Πάνε 10 χρόνια, από το “αντίο” του, αλλά όλα όσα σκιαγράφησαν το έντονο πέρασμα του, μοιάζουν σαν… χθες. Ο Νίκος Παπάζογλου “έφυγε” σαν σήμερα, στις 17 Απριλίου του 2011, αλλά οι αναμνήσεις από το έργο του και κυρίως τις πολύ “ζωντανές” συναυλίες του παραμένουν ανεξίτηλες. Μερικές από αυτές αναβιώνει σήμερα το Μusicpaper.gr μέσα από τις εξιστορήσεις ανθρώπων που δούλεψαν στο πλάι του και έζησαν από κοντά όλα όσα τον χαρακτήριζαν. Όσα αναδύονται, φέρνουν στο νου, ολοζώντανο, τον ίδιο τον Νίκο Παπάζογλου

 

Ελένη Τσώνη

 

Ελένη Τσώνη
(Υπεύθυνη Ασφαλείας στις συναυλίες του Νίκου Παπάζογλου)

 

Τον Νίκο τον αγαπούσα και τον αγαπάω ακόμη όχι μόνο σαν καλλιτέχνη, αλλά και σαν άνθρωπο. Με τη γυναίκα του, την Βάρβαρα, γνωριζόμασταν από πριν και κάναμε γυμναστική μαζί. Ο Νίκος, λοιπόν, ήθελε έμπιστα άτομα για να διαχειρίζονται τα οικονομικά των συναυλιών, και είχε ανάγκη και για περιφρούρηση των συναυλιών. Εγώ ήμουν αθλήτρια στο Ταεκβοντό, και γι αυτό μου έκανε την πρόταση να αναλάβω. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας, που κράτησε για 5 χρόνια. 

Στις συναυλίες του γινόταν το αδιαχώρητο και ήθελε αυτοί που δούλευαν μαζί του, να είναι ευγενικοί με τον κόσμο. Ήμασταν πολύ απαιτητικοί ως προς τη συμπεριφορά.

 

Θυμάμαι μια συναυλία στον Αρχάγγελο στη Ρόδο, για την οποία είχε κάνει συγκεκριμένη συμφωνία, με πόσα εισιτήρια, πόσες προσκλήσεις κ.λπ. Όμως στην πορεία ήρθε τόσος κόσμος που ήταν πολύ δύσκολο να τον ελέγξουμε, γιατί η τοποθεσία ήταν σε παραλία και εμφανιζόταν κόσμος από τη θάλασσα με βάρκες, από το βουνό, κατέβαιναν από τα βράχια, ερχόταν από την είσοδο, και ξαφνικά διαπιστώνω ότι μας είχανε τελειώσει τα εισιτήρια. Δεν ήξερα τι να κάνω, και τελικά έστειλα τη συνάδελφο μου να πάει στο ξενοδοχείο και να πάρει εισιτήρια που μας είχαν περισσέψει από τη συναυλία στο Λυκαβηττό. Τέτοιος χαμός!

Ο Νίκος ήταν πολύ δίκαιος με αυτούς που έκλεινε συναυλίες. Μας έλεγε θα κάνουμε τόσες συναυλίες, έχουμε να πάμε εκεί, εκεί κι εκεί. Από εκεί και πέρα εμείς παίρναμε τους φακέλους, τις λεπτομέρειες για την περιφρούρηση, αναλαμβάναμε το ταμείο και την καταμέτρηση εισιτηρίων. Στο τέλος κάθε συναυλίας έλεγε “καληνύχτα”, αλλά ήταν δεδομένο ότι θα ξαναβγεί για ένα τραγούδι. Όταν πήγαινε στο καμαρίνι, μας ζητούσε μία απομόνωση για 10 λεπτά, ώστε να ηρεμήσει και μετά βάζαμε τον κόσμο, σιγά -σιγά. Μιλούσε και τους χαιρετούσε όλους. Όλους, όμως. Αυτό δεν το έχω ζήσει με άλλους καλλιτέχνες. Όπου πήγαινε ήταν πολύ αγαπητός και φιλικός. Στα καράβια όταν ταξιδεύαμε από το ένα νησί στο άλλο, ήμασταν συνήθως στο κατάστρωμα. Βάζαμε κάτω ένα παρεό, αραδιάζαμε τομάτες, κρεμμύδια, πιπεριές, ψωμί, ελιές, τυριά κι ό,τι άλλο είχε αγοράσει και τρώγαμε όλι μαζί.

 

Από τον Νικόλα έμαθα να τρώω ένα ολόκληρο κρεμμύδι στο ένα χέρι και μια τομάτα στο άλλο. Τότε ήταν που έπαιρνε το μπαγλαμαδάκι και άρχιζε το τραγούδι. Όχι μόνο για εμάς, αλλά για όλους όσους ήταν στο κατάστρωμα. 

 

Μια φορά, στην Άνδρο, ένας από από τους μουσικούς έπεσε πάνω στην ηλεκτρική κιθάρα του Μπάμπη Παπαδόπουλου και την έσπασε. Δημιουργήθηκε αναστάτωση, και ψάχναμε να βρουμε ηλεκτρική κιθάρα σε όλο το νησί, και τελικά βρήκαμε από έναν ντόπιο στην άλλη άκρη του νησιού. Ο Νικόλας είχε στεναχωρηθεί τόσο πολύ που στο τραπέζι του μεσημεριανού, πριν από τη συναυλία, άρχισε να κλαίει από τη στεναχώρια του. 

Πρώτη φορά τον είδα με δάκρυα, του βγήκε τέτοιος πόνος ψυχής, που άρχισε να μιλάει για την οικογένεια του και τους αγαπημένους του. Το βράδυ στη συναυλία είχαμε κι άλλη ατυχία, διότι ενώ πήραμε τριφασικό ρεύμα από μία κοντινή βίλα, έπεσε το ρεύμα. Μείναμε στο σκοτάδι με τον κόσμο, σε μια πλατεία της Άνδρου, μόνο με το φως της πανσελήνου να φωτίζει και ξαφνικά ακούσαμε ξανά το μπαγλαμαδάκι και άρχισε ο Νίκος να τραγουδάει. Ήταν μαγικό! 

 

Επίσης, ο Νίκος είχε ένα αεροπλανάκι, κι έκανε βόλτα πάνω στην Ελλάδα για να βλέπει μέρη όπου ήθελε να κάνει συναυλίες. Μας ανακοίνωσε, λοιπόν, ότι θα κάνουμε συναυλία στη Νίσυρο, και μάλιστα στον κρατήρα του ηφαιστείου. Είχε κανονίσει δύο γεννήτριες, όμως η μία χάλασε. Ψάξαμε πάλι να βρούμε από κάποιο ντόπιο, και πράγματι τα καταφέραμε.

 

Επίσης, στο ηφαίστειο δεν υπήρχε κάποιο μέρος σαν πέρασμα, ώστε να δημιουργήσουμε είσοδο και να κόβουμε εισιτήρια. Έτσι, ο κόσμος έμπαινε από παντού και υπήρχε τόση υγρασία που τα όργανα είχαν αρχίσει να σκεβρώνουν. Μέσα σε όλα αυτά, ο Νικόλας ήθελε να ψήσει καφέ μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου! Και είχε φέρει και το μπρίκι του μαζί. Πράγματι, το έκανε εν μέσω ενός χαμού για τη συναυλία. Αλλά, αυτός ήταν ο Νίκος! 

