Ήταν, εξ ορισμού, ιδιαζόντως ενδιαφέρουσες, οι δυο εκτός προγράμματος Φεστιβάλ Αθηνών εκδηλώσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο Ηρώδειο τα δυο τελευταία Σάββατα του Σεπτεμβρίου: στις 23 Σεπτεμβρίου συναντήθηκαν επί σκηνής η σπουδαία Ρουμάνα υψίφωνος Ανγκέλα Γκεοργκίου και ο ημέτερος Μάριος Φραγκούλης, και στις 30 Σεπτεμβρίου τον χώρο του ρωμαϊκού θεάτρου θώπευσαν οι αειθαλείς μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι. Παρακολουθώντας και τις δυο διαπιστώσαμε ότι είχαν ένα κοινό σημείο αναφοράς: και στις δυο ερμηνεύτηκε το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Έφυγε το τρένο», το οποίο γεννήθηκε από τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, για την εμβληματική Οδό Ονείρων. Στην πρώτη το ερμήνευσε η Γκεοργκίου και στη δεύτερη η Ελεονώρα Ζουγανέλη.
Απροσδόκητα και παραδόξως η παγκόσμια ντίβα της όπερας το ερμήνευσε καλύτερα από τη ντίβα του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Ακόμα και στην εκφορά των λέξεων, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο έως απίθανο, πέτυχε, αποφεύγοντας τα ιδιωματικά ερμηνευτικά χαρακτηριστικά των λυρικών τραγουδιστών, μια ζηλευτή σε διαύγεια και σαφήνεια ερμηνεία. Για τους γνωρίζοντες αυτό δεν απετέλεσε μια υπέρβαση της στιγμής, μια και η Γκεοργκίου είχε δισκογραφήσει το τραγούδι αυτό, με συνοδό στο πιάνο τον εξαιρετικό Μάλκολμ Μαρτινώ, εν έτει 1998, στο ηχογράφημα My World – Songs from Around the Globe, το οποίο είχε εκδοθεί από τη γνωστή δισκογραφική εταιρεία DECCA. My World, άλλωστε, ονομάστηκε, εις ανάμνησιν, και η εκδήλωση του Ηρωδείου. Ορθότερο θα ήταν, φρονούμε, ωστόσο, να ονομαστεί Our World, μια και η Γκεοργκίου μοιράστηκε το πρόγραμμα της εκδήλωσης ακριβοδίκαια και ισορροπημένα με τον Μάριο Φραγκούλη.
Τους δυο τραγουδιστές συνόδευσε καθοδηγημένη από τον έμπειρο Αμερικανό αρχιμουσικό Γιουτζήν Κον, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, η οποία έχει επιδείξει προσφάτως θαυμαστές επιδόσεις με κορύφωμα την εκδήλωση στη μνήμη της Μαρίας Κάλλας (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 16 Σεπτεμβρίου), στην οποία συνόδευσε υπό τον Μίλτο Λογιάδη την Αζέρα υψίφωνο Ντινάρα Αλίεβα, προσφέροντας συναρπαστικές ακροάσεις – εξαιρετική η διεύθυνση του Λογιάδη, ανάλογη η ανταπόκριση των μουσικών της ΚΟΑ, η δε Ντινάρα απεδείχθη … φωνάρα, μολονότι την ταλαιπωρούσε τις μέρες εκείνες ένα εποχιακό κρυολόγημα.
Το πρόγραμμα της συναυλίας των Γκεοργκίου-Φραγούλη ήταν δομημένο σε δυο διακεκριμένα μέρη. Στο πρώτο ερμηνεύτηκαν οργανικά μέρη (εισαγωγές και εμβόλιμα), άριες και διωδίες από όπερες, στο δεύτερο είχαν την τιμητική τους το μιούζικαλ και τα λυρικά τραγούδια με λόγια υποδομή. Μπορεί η φωνή της Γκεοργκίου να μην έχει όλη την προ δεκαπενταετίας λάμψη της που φώτισε το Ρωμαϊκό Θέατρο στην κοινή εμφάνισή της με τον τότε σύντροφό της στη ζωή και την τέχνη τενόρο Ρομπέρτο Αλάνια – 6 Σεπτεμβρίου 2002, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών, συμπράττοντας με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ (είχε τραγουδήσει και τότε η Γκεοργκίου το «Έφυγε το τρένο») – δικαιωματικά ωστόσο ανήκει ακόμη στις κορυφαίες του είδους. Προφανώς στην τωρινή εντύπωση συνέβαλλε η χρήση μικροφώνου και η ασχετοσύνη των ηχοληπτών να διαχειριστούν σωστά τέτοιες φωνές. Η ηλεκτρική ενίσχυση των φωνών μπορεί να ήταν ευνοϊκή για τον Μάριο Φραγκούλη, δεν ήταν, όμως, για την Γκεοργκίου.
