους για άλλα. Εγώ, στο βιολί, τα «έπαιρνα» πολύ, δεν δυσκολευόμουν».