 

 

Νίκος Καπηλίδης

 

Νίκος Καπηλίδης - Ντράμερ

 

Περίπου το 1986. Δεν έχει κυκλοφορήσει ο δίσκος "Μέσω Νεφών" ακόμη. Έχουμε μια μικρή περιοδεία στο Φεστιβάλ της Πάτρας, δύο μέρες στη Νεάπολη Σπάρτης, την επόμενη έχουμε κενό, αλλά ταξιδεύουμε για Θάσο όπου παίζουμε την επόμενη. Άρα δύο μέρες από Νεάπολη Σπάρτης στη Θάσο, όπου μας περίμεναν οικογένειες και παιδιά, για διακοπές. Στην Πάτρα συνυπάρχουμε με τους Φατμέ την ίδια βραδιά όπου αυτοί παρουσιάζουν τον Δίσκο τους "Ρίσκο”, στον οποίο παραγωγός ήταν ο Νίκος Παπάζογλου και ηχογραφήθηκε στο Στούντιο “Αγροτικόν”. Τη βραδιά αυτή ήταν μια υπέροχη συναυλία και η πρώτη φορά που παίζαμε τα κομμάτια του "Μέσω Νεφών”. Το περιμέναμε πως και πως. Υπήρξε όμως ένα πρόβλημα, όταν κάποιος έπαιρνε σε βίντεο τη συναυλία, γιατί τα κομμάτια ήταν ανέκδοτα ακόμη. Ο Νίκος είχε μεγάλη ευαισθησία σε αυτά τα θέματα, και όχι αδίκως βέβαια. Βρέθηκε η κασέτα και αφαιρέθηκε.

Η μπάντα ήταν Νίκος Παπάζογλου (τραγούδι), Δημητρός Αραμπατζής (κιθάρα), Δημήτρης Σταρόβας (κιθάρα), δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, αλλά νομίζω ότι στο μπουζούκι ήταν ο Βαγγέλης Λιόλιος, Μανώλης Σιδερίδης (μπάσο), Νίκος Καπηλίδης (τύμπανα), Χρήστος Κίλιας (κρουστά).

Την άλλη μέρα κατά τις 12, αφού χαιρετηθήκαμε με τους Φατμέ, ξεκινήσαμε. Ο Νίκος μας είπε ότι από την Πάτρα στην Νεάπολη Σπάρτης ήταν τέσσερις ώρες. Εγώ ταξίδευα με τον Δημητρό Αραμπατζή. Κάνουμε τρελή παρέα και περνάμε υπέροχα. Μου έλεγε ιστορίες από την Γερμανία.

Ο Σταρόβας, ο Κίλιας και ο Μανώλης Σιδερίδης ταξίδευαν μαζί. Άρα ο Νίκος ήταν μάλλον με τον Βαγγέλη Λιόλιο.

 

Έχουμε φτάσει στην Σπάρτη κατά τις οκτώ και ξαφνικά μαθαίνουμε ότι από εκεί χρειαζόμαστε δύο ώρες για την Νεάπολη. Φεύγουμε σφεντόνα και τα γκάζια κολλημένα για να φτάσουμε όσο πιο σύντομα γίνεται. Φτάνουμε καθυστερημένοι. Το PA το κουβαλάμε μαζί μας και το χειρίζεται ο Νίκος (ως “push-pull”, ασφαλώς) χειρίζεται και κάνει τις συνδέσεις μόνος του. Κατά τις 11 (ήδη δύο ώρες καθυστερημένοι) ξεκινάει η συναυλία. Ήταν μια υπέροχη ντίσκο δίπλα στην θάλασσα και τα τραπέζια αμφιθεατρικά προς τα επάνω. Η βραδιά ήταν υπέροχη. Το παίξιμο με τον Νίκο και με αυτήν την μπάντα  ήταν απίστευτο ασχέτως των "κακουχιών" που περνούσαμε. Την άλλη μέρα, τα παιδιά από την ντίσκο μας πήγαν απεναντι στην Ελαφονησο και έγινε ένα απίστευτο ψαροτσιμπούσι και κρασοκατάνυξη. Γυρνάμε πισω για ύπνο, ενημερώνω όλους ότι έχουμε ξανά στήσιμο, γιατί τα μαζέψαμε το βράδυ, και όλοι αρχισαν τα "ενταξει, ρε Καπηλίδη" κλπ. Φυσικά, όλοι καθυστερημένοι, αρχίσαμε πιο αργά εκείνο το βράδυ, αλλά και πάλι ήταν μια υπέροχη βραδιά.

 

Ξεκινήσαμε την άλλη μέρα για το ταξίδι προς την Θάσο. Είχαμε δύο μέρες μπροστά μας. Σε μια ή δύο ώρες το Φολκσβάγκεν βανάκι του Νίκου παθαίνει λάστιχο. Η ρεζέρβα είναι τρύπια κι αυτή. Στο χωριό που σταματήσαμε ήταν όλα κλειστά. Περιμέναμε κάνα δίωρο για να ανοίξει ένα βουλκανιζατέρ για να φτιάξει τα λάστιχα και μετά φύγαμε. Έξω από την Αθήνα έχει πια νυχτώσει κι έχω αρχίσει και "προσκυνάω".  Στον Άγιο Κωνσταντίνο, σταματάμε και ο Νίκος προτείνει να πάμε σε ένα ξενοδοχείο και να ξεκινήσουμε την άλλη μέρα.

 

Επεμβαίνω και λέω να φύγουμε νωρίς κατά τις 10 το πρωί για να κερδίσουμε χρόνο. Φυσικά και δεν έγινε αυτό. Φύγαμε κατά τις 12. Αργήσαμε να φτάσουμε στην Θεσσαλονίκη και ξαφνικά η μπάντα αποφάσισε στάση για φαγητό. Τα “πήρα στο κρανίο” και με τον Δημητρό αποφασίσαμε να φύγουμε.

Στην Θάσο ήταν ένας πολύ καλός φίλος του Δημητρού, ο Ντίνος, ‘σχωρεμένος πια, που άρχισε τα τηλέφωνα στο Λιμεναρχείο, για να καθυστερήσει το φέρυ μποτ και να προλάβει να φτάσει ο Νίκος και οι υπόλοιποι, για να ανέβουν.

 

Εγώ ήξερα την περιοχή οπότε πήγα από την πλευρά της Χρυσούπολης στην Κεραμωτή, το άλλο λιμάνι για τον Λιμένα Θάσου.

 

Παίζαμε στο Αρχαίο θέατρο. Τότε τα μηχανήματα πήγαιναν στο θέατρο με μουλάρια. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ανέβουν εκεί. Μέχρι να φτάσουμε είχαν κατεβάσει τα μουλάρια δύο φορές και τώρα έπρεπε να τα φέρουν και μια τρίτη. Παιδιά και γυναίκες όλων μας, έπαιρναν οτιδήποτε μπορούσαν να κουβαλήσουν και πηγαίναμε όλοι μαζί στο θέατρο. Είχε φτάσει 9 η ώρα. Το θέατρο ήταν ήδη γεμάτο. Φτάσαμε στο θέατρο και αρχίσαμε το στήσιμο. Αυτή η μπάντα είχε γίνει πολύ γρήγορη σε αυτό. Κατά την διάρκεια του στησίματος ο Νίκος προσπάθησε να ζητήσει συγνώμη από το κοινό, για την καθυστέρηση, αλλά δυστυχώς το κοινό τον γιουχάρισε. 

Έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε το στήσιμο. Οι υπόλοιποι, αφού στήσαμε, αρχίσαμε να ντυνόμαστε για την σκηνή .

Έφτασε η ώρα. Βγήκαμε και αρχίσαμε να παίζουμε τη γνωστή εισαγωγή του προγράμματος, του Νίκου. "Βρέχει στην εθνική οδό” και μετά “Κυρ’ διευθυντά των δίσκων”…

Όλο το θέατρο στο πόδι. Στην αρχή άκουγε κατανυκτικά και αργότερα χόρευε με δυονισιακά. Ήταν η πιο έντονη συναυλία εκείνου του καλοκαιριού. Πραγματικά ανεπανάληπτη.

Έτσι φαίνεται ότι δούλευε αυτή η ομάδα. Οι κακουχίες μας ενέπνεαν. Έμεινα με τον Νίκο από το 1982 έως το 1986 ως μουσικός και φανατικός θαυμαστής του.

 

 

Κώστας Παγωνίδης

 

Κώστας Παγωνίδης - Ντράμερ

 

Η “Ταχεία Θεσσαλονίκης” ήταν η καλύτερη ορχήστρα που έχω παίξει ποτέ στη ζωή μου και η “Λοξή Φάλαγγα” η ορχήστρα με το καλύτερο όνομα που έχω παίξει ποτέ! Ο Νίκος μας μάζεψε και μας έφερε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, μέσα σε ένα Φολκσβάγκεν που οδηγούσε η γυναίκα του, η Βαρβάρα. Σε αυτό έπρεπε να χωρέσουν και όλα τα μηχανήματα που κουβαλούσαμε, κι όταν φτάσαμε στην Αθήνα, παρουσιάσαμε κάτι που για εμένα, το μείγμα ελληνικής μουσικής και ροκ, ήταν αυτό που αναζητούσα και μέσα μου, ουσιαστικά. Σπούδασα τζαζ, αλλά αυτό το μείγμα ήταν αυτό που πραγματικά ήθελα. Το ροκ με τα ανατολικά στοιχεία. Ο Νίκος μου έδωσε αυτή την ευκαιρία. Κάθε βράδυ ήταν ένα τρομερό ταξίδι, εκεί, στο “Ζουμ” τόσο καιρό. Μία συγκλονιστική εμπειρία, που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Κάποια στιγμή, αντιμετώπισα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και χρειάστηκα να μείνω στο νοσοκομείο για αρκετό καιρό. Ο Νίκος ήταν ο μόνος από τους συναδέλφους που ήρθε να με δει. Έγινε, βέβαια, χαμός, γιατί οι νοσοκόμες όρμηξαν επάνω του για αυτόγραφα. Για εμένα, όμως, αυτή του η κίνηση θα μου μείνει αξέχαστη. Ενδιαφερόταν πραγματικά, για το τι κάνω.

 

Το να περιγράψω το τι άνθρωπος ήταν, πραγματικά είναι δύσκολο. Αν το επιχειρούσα, θα έλεγα πως ο Νίκος ήταν κατασκευαστής, ένας άνθρωπος που δούλευε με τα χέρια και με το μυαλό. Από τα κατσαβίδια που είχε στο χέρι του, μέχρι που μάγευε 100 χιλιάδες κόσμου, τα έκανε όλα, ο ίδιος. Τα χέρια του ήταν χέρια εργάτη. Ήταν ένας άνθρωπος καθόλα δημιουργικός, που είχε την υπομονή να επιμείνει στη δουλειά του, παρότι πέρασε δύσκολα χρόνια. Ήρθε όμως η δικαίωση και μπράβο του. Ήταν επίσης, και πρωτοπόρος σε πολλά πράγματα. Τυπικός στα θέματα της δουλειάς μας, φρόντιζε να μας κολλάει τα ένσημα, τυπικός και στις πληρωμές και ήθελε οι μουσικοί του να είναι οι καλύτερα αμειβόμενοι στην Ελλάδα. Έκανε πράγματα που τότε δεν ήταν αυτονόητα. Ο Νίκος μας έδωσε αξία, μας σεβάστηκε και ελπίζω και εμείς από την πλευρά μας να βοηθήσαμε και να βάλαμε ένα μικρό κομμάτι στην ιστορία της νεοελληνικής μουσικής, όπου ο Νίκος θα διδάσκεται. Γυρίσαμε την Ελλάδα, στεριά και νησιά. Τι να θυμηθώ; Ρόδο, Αστυπάλαια, Θάσο, Σαντορίνη, Σάμο, Κρήτη, Εύβοια, Κέρκυρα και βέβαια Πελοπόννησο; Περνούσαμε όμορφα, αλλά ήταν δουλειά. Από τα ξενοδοχεία, στο sound check και από εκεί πάλι πίσω και στο επόμενο καράβι.

 

Ο Νίκος ήξερε πολύ καλά πόσο απαιτητικό ήταν όλο αυτό, και πρόσεχε πολύ το πρόγραμμά μας, ώστε να είμαστε σγκεντρωμένοι στο σκοπό μας, στη δουλειά μας. Ακόμη και εκεί, στην οργάνωση, έβαζε το χεράκι του. Αφού την είχε πατήσει στο παρελθόν, αποφάσισε να το κάνει κι αυτό μόνος του. Από το καλώδιο του μικροφώνου, την οργάνωση, την ενορχήστρωση και το τραγούδισμα, ήταν παντού. Χωρίς να παραγνωρίζεται, βέβαια, η συνεργασία με σπουδαίους μουσικούς. Για παράδειγμα, ο Νίκος Καπηλίδης που έπαιξε αυτά τα φανταστικά πράγματα και ηχογράφησε στους πρώτους δίσκους ή ο Γιάννης Τσαμπάζης που έκανε την ονειρεμένη ενορχήστρωση του “Αύγουστου” και πολλοί άλλοι, φυσικά… 

 

Κυριάκος Γκουβέντας

 

Κυριάκος Γκουβέντας - βιολί

Ο Νίκος ήταν ένα σημαντικό κεφάλαιο για την μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης, γιατί μέσα από τος δικές του εμπειρίες άνοιξε ο δρόμος για όλες τις επόμενες γενιές. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα, διότι το έργο του βρήκε ανταπόκριση και στους επόμενους δημιουργούς, άφησε ένα πολύ ισχυρό αποτύπωμα, έβαλε μέτρα και σταθμά, για να γίνουν πολλά επόμενα πράγματα στην πόλη και γενικότερα στην Ελλάδα. Μέσα από την παρέα που είχε φτιάξει ο Νίκος, στο στούντιο “Αγροτικόν” γινόταν πολλές μουσικές παραγωγές και κατά ένα τρόπο ψηθήκαμε όλοι εμείς που μπαίναμε στη δουλειά, εκείνα τα χρόνια. Η πρώτη μου επαγγελματική ηχογράφηση ήταν με τον Νίκο στο “Αγροτικόν”. Ήταν μια παραγωγή για τα ρεμπέτικα της Θεσσαλονίκης και με κάλεσε να παίξουμε ένα τραγούδι για το “Γεντί Κουλέ”. Μου κίνησε το ενδιαφέρον ο τρόπος που είχε στήσει το στούντιο, τα έκανε όλα με τα χέρια του, είχε γεμίσει το χώρο με διάφορες, ωραίες πατέντες και με συγκινούσε ότι δούλευε κάθετα, δηλαδή ό,τι έπιανε με τα χέρια του, το χρησιμοποιούσε. Μετασχημάτιζε, ο ίδιος τα εργαλεία του κι αυτό τον τρόπο δουλειάς τον βλέπουμε και στα τραγούδια του, λίγο - πολύ, αφού “ακουμπούσαν”. Και βέβαια, έκανε ένα πολύ ωραίο πάντρεμα του ροκ ήχου με τον παραδοσιακό. Θυμάμαι συγκεκριμένα ότι σε μια πρόβα είχαμε τουμπερλέκι και τύμπανα, ενώ ντράμερ ήταν τζαζίστας και ο Νίκος του δίνει μια συγκεκριμένη οδηγία και του λέει σε αυτό το κομμάτι πρέπει να κάνουμε μια μίξη της ταραμπούκας με τα τύμπανα.