Η συναυλία άρχισε με την εισαγωγή την οποία συνέθεσε ο Ζωρζ Μπιζέ για την πλέον γνωστή και αγαπητή του όπερα, την Κάρμεν. Στον απόηχό της υποδέχτηκε το κατάμεστο Ηρώδειο τη ντίβα της όπερας η οποία κατέθεσε τα διαπιστευτήριά της ερμηνεύοντας την περίφημη «Χαμπανέρα» (Η αγάπη είναι ένα ατίθασο πουλί) από την εν λόγω όπερα. Η ενίσχυση της φωνής, ξάφνιασε οπωσδήποτε και δεν επέτρεψε στους φιλόμουσους να εισπράξουν την προσδοκώμενη απόλαυση. Οι εντυπώσεις ωστόσο κερδήθηκαν με την επόμενη άρια που ερμήνευσε, «Δεν είμαι παρά η ταπεινή υπηρέτρια», η οποία προέρχεται από την όπερα Αντριάνα Λεκουβρέρ του Φραντσέσκο Τσιλέα. Η προσφορά της πάντως κορυφώθηκε όταν ερμήνευσε με περισσή ευαισθησία την τρυφερή άρια «Ω αγαπημένε μου πατερούλη» από την όπερα Τζάννι Σκίκκι του Τζάκομο Πουτσίνι. Από τις άριες τις οποίες ερμήνευσε μόνη έδωσε γενικά την εντύπωση ενός μικρού αφιερώματος στη Μαρία Κάλλας – κοντά ήταν και η επέτειος του θανάτου της άλλωστε. Στις προθέσεις της ήταν να τραγουδήσει και την άρια «Και λοιπόν! Θα φύγω μακριά» από την όπερα Η Βαλλύ του Αλφρέντο Καταλάνι, την οποία είχε ανασύρει από τη λήθη η Κάλλας. Όμως, φευ, οι παρτιτούρες της άριας δεν υπήρχαν στη βιβλιοθήκη της ΚΟΑ – η όπερα αυτή, άλλωστε, ερμηνεύεται σπανιότατα.
Με τον Μάριο Φραγκούλη, ο οποίος παραλλήλως ενθουσίασε το ακροατήριο ερμηνεύοντας γνωστές άριες τενόρου, όπως το «Και λάμπαν τ’ αστέρια» από την Τόσκα του Πουτσίνι, μοιράστηκε η Γκεοργκίου στο πρώτο μέρος μερικά όμορφα ντουέτα από όπερες, με οπωσδήποτε απρόσμενο το περίφημο «Ας δώσουμε το χέρι» από τον Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ. Γιατί απρόσμενο; Μα απλούστατα γιατί είναι γραμμένο για βαρύτονο και υψίφωνο. Και ο Φραγκούλης τα κατάφερε θαυμάσια σε αυτόν τον αταίριαστο (;) για τη φωνή του ρόλο. Εμβόλιμα ο Ούγγρος δεξιοτέχνης του τσιγγάνικου βιολιού Ζόλταν Μάγκα, ερμήνευσε με άνεση τον γοητευτικό, αιθέριο «Στοχασμό», ιντερμέτζο το οποίο συνέθεσε για την όπερά του Θαΐς ο Ζυλ Μασνέ. Λιγάκι «πειραγμένο», ωστόσο, προς το πιο εντυπωσιακό.
