tzimis-panousis-makrigiannisO Τζίμης Πανούσης, κατά κόσμον Τζιμάκος μπορεί να μην εμφανίζεται όσο συχνά θα θέλαμε σε συναυλίες και μαγαζιά το χειμώνα, μπορεί να έχει ξεχάσει πως είναι το στούντιο ηχογράφησης δίσκων, αλλά ζει και βασιλεύει στον ραδιοφωνικό αέρα. Με μακρά θητεία στα αθηναϊκά ραδιόφωνα ο άνθρωπος που επιμελείται και παρουσιάζει τον Δούρειο Ήχο αλλάζει ραδιοφωνικό στέκι για λίγες παραστάσεις και κάνει την έκπληξη. Όχι δεν πηγαίνει σε αθλητικό ραδιόφωνο που πολύ θα του πήγαινε και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον... Από τη Δευτέρα 11 Ιουνίου στις 20:00 και κάθε μέρα, εκτός Σαββάτου και Κυριακής θα ακούμε την αισθαντική φωνή του, όπως θα έλεγε κι ίδιος, στο Τρίτο Πρόγραμμα 90,9 και 95,6 της Ελληνικής Ραδιοφωνίας! Ο Πολυμήχανος τραγουδοποιός συναντά το λόγο του Στρατηγού Μακρυγιάννη, διαβάζοντας αποκλειστικά για τους ακροατές του Τρίτου Προγράμματος τα «Απομνημονεύματα» του σε 60 ημίωρα επεισόδια τα οποία ηχογραφήθηκαν για την Ελληνική Ραδιοφωνία.

Η ραδιοφωνική σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Ν. Ευσταθίου, οι μουσικές στίξεις του Δημήτρη Αρσενόπουλου ενώ τον ήχο επιμελήθηκαν ο Θάνος Καλέας και ο Γιάννης Λαμπρόπουλος. Η εμπειρία και η ευφράδεια του Τζίμη Πανούση στο μικρόφωνο είναι δεδομένη.

Λίγα λόγια για τα "Απομνημονεύματα":
Το 1829, αμέσως μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης (1821), ο Στρατηγός Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του, τα οποία αποτελούν έκτοτε, την σημαντικότερη ίσως και εξαιρετικά πολύτιμη ιστορική πηγή για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, μιας περιόδου τόσο καθοριστικής για την επιβίωση του έθνους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η γλώσσα γραφής τους. Πρόκειται για ένα ολοζώντανο δείγμα της Ελληνικής του 19ου αιώνα. Αποτυπωμένο με το αίμα θα έλεγε κανείς του συγγραφέα παρά με μελάνι, αυτό το γλωσσικό ιδίωμα συνιστά ένα αξεπέραστο μνημείο γραπτού λόγου. Σε ολόκληρο το έργο που αποτελείται από τέσσερα βιβλία (Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄) βρίσκεται και αναπνέει η ψυχή του βασανισμένου ρωμιού.

«Αποφάσισαν οι νοικοκυραίγοι ότι η τυραγνία των Τούρκων – την δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δεν υποφέρνονταν πλέον. Και δι αυτείνη την τυραγνία, οπού δεν ορίζαμεν ούτε βιον, ούτε τιμή, ούτε ζωή (ξέραμεν κι’ ότ’ ήμασταν ολίγοι και χωρίς τ’ αναγκαία του πολέμου) αποφασίσαμεν να σηκώσωμεν άρματα αναντίον αυτής της τυραγνίας. Είτε θάνατος, είτε λευτεριά.»

Δυστυχώς τα πάθη, οι φατριασμοί, οι εμφύλιες διαμάχες και κάθε λογής ταπεινές ιδιοτέλειες που ποτέ δεν μας εγκαταλείπουν, αλλά αντίθετα συνοδεύουν ανέκαθεν κάθε συλλογική μας προσπάθεια, έκαναν την εμφάνισή τους ταυτόχρονα σχεδόν με την έναρξη του αγώνα, αμαυρώνοντας με τον χειρότερο τρόπο κάθε ηρωική προσπάθεια για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, με αποτέλεσμα, όχι λίγες φορές, να κινδυνέψει με ολοκληρωτική καταστροφή η Επανάσταση. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, χωρίς περιστροφές και με πόνο ψυχής, μας περιγράφει με τρόπο αφοπλιστικά ανεπιτήδευτο στα Απομνημονεύματά του, τις ένδοξες αλλά και τις πικρές στιγμές, όπως ο ίδιος τις έζησε στο πεδίο της μάχης αρχικά κι αργότερα στον στίβο της πολιτικής που ενεπλάκει για το καλό της πατρίδος. Ο απαράμιλλος πατριωτισμός του υπονομεύτηκε και η εθνική του στάση κατ΄ επανάληψη συκοφαντήθηκε από επιτήδειους ντόπιους και ξένους πολιτικάντηδες. Πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά όμως, εκείνο που μένει τελικά σαν παρακαταθήκη στον αναγνώστη του έργου ή τον ακροατή στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι το φως που καταυγάζεται, όταν έστω και σπάνια συμβαίνει, να ομονοούν οι Έλληνες.