 

Αυτό ήταν μια μουσική οδηγία που είχε μια πολύ καθαρή σκέψη και γονιμοποιημένη για τον μουσικό. Δηλαδή, όχι να παίξει με τη σκέψη ενός τζαζίστα, αλλά με τον τρόπο που θα έπαιζε κάποιος τουμπερλέκι. Με αυτό τον τρόπο σκέψης καταλαβαίναμε πως έβρισκε λύσεις για θέματα και ήταν πρωτοπόρος. Αρχής γενομένης από τον δίσκο “Όταν κινδυνεύεις παίξε την Πουρούδα” κι όσο μεγάλωνε, ο Νίκος γύρισε τελείως προς τον ήχο της παραδοσιακής μουσικής και χρησιμοποιούσε το ηχοχρώματα από τα παραδοσιακά όργανα, το βιολί, το λαούτο, το μπουζούκι, την κιθάρα. Τότε ήταν που αποφάσισε να κάνει το αντίστοιχο “Αγροτικόν” (σ.σ. “Νησιωτικό”) στούντιο, στη Νίσυρο. Τον ενδιέφερε το υλικό των οργάνων και της μουσικής, αλλά ο λόγος και ο στίχος να ακουμπάνε στο σήμερα, όπως και οι μελωδικές γραμμές να είναι γονιμοποιημένες από τις μουσικές εμπειρίες του σήμερα. Από τα παραδοσιακά τραγούδια καταλάβαινε πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο ήταν φτιαγμένα. Γενικά, δεν ζοριζόταν να φτιάξει κάτι, γιατί ήταν πολύ ευρηματικός, αλλά τον ενδιέφερε η κάθετη παραγωγή, να έχει αυτός τα υλικά και τα εργαλεία. Ήταν μάστορας, τεχνίτης και καλλιτέχνης. 

 

Στην περιοδεία ήμασταν σαν δύο φιλαράκια, περνούσαμε πάρα πολύ ωραία και μου είχε αναθέσει να περιποιούμαι τους υπόλοιπους μουσικούς και τους ηχολήπτες, γιατί έβλεπε πως με ενδιέφερε να περνάνε όλοι καλά. Τους πήγαινα νερά και καφέδες. Μια μέρα που ήμασταν στο Ρέθυμνο, αποφασίσαμε να πάμε μαζί να πάρουμε ποτήρια για καφέ και ένα μπρίκι.

 

Πράγματι, βρήκαμε ένα μπακάλικο με τέτοια είδη, αλλά μόλις μας είδαν ο ιδιοκτήτης και η γυναίκα του που ήταν στο ταμείο ενθουσιάστηκαν με την επίσκεψη. Ξεκίνησε ο Νίκος να λέει πως θέλαμε να πάρουμε κάτι, αλλά τον διέκοψε ο κύριος που είχε το μαγαζί και του είπε πως πρώτα έπρεπε να διαλέξουμε από ένα κρητικό μαχαίρι, για δώρο. Έτσι αντί να αγοράσουμε αυτά που θέλαμε, βρεθήκαμε με ένα πολύ ωραίο κρητικό μαχαίρι στα χέρια, αλλά εν τελεί πήραμε και τα υλικά που χρειαζόμασταν, χωρίς να πληρώσουμε. Κι έτσι ο Νίκος έβγαλε και τους έδωσε προσκλήσεις ως αντίδωρο. Το χαμόγελο του Νίκου ήταν χρυσό και γεμάτο καλοσύνη. Του άρεσε πολύ η παρέα και η συλλογικότητα και είχε αδυναμία στο “Σε καινούργια βάρκα μπήκα” γιατί του θύμιζε την ιστιοπλοΐα. Το παίζαμε πολύ στα γλέντια μας και ειδικά όταν μαζευόμασταν στου “Τομπουρλίκα”, κάθε Δευτέρα . Παρότι είχε και αυτός στιγμές περισυλλογής, μοιραζόταν πολλές ώρες της ημέρας με τους φίλους του.

 

Μιχάλης Καλαεντζής

 

Μιχάλης Καλαεντζής - βιολί

Η πρώτη μας συνεργασία πραγματοποιήθηκε το ’92-’93 στην Αθήνα και η πρώτη μας συνάντηση στο ξενοδοχείο “Νεφέλη” στην Πλάκα. Ο Νίκος τότε ετοιμαζόταν για έναν κύκλο εμφανίσεων στο “Μετρό” (Γκύζη και Κάλβου) και με είχε υπόψιν του επειδή με είχε ακούσει στην “Αίγλη” της Θεσσαλονίκης μαζί με τον Τάκη Βούη.  

 

Ήμουν τότε 22 ετών κι επειδή έμενα στην Αθήνα για τις σπουδές μου, η συνεργασία μας συνεχίστηκε αργότερα. Ο Νίκος με έλεγε “Ωδειοτραφή”, αλλά μπορούσα να παίξω και το κλασικό και το παραδοσιακό. Μετά τη στρατιωτική μου θητεία, στη μέση μας περιοδείας, με κάλεσε να ενσωματωθώ στη “Λοξή Φάλαγγα” λίγο πριν από μία συναυλία στη Νάξο. Δεν το πολυσκέφτηκα, πήρα το “δελφίνι”, πήγα στο νησί και επί τόπου πηγαίνω και παίζω στη συναυλία. Χωρίς πρόβα. 

 

Ο Νίκος ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Ένας πνευματικός πατέρας για τους μουσικούς του. Μας πρόσεχε, μας σεβόταν, ήταν φίλος μας και όχι ο κλασικός εργοδότης μας. Σε όλη την περιοδεία, σε όλες τις συναυλίες αναλάμβανε τα πάντα και νοιαζόταν πολύ σε ανθρώπινο επίπεδο. Ήμασταν όλοι φίλοι μεταξύ μας κι αυτό μετρούσε πάρα πολύ στη “Λοξή Φάλαγγα”. Ακόμη και σήμερα, με τα υπόλοιπα παιδιά, ήμαστε σαν αδέρφια. Τον Βαγγέλη Λιόλιο, τον Παναγιώτη Κούτσουρα, τον Γιάννη Κολοβό, τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, τον Δημήτρη Μυστακίδη, που με έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Όταν χρειαζόταν να ανέβω στη Θεσσαλονίκη, πάντα με φιλοξενούσαν. Δεν μου επέτρεπαν να πάω σε ξενοδοχείο. Όταν ταξιδεύαμε, στα πλοία πάντα παίζαμε μουσική, ενώ τα μέρη που πηγαίναμε ήταν επιμελώς επιλεγμένα από τον Νίκο. Δεν ήθελε να πηγαίνουμε μόνο σε θέατρα. Για παράδειγμα, στη Μυρσίνη, στην Κρήτη παίξαμε πάνω σε μία ταράτσα, αυτή ήταν η σκηνή μας. Τα τραγούδια που παίζαμε, μετά το κανονικό μας πρόγραμμα, ήταν τα τραγούδια της παρέας μας. Ο Νίκος ήταν ερωτευμένος με τα Δωδεκάνησα και αυτός ήταν ο λόγος για να έχει σπίτι και στη Νίσυρο. Παίζαμε την “Τούρνα” αλλά και το “Σε καινούριο βάρκα μπήκα”, που ήταν ύμνος για εμάς. 