Στο δεύτερο μέρος ερμηνεύτηκαν τραγούδια και ντουέτα από μιούζικαλ, όπως το «Απόψε» από το Γουέστ Σάιντ Στόρυ του Λέοναρντ Μπέρνστάιν, αλλά και δημοφιλή ισπανικά («Γρανάδα») και ιταλικά («Καρούζο», «Σόλε μίο») τραγούδια. Εμβόλιμα πάλι ο Μάγκα αποδείχτηκε … μάγκας, ερμηνεύοντας μια αυθεντική τσιγγάνικη μελωδία και ακολούθως, συνοδευόμενος στο πιάνο από τον μαέστρο, τη συναρπαστική «Τσάρντας» του Βιττόριο Μόντι. Τα ανκόρ, ωστόσο, αποδείχτηκαν τα πλέον συγκινητικά για τους ακροατές, αφού εκεί ο Μάριος Φραγκούλης ερμήνευσε λιτά το πολυαγαπημένο τραγούδι «Τ’ αστέρι του Βοριά» (Νίκος Γκάτσος – Μάνος Χατζιδάκις)» και η Ανγκέλα Γκεοργκίου το «Έφυγε το τρένο».
Η συναυλία με μουσική και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι δεν ήταν μια συναυλία Greatest hits – να μη λησμονούμε και τα … νεοελληνικά μας. Ήταν χωρισμένη σε δυο διακεκριμένες ενότητες: Στο πρώτο μέρος ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά η αυτοσχέδια σουίτα - μουσική και τραγούδια – η οποία προέκυψε από την υπέροχη προσπάθεια που έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις το 1960-61 να χαρίσει ελληνικό ηχόχρωμα στο ντοκιμαντέρ του Γερμανού σκηνοθέτη Βόλφγκανγκ Μύλλερ-Ζεν Ελλάς η χώρα των ονείρων – πρωτότυπη ονομασία Traumland der Sehnsucht. Στο δεύτερο μέρος ερμηνεύτηκε ανθολόγημα από τραγούδια που συνέθεσε ο Χατζιδάκις για τέσσερα θεατρικά έργα: Ο κύκλος με την κιμωλία του Μπέρτολντ Μπρεχτ (1956, απόδοση στίχων: Οδυσσέας Ελύτης), Παραμύθι χωρίς όνομα του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1959-60), Απόψε αυτοσχεδιάζουμε του Λουίτζι Πιραντέλλο (1961-62, στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις) και Οδός Ονείρων του Μάνου Χατζιδάκι και Αλέξη Σολωμού (1962, στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Νίκος Γκάτσος, Αλέξης Σολωμός, Μίνως Αργυράκης). Τα τραγούδια του πρώτου μέρους ερμήνευσε η Δήμητρα Σελεμίδου, ενώ του δεύτερου η Ελεωνόρα Ζουγανέλη. Τις συνόδευσε, αλλά και ερμήνευσε τα οργανικά μέρη της σουίτας, το Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις – εμπλουτισμένο με ερμηνευτές εγχόρδων από τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών – στιβαρά, αλλά και με γνώση και ευαισθησία, καθοδηγημένο από τον αρχιμουσικό Λουκά Καρυτινό. Είκοσι ένας ήταν οι μουσικοί στο πρώτο μέρος, δεκαπέντε στο δεύτερο – μειώθηκαν τα έγχορδα της Φιλαρμόνια, από δέκα σε πέντε.
