«Ο Νοητός Λύκος» που εκδόθηκε το 2010 είναι μια μεγάλου μεγέθους και πνοής ποιητική σύνθεση του Μάνου Ελευθερίου, απαύγασμα της γραφής και της αισθητικής του και σύνοψη της θεματολογίας και των προβληματισμών του. Ο Γιώργος Ανδρέου, εκ των πλέον τακτικών συνεργατών του μεγάλου στιχουργού, ποιητή και πεζογράφου, αποφάσισε να το προσεγγίσει μουσικά. Μετά από συζητήσεις με τον ίδιο τον Ελευθερίου η προσέγγιση αυτή, αντί μιας τυπικής μελοποίησης, πήρε την μορφή ενός ολοκληρωμένου μουσικοθεατρικού έργου. Ο Ελευθερίου επρόκειτο μάλιστα να έχει και μία μικρή, τιμής ένεκεν συμμετοχή στην πρώτη παρουσίαση της στο Μέγαρο Μουσικής η οποία είχε προγραμματιστεί ήδη από πέρυσι αλλά δυστυχώς ο θάνατος του δεν επέτρεψε να συμβεί αυτό. Έτσι «Ο Νοητός Λύκος» ενσωματώθηκε στο τριήμερο αφιέρωμα στο έργο και στην μνήμη του που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο.
Στο έργο αυτό ο Ελευθερίου δίνει την δική το εκδοχή για την ραψωδία της Οδύσσειας Νέκυια, μεταφέροντας την στην σημερινή εποχή και την δική του ζωή και με τον εαυτό του στη θέση του Οδυσσέα που κατεβαίνει στον Αδη. Με την έγκριση του ιδίου ο Ανδρέου προχώρησε καταρχήν σε μια σκηνική προσαρμογή του που κύριο στοιχείο της ήταν η μετατροπή των τρων προσώπων/χαρακτήρων σε τέσσερα. Υπό μιαν έννοια δηλαδή χώρισε τον κεντρικό χαρακτήρα – αφηγητή, τον ίδιο τον ποιητή, σε δύο υποστάσεις που η μια απαγγέλλει και η άλλη τραγουδά.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης που ανέλαβε τη σκηνοθεσία στάθηκε απόλυτα συνεπής στην δήλωση του ότι πρώτιστο μέλημα του ήταν να αναδείξει τα δύο δομικά στοιχεία του έργου, τον λόγο και την μουσική. Η λιτότατη, αφαιρετική σκηνοθεσία του με υποδειγματική οικονομία φυσικών και υλικών μέσων (ουσιαστικά το μόνο άλλο, εκτός των ερμηνευτών και των μουσικών, που χρησιμοποίησε ήταν ένα σύνολο χορευτών/ηθοποιών το οποίο «οπτικοποιούσε» την μουσική) έδωσε άπλετο χώρο σε αυτά και πρώτα φυσικά στο κείμενο.
Εκκινώντας λοιπόν από ένα κείμενο που επί της ουσίας είναι η συνολική, συγκροτημένη αντίδραση του ποιητή σε όλα τα φαύλα που έχουν συμβεί στον χωρόχρονο στον οποίο έζησε (την Ελλάδα του δεύτερου μισού του εικοστού και των αρχών των εικοστού πρώτου αιώνα) ο Ανδρέου παρέδωσε μιαν από τις πλέον ευφυείς, ώριμες και καλύτερες εργασίες που έχει συνθέσει. Η γραφή του σε αυτή την περίπτωση, μη χάνοντας ούτε στιγμή την ενότητα του ενιαίου έργου και διατηρώντας τα σταθερά στοιχεία του ύφους του, πριν από όλα τον λυρισμό που τον διακρίνει, ενσωματώνει με τον πλέον φυσικό τρόπο στοιχεία από αρκετά ιδιώματα, την βυζαντινή μουσική, φυσικά το λαϊκό τραγούδι μας αλλά ακόμα και την σύγχρονη μουσική. Στη συνέχεια το ενορχήστρωσε σοφά για ένα ενδεκαμελές κλασικό σύνολο (βιολί, βιόλα, τρία βιολοντσέλα, κοντραμπάσο, φλάουτο, όμποε, τρομπέτα/φλικόρνο και δύο εκτελεστές κρουστών) συν το αριστοτεχνικό όπως πάντα και όχι απλά δεξιοτεχνικό δικό του παίξιμο στο πιάνο ενώ παράλληλα διηύθυνε όταν αυτό ήταν απαραίτητο.
Ο Δ. Λιγνάδης αν και υποδύθηκε μόνο μια φορά, στην τελευταία παράσταση, τον θεατρικό αφηγητή ήταν άψογος. Στη συντομότερη από των άλλων παρουσία της ως μητέρα η Μάρθα Φριντζήλα δικαίωσε πλήρως την επιλογή της ερμηνεύοντας με όλη την δραματικότητα που μόνον μια τόσο σπουδαία ηθοποιός (και σκηνοθέτιδα) η οποία προσεγγίζει το τραγούδι μέσα από αυτήν της την ιδιότητα και με την, επαρκέστατη βέβαια, φωνή της ως απλό όχημα μπορεί να διαθέτει. Αποκάλυψη ο εξαίρετος Χρήστος Θηβαίος στον ρόλο του αγγέλου που οδηγεί τον ποιητή στον Άδη για τον οποίο έπρεπε να ανακαλέσει από το DNA του (αμφότεροι οι γονείς του ήταν ηθοποιοί) σχεδόν τόσα υποκριτικά όσα και ερμηνευτικά στοιχεία.
Εκείνος όμως που αναμφίβολα έκλεψε την παράσταση ήταν ο κυριολεκτικά συγκλονιστικός ως ποιητής Γιώργος Νταλάρας. Με τα μέρη του να είναι πολύ περισσότερο βυζαντινά παρά λαϊκά, σε κάποιες στιγμές φτάνοντας να γίνονται αληθινοί ψαλμοί και αποδίδοντας τα με μια απλά τέλεια τεχνική και πληρέστατος συναισθήματος, απέδειξε περίτρανα ότι, όσον αφορά τουλάχιστον οτιδήποτε σχετίζεται με τον λαϊκό πυρήνα της ελληνικής μουσικής, ήταν και παραμένει ο κορυφαίος!
Μπορεί «ο κόσμος να είναι των δημίων» όπως λέει ένας εμβληματικούς στίχος του έργου αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και να το αποδεχτούμε ως αδυσώπητη νομοτέλεια. Ο Μάνος Ελευθερίου και ο Γιώργος Ανδρέου αντιδρούν σε αυτό με κάθε σκέψη και πράξη τους. Με πρώτη ύλη τον λόγο του πρώτου ο δεύτερος συνέθεσε ένα δοξαστικό ορατόριο στα μόνα πράγματα που μπορούν, σε όλο τον κόσμο και σε αυτό τον τόπο ακόμα περισσότερο, να μην αφήσουν τον άνθρωπο να γίνει βορά των δημίων, το πνεύμα, τον πολιτισμό και την δημιουργία.