 

Μια πολύ προσωπική στιγμή μου με τον Νίκο είναι η εξής. Προσωπικά, δεν γνώριζα ότι είχε αρρωστήσει. Όταν πια είχα μόνιμα γυρίσει στη Ρόδο, και είχα διοριστεί στο Μουσικό Σχολείο, πήγαμε για μία συναυλία στη Νίσυρο με ένα τοπικό σχήμα της Ρόδου. Μετά τη συναυλία, πρότεινα να πάμε στην πλατεία της Ηλικιωμένης, στο καφενείο του Αντρίκου, που είναι αδερφικός φίλος του. Εκεί ήταν κι ο Νίκος, στην πόρτα, κάτω από τις δυο χαρακτηριστικές ταμπέλες “Όλος ο κόσμος είναι τρελοκομείο, αλλά εδώ είναι τα κεντρικά” και “Βάρδα στεναχώρια…” Ήταν καθισμένος και λογικά τότε γνώριζε πως είχε πρόβλημα, αλλά εγώ δεν το γνώριζα. Τον είδα πολύ προβληματισμένο, είχε πιει κιόλας. Αφού τα είπαμε λίγο, καθώς φεύγαμε έκανε κάτι που δεν μπορώ να το ξεχάσω. Απευθυνόμενος προς τους υπόλοιπους είπε “Παιδιά, τον Μιχαλάκη και τα μάτια σας!”. 

 

Θυμάμαι, επίσης, μια συναυλία στο Μοναστήρι της Νάουσας, στην Πάρο. Προς το τέλος της συναυλίας, έπεσε το ρεύμα, αλλά υπήρχε μια καταπληκτική πανσέληνος, την οποία λάτρευε κι ο Νίκος. Όπως τραγουδούσε, λοιπόν, κοίταγε απέναντι προς τον λόφο που είχαμε απέναντι μας και μόλις εμφανίστηκε η πανσέληνος, σε αυτό το μαγικό τοπίο, γύρισε, μου χαμογέλασε και μου είπε “Ήβγε!” Στο τελείωμα της συναυλίας, πιάσαμε τα νησιώτικα και σήκωσε και τον Βαγγέλη Λιόλιο για χορό… Του άρεσε να το κάνει!

Έφυγε νωρίς, μας λείπει πολύ. Ήταν πολύ ουσιαστικός, πολύ αληθινός άνθρωπος. 

 

 

Παναγιώτης Κουτσούρας

 

Παναγιώτης Κουτσούρας - Μπουζούκι

 

Ο Νίκος για εμένα ήταν ο πιο κοντινός μου άνθρωπος για 25 χρόνια. Ημασταν μαζί χειμώνα - καλοκαίρι και δημιουργήθηκε προσωπική σχέση. Ούτως ή άλλως ήταν το κέντρο πολύ κόσμου εδώ στη Θεσσαλονίκη. Είχε ένα τεράστιο κύκλο και όλο το πράγμα γυρνούσε γύρω από το Νίκο. Για εμένα, προσωπικά, ήταν πολύ μεγάλος δάσκαλος, σε όλα. Ήξερε πάρα πολλά για την ηχοληψία, ήταν ο ίδιος πολύ καλός ηχολήπτης και το “Αγροτικόν” ήταν ένα από τα πρώτα στούντιο της Ελλάδας. Κάποια στιγμή με έχωσε κι εμένα στα τεχνικά, και σαν δάσκαλος ήταν απίστευτος. Ήταν, επίσης, μεγάλος συμβουλάτορας κι όταν έπρεπε να αποφασίσω κάτι σοβαρό, τον συμβουλευόμουν. Ήταν ο μεγάλος μου αδερφός. Στη μουσική πιάτσα ήμουν από πολύ μικρός, και κάποια στιγμή, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με προσέγγισε και μου ζήτησε να φτιάξουμε (μαζί με τον Στέργιο Γαργάλα), τη “Λοξή Φάλλαγα”. Τα πρώτα μέλη ήμασταν οι δυο μας, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Κώστας Τσούγκρας, ο Μιχάλης Καπηλίδης, ο Ντακόρ κι ο συγχωρεμένος ο Κώστας Μπραβάκης. Με τον Βαγγέλη Λιόλιο, μας έφερε σε μουσική επαφή ο Νίκος και ήταν κι αυτός μεγάλος μου δάσκαλος. 

 

Έχω μια ιστορία που έχει μουσικό ενδιαφέρον. Διαδραματίζεται πάνω στο πατάρι, την ώρα της δουλειάς. Παίζουμε ένα “χορτάτο” πρόγραμμα, που γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά και ο κόσμος από κάτω κρέμεται σαν τα σταφύλια. Αυτό που κάνει ο μουσικός εκείνη την ώρα είναι να ακούει τις μελωδικές γραμμές των άλλων μουσικών που παίζουν. Εγώ όμως είχε επικεντρωθεί στη μελωδική γραμμή που τραγουδούσε ο Παπάζογλου. Καθόμουν και την άκουγα με πολλή αφοσίωση, ενώ παρακολουθούσα την κάθε του κίνηση. Ειδικά, εκείνη την ημέρα ο τρόπος που τραγουδούσε με είχε συνεπάρει και καθόμουν να τον ακούω. Έτσι ξεχάστηκα να “μπω” στην επόμενη απάντηση που έπρεπε να δώσω. Συνεχίζουμε, κάνω την εισαγωγή στο επόμενο, το “έφερα”, και μετά δεν μπαίνει ο Νίκος! Κατεβαίνουμε στο διάλειμμα και πάω απολογούμενος να του πω ότι το λάθος που έκανα οφείλεται στο ότι ακολουθούσα και άκουγα -εκείνη τη στιγμή- τη γραμμή που τραγουδούσε.

 

Και μου απαντάει πως “φιλαράκι, κι εγώ το λάθος που έκανα, συνέβη γιατί άκουγα την εισαγωγή που έπαιζες”! Είναι πολύ χαρακτηριστικό του δεσίματος που είχαμε. Από ένα σημείο και πέρα, ξέραμε πότε θα πάρει αναπνοή, πότε θα ξεκινήσει, κοιτούσε ο ένας τον άλλον. Εκείνα τα χρόνια η “Λοξή Φάλαγγα” ήταν μια από τοις κορυφαίες ορχήστρες της Ελλάδας. Οι περιοδείες ήταν ταξίδια - συναυλίες συνεχώς και υπήρχε ελάχιστος χρόνος για ξεκούραση. Το πιο συνηθισμένο μέσο για εμάς ήταν τα καράβια, όπου πιάναμε μια καβάντζα, βγάζαμε τσιπουράκι και πιάναμε τα όργανα. Τα τραγούδια, λοιπόν, που παίζαμε μετά το πέρας του κανονικού προγράμματος των συναυλιών προέκυψαν από τέτοια γλέντια που κάναμε. Λέγαμε ένα κομμάτι, μας άρεσε και το βράδυ το λέγαμε στη συναυλία. Ήταν κάτι σαν προσωπικές στιγμές μπροστά στον κόσμο. 

 

Μυστακίδης έξτρα

 

Δημήτρης Μυστακίδης - κιθάρα / λαούτο

Η περιοδεία με τον Νίκο ήταν μια τεράστια εμπειρία. Άπειρα και πολύωρα ταξίδια, ένα ατελείωτο γλέντι. Από Θεσσαλονίκη για τη Ρόδο ή τα Χανιά ταξιδεύαμε επί 24 ώρες. Ο Παπάζης έφερνε τα ουίσκι, τους μεζέδες, αράζαμε στο κατάστρωμα και γινόταν γλέντι. Συνεχώς. Κάποια στιγμή, μας έπιασε απαγορευτικό στη Ρόδο και η επόμενη συναυλία ήταν προγραμματισμένη για την Κω. Φαινομενικά, δεν υπήρχε τρόπος να ταξιδέψουμε, αλλά ο Παπάζης επέμενε ότι θα βρει λύση. Άλλωστε, πάντα τα κατάφερνε. Βρήκε ένα τρόπο να φύγει το φορτηγό κι εμείς θα φεύγαμε με ιστιοπλοϊκό, με καπετάνιο τον Νικόλα Βλαβιανό. Πράγματι, ξεκινάμε, αλλά πολύ σύντομα ο καπετάνιος μας λέει ότι δεν αισθανόταν καλά. Έτσι, μας ζήτησε να κάνουμε μια στάση στη Σύμη, για ένα δίωρο, για να συνέλθει το στομάχι του. Μπαίνουμε στο λιμάνι της Σύμης, μεσημεράκι. Δένει το ιστιοπλοϊκό και βγαίνουμε μια βόλτα έξω, τρώμε συμιακό γαριδάκι, πίνουμε ένα καφέ και γυρνάμε στο ιστιοπλοϊκό για να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Καθόμαστε στον κατάστρωμα με τον Παναγιώτη τον Κουτσούρα, και βγάζουμε τα όργανα. Αρχίζουμε να παίζουμε αλλά πολύ σιγά γιατί τριγύρω ήταν κόσμος και άλλα δεμένα ιστιοπλοϊκά.

 

Παίζαμε με τις ζελατίνες από τα τσιγάρα για να μην ενοχλούμε. Σιγά - σιγά όμως μαζεύτηκαν όλοι κι ήρθε κι ο Παπάζης, ο οποίος πάθαινε εμμονές με τα τραγούδια. Εκείνο το διάστημα είχε ανακαλύψει τους “Κοντραμπατζήδες” και το παίζαμε 180 φορές την ημέρα. Έπαιρνε και εκείνο το βλέμμα, το πολύ χαρακτηριστικό, όπου σήκωνε το ένα φρύδι κι έλεγε “Καρντάσι”. Ξέραμε τι θα ακολουθήσει… Μαζευόμαστε όλοι κατά τις 4μμ κι αρχίζουμε να παίζουμε και να πίνουμε. Πάμε τους “Κοντραμπατζήδες”, πάμε το ένα, πάμε το άλλο, και ξαφνικά έχει πάει 11 ή 12 η ώρα το βράδυ! Και γίνεται -φυσικά- τουρλουμπούκι. Γλέντι φοβερό. Είχε μαζευτεί κόσμος απ’ έξω και γινόταν χαμός. Πάντα όμως υπάρχει ο παρείσακτος. Έρχεται ένας λιμενικός και μας ζητάει να σταματήσουμε ή να φύγουμε. Και πάνω στο κέφι του ο Παπάζης μας ζητάει να λύσουμε και να φύγουμε! Μέσα στη νύχτα! Κι όντως. Ξεκινάμε για Κω. Μπαίνουν όλοι μέσα στο σκάφος για να κοιμηθούν και μένουμε στο κατάστρωμα μόνο εγώ κι ο Δημήτρης Γιαννακάκης. Τότε μάλιστα είχα πάρει και μια μικρή, φορητή τηλεόραση 6 ιντσών έτσι για να περνάει η ώρα. Ξεκινάμε, πάμε, πάμε, μαύρη νύχτα τριγύρω. Δεν βλέπαμε τίποτα, υποτίθεται πως είχε δώσει πορεία ο καπετάνιος και πηγαίναμε. Κάποια στιγμή, ανοίγει τη μπουκαπόρτα ο Νικόλας Βλαβιανός και φωνάζει “Που πάμε; Φτάνουμε Τουρκία!”. Με τα πολλά διορθώνουμε την πορεία, φτάνουμε στην Κω το πρωί, κάνουμε τη συναυλία και με το ίδιο ιστιοπλοϊκό πάμε για Αλόννησο. Δηλαδή, όταν ήμασταν σε περιοδεία, λέγαμε πως πάμε για δουλειά και ντρεπόμασταν που το λέγαμε, γιατί στην πραγματικότητα ήταν μια πενθήμερη εκδρομή διαρκείας! Κάποια στιγμή, με είχε πιάσει κρίση άγχους και είπα του Νίκου ότι σκεφτόμουν να τα παρατήσω, γιατί το καλοκαίρι δουλεύαμε μαζί του, αλλά το χειμώνα ήμασταν αναγκασμένοι να ψάχνουμε δουλειά σε μαγαζιά. Τότε ήμουν φρεσκοπαντρεμένος και είχα αγχωθεί. Και μου λέει “Καρντάσι, μέχρι τα 90 μας θα ανεβαίνουμε στο Λυκαβηττό με τα πόδια!” Δυστυχώς, δεν τα καταφέραμε… 

 

Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, νομίζω πως λείπει σε όλο τον κόσμο. Για εμάς, η περιοδεία ήταν δουλειά, αλλά για τον ίδιο ήταν ένα μεγάλο σχέδιο που το είχε οργανώσει όλο μόνος του. Είχε τα άγχη και τις στεναχώριες του, περνούσε πολλές μέρες που να είναι στις “μαύρες” του, αλλά τις πιο πολλές φορές η περιοδεία ήταν ένα μεγάλο γλέντι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια περίπτωση στο στούντιο, έγραφα στο “Αγροτικόν” αλλά για δίσκο του Παντελή Χατζηκυριάκου κι έπαιζα κιθάρα στο τραγούδι που ερμήνευε ο Παπάζογλου (“Πρόλογος” - CD Παλαιολόγοι “Ο Χασομερης”, 2001). Το ηχογραφούμε, πάμε να το ακούσουμε κι επειδή είχα μια συγκερκιμένη θέση στην κιθάρα, ακουγόταν το σύρσιμο των χεριών στις χορδές. Ακολούθησε ο εξής διάλογος.

Δ.Μ. “Νίκο, πως να το κάνουμε αυτό να μην ακούγεται;”

Ν.Π. “Μα, γιατί;”

Δ.Μ. ”Ε, είναι ωραίο να ακούγονται τα χέρια πάνω στις χορδές;”

Και μου δίνει την αποστομωτική απάντηση “Γιατί, πειράζει να ξέρουν ότι παίζει άνθρωπος;”

Αυτός ήταν ο Παπάζης!

Κάποτε, κατεβήκαμε στην Κύπρο για να παίξουμε σε μία συναυλία κοινωνικού χαρακτήρα. Η πτήση μας φτάνει κατά τις 4 το πρωί και ήδη η θερμοκρασία και η υγρασία ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Καθόμαστε κάποιες ημέρες εκεί, και μετά μας παίρνει ο Γιώργος Γιάλλουρος, που ήταν από τους υπεύθυνους της διοργάνωσης, και μας πηγαίνει στο σπίτι του για να μας φιλοξενήσει. Όλους. Το σπίτι είχε μια μεγάλη αυλή με τοίχο, όπου έκλεινε τον περίγυρο. Ένα απόγευμα καθόμαστε, πιάνουμε τους μεζέδες και τα τσίπουρα, ξεκινάμε και παίζουμε το ένα τραγούδι, μετά το άλλο, τα γνωστά… Γίναμε “κουδούνια”. Απέναντι, ακριβώς από εμάς, όπως βλέπαμε, είχε μία λάμπα του δρόμου. Κάποια στιγμή, το φως της λάμπας με ενόχλησε και όπως καθόμουν λέω στον Γιώργο, “Αυτή η λάμπα, δεν μπορεί να κλείσει με έναν τρόπο;”. Δεν είπε τίποτε, φεύγει, πηγαίνει μέσα στο σπίτι του και επιστρέφει με ένα όπλο G3! Το σηκώνει και ρίχει μία τουφεκιά στη λάμπα, που ήταν σε απόσταση 50 μέτρων, και ρίχνει όλο το φωτιστικό κάτω, από τη βάση! Ε, το πήρε ο Παπάζης για ενθύμιο και το έκανε πορτατίφ! 

Ο Νίκος ήταν μεγάλος μερακλής και καταπληκτικό “εργαλείο”, δεν υπάρχουν τέτοιες φωνές. Είναι ο μοναδικός που κανείς δεν μπορεί να πει δικά του τραγούδια! 

 

Στέργιος Γαργάλας

 

Στέργιος Γαργάλας - βιολί

Τι να πρωτοθυμηθώ; Ο Νίκος ήταν ένας άνθρωπος της παρέας, δεν ήταν από αυτούς τους καλλιτέχνες όπου αλλού είναι οι τραγουδιστές κι αλλού η ορχήστρα. Είμασταν πάντα παρέα. Ταξιδεύαμε με το καράβι στο κατάστρωμα, μαζί μας κι ο Νίκος. Μια φορά στη Ρόδο, μετά από μία συναυλία έγινε ένα μπέρδεμα με τα δωμάτια και κοιμηθήκαμε έξω από το ξενοδοχείο στο γρασίδι, μαζί μας κι ο Νίκος. Ήταν καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος και ανοιχτοχέρης άνθρωπος. Είχαμε πολύ πλάκα σαν παρέα, γενικά, με πρώτο τον Γιάννη Κολοβό που ήταν από όλους μας αυτός που έλεγε τα μεγαλύτερα αστεία και πάντα περιμέναμε πότε και τι θα πει. Οι συναυλίες που κάναμε εκείνο τον καιρό ήταν πάρα πολλές, ίσως και 100 σε ένα καλοκαίρι κι αυτό σημαίνει πολλά ταξίδια με βανάκια, με πλοία, με το σκάφος του Νίκου… Κι αυτό που έχει σημασία και δεν το έχω ζήσει ποτέ ξανά, είναι ότι πριν ξεκινήσουν οι συναυλίες μας έλεγε “παιδιά, φεύγουμε, θα λείψουμε 4-5 μήνες από το σπίτι, πείτε μου τι λεφτά χρειάζεστε, πάρτε τα γιατί ξέρω ότι αφήνετε πίσω οικογένειες και πρέπει κι αυτές να λειτουργήσουν”. Αυτό ήταν απίστευτο, δεν συμβαίνει πουθενά. 

Με το Νίκο γνωριστήκαμε όταν τελείωνα τις σπουδές μου στο εξωτερικό και ήμουν μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Κλασικές σπουδές, δούλευα όμως και σε ορχήστρα, μου άρεσε η ελληνική μουσική και το να παίζω σε μαγαζιά. Δούλευα, λοιπόν, τότε στο “Πλατό” στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η εποχή πριν από το “Χαράτσι” και ο Νίκος έφτιαχνε την καινούργια του μπάντα, τη “Λοξή Φάλαγγα”.

Εγώ τον είχα ακουστά, αλλά δεν τον γνώριζα προσωπικά. Ο Νίκος, λοιπόν, ερχόταν επί ένα μήνα στο μαγαζί, καθόταν στο μπαρ και με άκουγε. Κάποια στιγμή, ήρθε το αφεντικό και μου ανακοινώνει πως ο Νίκος είχε έρθει για εμένα και ήθελε να με έχει στην καινούργια του μπάντα. Έτσι γνωριστήκαμε και ένα από τα πρώτα πράγματα που μου ζήτησε ήταν το να ασχοληθούμε με τον Αύγουστο και την ενορχήστρωση του. Μάλιστα, εκ των υστέρων μου είπε πως αν δεν ήμουν εγώ, δεν θα έβγαινε το τραγούδι. Κι αυτό γιατί είχε δοκιμάσει πολλές εκδοχές, με μεγάλες ορχήστρες, με πνευστά, αλλά δεν του έβγαινε τίποτα. Μου ανέθεσε, λοιπόν, αυτή τη δουλειά κι εγώ μάζεψα τους καλύτερους που μπορούσα να βρω στο χώρο των εγχόρδων (βιολί, βιόλα, τσέλο, κιθάρα), για να ηχογραφήσουμε τον “Αύγουστο”. Έτσι, κι έγινε τελικά. Η μουσική, φυσικά, ήταν ήδη έτοιμη από τον Νίκο.

Τώρα, σε ό,τι αφορά μια ιστορία που να θυμάμαι, ειλικρινά είναι αμέτρητες. Κάποια φορά, στην Κρήτη, παίζαμε στα Ανώγεια και δίπλα από το χώρο της συναυλίας, ήταν μια ταβέρνα, όπου γιορτάζαν βαφτίσια. Κάποια στιγμή, λοιπόν, κατά το τοπικό έθιμο άρχισαν να πέφτουν μπαλοθιές και να πέφτουν κάλυκες δεξιά κι αριστερά, ενώ εμείς παίζαμε! Όπως είναι φυσικό, η συναυλία έγινε υπό αυτούς τους ήχους και ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια, αφού αναρωτιόμασταν πόσοι άραγε από εμάς θα γυρνούσαμε τελικά στα σπίτια μας! 

 

Βαγγέλης Λιόλιος

 

Βαγγέλης Λιόλιος - μπουζούκι

Με τον Νίκο γνωριστήκαμε το 1982. Ήμουν στο Σύλλογο Μουσικών Θεσσαλονίκης και σε μία από τις συνελεύσεις που κάναμε για τα ωράρια εργασίας, κάποια στιγμή είχε έρθει και ο ίδιος. Ο Πρόεδρος του Συλλόγου μας γνώρισε. Μετά από λίγες μέρες ξαναβρεθήκαμε και μου ζήτησε να πάω στο στούντιο. Κάτσαμε, παίξαμε και με ρώτησε εάν θέλω να πάω μαζί του στις περιοδείες. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ έψαχνα μία αφορμή για να ξεφύγω λιγάκι από το έως τότε ωράριο που δούλευα, γιατί παρότι δεν ήμουν αυτό που λέμε “άνθρωπος της νύχτας”, λόγω υποχρεώσεων δεν είχα άλλη επιλογή. Έτσι κάπως, ξεκίνησε η πρώτη ορχήστρα του Νίκου, η “Ταχεία Θεσσαλονίκης” και ήμουν εγώ, ο Νίκος Καπηλίδης, ο Μανώλης Σιδερίδης, ο Αντώνης Βαλσαμούδης και ο Γιάννης Κολοβός.

Αρχικά, ο ήχος ήταν πολύ ηλεκτρικός. Δουλέψαμε μαζί με τον Νίκο για 28 χρόνια. Το ’83 με ’84 γράψαμε και το “Χαράτσι” και αυτό που έχει αξία είναι ότι εκείνο τον καιρό γνωρίστηκα και με το Μανώλη τον Ρασούλη. Γνωριστήκαμε σε μία περίεργη φάση, όταν αρχίσαμε να γράφουμε στο “Αγροτικόν”. Κάποιο πρωί πάω στο στούντιο, είναι ο Νίκος στην κονσόλα, και ο Μανώλης μαζί του. Συστηθήκαμε, και μου έδειξαν ένα τραγούδι που έπαιζαν εκεί μεταξύ τους με την κιθάρα. Ήταν ο Υδροχόος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, εκτός της κιθάρας, το τραγούδι ήταν “γυμνό” και μου ζήτησαν να προσπαθήσω να φτιάξω κάποια εισαγωγή. Τους ζήτησα να μου παίξουν λίγο την μελωδία, πήγα μέσα στο στούντιο, κάθομαι σε μια γωνία, παίζω το κομμάτι και σε 5 λεπτά έφτιαξα την εισαγωγή που έμεινε στον “Υδροχόο”, ενώ πρόσθεσα τις ανταποκρίσεις και το φινάλε. Εκείνη την ημέρα γράψαμε κι όλο το κομμάτι. Η συνεργασία μας, γενικά, ήταν απίστευτη κι όλη στην παρέα ήμασταν μια γροθιά. Ο Νίκος σεβόταν πολύ τους συναδέλφους, μας πρόσεχε πολύ, κι όλο το 24ωρο ήθελε να ξέρει που ήμαστε, από έγνοια. Σαν ένας διευθυντής σχολείου, που μας μάζευε!

 

Ήμασταν πολύ δεμένοι. Καθόμασταν με τις ώρες, με αστεία, γλέντια κι όταν με έβλεπε να έρχομαι με το μπουζούκι, μου έλεγε “Καλώς τον κύριο καθηγητή!”, γιατί ήμουν ο μοναδικός από την ορχήστρα που ήμουν τόσο τακτοποιημένος και “σιδερωμένος”, λόγω της γυναίκας μου που με πρόσεχε τόσο πολύ. Ήταν πολύ νοικοκυρά και με είχε στην “τρίχα”. Επίσης, ορισμένες φορές, όταν στις συναυλίες ξέφευγε λίγο το πρόγραμμα και παίζαμε νησιώτικα, ο Νίκος τρελαινόταν και με σήκωνε να χορέψουμε πάνω στη σκηνή! Του άρεσε πολύ η παραδοσιακή μουσική, τα νησιώτικα και τα ρεμπέτικα… 

 

Βασίλης Παπαδόπουλος

 

Βασίλης Παπαδόπουλος

Δημιουργός της Σελίδας “Ομάδα Φίλων Νίκου Παπάζογλου- Push Pull.(Official)”

 

Γνώρισα τον Νίκο από κοντά το 1999, στο “Κουτούκι του Κρητικού” στην Τούμπα, όπου ήταν μαζί με τον Παναγιώτη Κουτσούρα, τον Κυριάκο Γκουβέντα και νομίζω και τον Δημήτρη Μυστακίδη. Από τότε, και για όσο υπηρετούσα το στρατιωτικό μου, όταν ήμουν εξοδούχος, πήγαινα στο “Αγροτικόν” και τον συναντούσα, χωρίς καν να χρειάζεται να πάρω τηλέφωνο. Τα λέγαμε με τσίπουρο και καφέ. Εκεί, κάποια στιγμή τον ρώτησα εάν είχε καταλάβει τι έχει δώσει στην ελληνική μουσική και μου απάντησε “Δεν έχω δώσει τίποτα. Ήμουν τυχερός και την κατάλληλη στιγμή, είπα καλά τραγούδια”. Αυτή που θυμάμαι, ως και την καλύτερη στιγμή σε σχέση με τον Νίκο, ήταν μια βραδιά στο “Μπάτμαν” του Γιώργου Νάσιου, ένα καταπληκτικό μπαράκι, πολύ κοντά στο “Σταυρό του Νότου”, στην Αθήνα. Όταν κάποια στιγμή, κατέβηκε ο Νίκος στην Αθήνα για παραστάσεις, ένα βράδυ που ήμουν κι εγώ στο “Μπάτμαν” πέρασε από εκεί για ένα ποτό μαζί με τον Δημήτρη Μυστακίδη και -νομίζω- τη Βάσω Αλλαγιάννη. Καθόμουν κοντά στο μπαρ, δίπλα στο Γιώργο Νάσιο που έβαζε μουσική και ο οποίος κάποια στιγμή χαμηλώνει την ένταση και ακούγεται από το βάθος, μια πολύ γνώριμη φωνή και ένα μπαγλαμαδάκι. Ήταν ο Νίκος που είχε πιάσει το τραγούδι. Δεν μπορώ να περιγράψω τη μαγεία της στιγμής, πραγματικά… Η καλύτερη συναυλία της ζωής μου! 

Ο Νίκος ήταν μπεσαλής. Το τραγούδισμα και ο λόγος του είχαν μπέσα. Είχε ιδιορρυθμίες, όπως όλοι μας, είχε και τις μαύρες του, αλλά ο λόγος του ήταν εγγύηση. Δεν έλεγε ψέματα. Είχε μπέσα. 

Την “Ομάδα Φίλων Νίκου Παπάζογλου” αποφάσισα να τη δημιουργήσω, όταν λίγα χρόνια αφότου είχε “φύγει” ο Νίκος, έβλεπα ότι δεν γίνεται κάτι γι’ αυτόν. Τα ραδιόφωνα έπαιζαν κάποια τραγούδια του, πολύ σπάνια. Άρχισα, λοιπόν, να μαζεύω υλικό και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να συναντήσω τους φίλους του. Πήγα στη Θεσσαλονίκη, στη Νίσυρο, μάζεψα υλικό και ξεκίνησα να στήνω την Ομάδα, όπως είναι πλέον στο Facebook. Αυτή τη στιγμή αριθμεί 12 χιλιάδες μέλη και συμμετέχουν η συντριπτική πλειοψηφία των μουσικών από τη “Λοξή Φάλαγγα”, φίλοι και συγγενείς του Νίκου Παπάζογλου, και φυσικά χιλιάδες άνθρωποι που τον γνώρισαν μέσα από το έργο του.

 

Ιδιαίτερες ευχαριστίες για τη συνεισφορά τους στο παραπάνω κείμενο, στους Βασίλη Παπαδόπουλο, Γιώργο Καλέση, Γιώργο Γιάλλουρο και Μάριο Λυκουρέση. Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν με την ευγενική συγκατάθεση των μουσικών.