Η οργάνωση ήταν άψογη. Δεν εξασφάλισε πάντως αυτό, το άψογον του αποτελέσματος. Τη μουσική ανάπλαση-προσαρμογή των ενορχηστρώσεων υπέγραψε ο Λευτέρης Μιχαλόπουλος, ο πιανίστας του Μουσικού Συνόλου Μάνος Χατζιδάκις. Συμπαθητική και φιλότιμη η προσπάθειά του, ωστόσο δεν αναδυόταν από αυτήν η μοναδική αύρα του πλαστουργού. Έλλειπε εκείνο το σπάνιο αεράκι που θα απογείωνε, θα εξαΰλωνε το ακρόαμα. Κάτι για το οποίο προσπάθησαν οι περισσότεροι από τους μουσικούς του Συνόλου με προεξάρχοντες του τέσσερις ερμηνευτές των πνευστών, οι οποίοι γνωρίζουν καλά, πολύ καλά, τι σημαίνει Μάνος Χατζιδάκις, αφού υπήρξαν βασικοί συνεργάτες του. Τους μνημονεύουμε με τη σειρά που είχαν διαταχθεί στη σκηνή, από αριστερά: Στέλλα Γαδέδη, φλάουτο, Νίκος Γκίνος, κλαρινέτο, Σωκράτης Άνθης, τρομπέτα, Βαγγέλης Σκούρας, κόρνο. Να προσθέσουμε σε αυτούς και τους νεότερους αλλά εξίσου άξιους Στέλλα Κυπραίου, κιθάρα, Βιβή Γκέκα, μαντολίνο, Αγγελίνα Τκάτσεβα, σαντούρι, Αλέκος Χρηστίδης, κρουστά, Τάκης Καπογιάννης, κοντραμπάσο και Ρενάτο Ρίπο, βιολοντσέλο. Όποιος καλά γνωρίζει αντιλαμβάνεται την ποιότητα του ήχου των ερμηνευτών. Αλλά, όπως προαναφέρθηκε, δεν έφτανε αυτή. Οφείλεται πάντως ιδιαίτερη αναφορά στον Νίκο Γκίνο, που με συμπληρωμένα τα 87 (ναι! ογδόντα επτά) χρόνια ζωής, κατέθετε την ευαισθησία και τη συγκίνηση ενός ερωτευμένου νέου!!! Ακριβώς, όπως θα το επιθυμούσε εκείνος. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη συμμετοχή του στα τραγούδια «Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι» (Παραμύθι χωρίς όνομα) και «Το πουλί» (Οδός Ονείρων). Φως ήχου ανέσπερο.
Απρόσμενα καλή ήταν η νεαρότατη Δήμητρα Σελεμίδου, που είχε να αναμετρηθεί με ερμηνείες σφραγισμένες από τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της σταδιοδρομίας της. Παρά τη φανερή αμηχανία και το δέος της – πως θα μπορούσε να μην έχει μπροστά στο πλήθος του κατάμεστου Ηρωδείου – προσέγγισε τα πέντε τραγούδια του έργου με ανεπιτήδευτη αμεσότητα, απλότητα και λιτότητα, που συναινούσαν σε μια συνειδητή, φυσική εκφραστικότητα. Αν κατάφερνε να αποστασιοποιηθεί από μια διαφαινόμενη τάση ταυτοποίησης με τις ερμηνείες της Μούσχουρη στα τραγούδια «Σαν σφυρίξεις τρεις φορές» και «Τώρα που πας στην ξενητιά» - κυρίως σε αυτό το δεύτερο - θα της λέγαμε δυο φορές εύγε!
Η Ελεωνόρα Ζουγανέλη ερμήνευσε δεκαπέντε τραγούδια από τους προμνημονευθέντες κύκλους - ούτε οι κύκλοι, ούτε τα τραγούδια ερμηνεύτηκαν με τη σειρά που τα ανέφερε το έντυπο πρόγραμμα. Είχε την άνεση – δεν ήταν η πρώτη φορά της στο Ηρώδειο, έχει άλλωστε, γενικότερα, την εμπειρία – είχε τη θέληση, δεν είχε τον τρόπο. Τα βιώματά της, προφανώς, αλλά και η μέχρι τώρα διαδρομή της, άλλους προσανατολισμούς τεκμηριώνουν. Φωνητικά και σκηνικά ήταν άψογη. Εκφραστικά, όμως, απέκλινε από το ζητούμενο, που ήταν να προσεγγίσει με δικό της τρόπο τραγούδια που φέρουν το βάρος ερμηνειών αναφοράς, οι οποίες βρίθουν ευαισθησίας. Συχνά δε, δυνάμωνε τη φωνή της πιο πολύ απ’ όσο χρειαζόταν. Περισσότερος σπαραγμός, φερ’ ειπείν, ανιχνεύτηκε στον ήχο του βιολοντσέλου του Ρενάτο Ρίπο, στην ερμηνεία του λατρευτικού και λατρεμένου «Μανούλα μου», παρά στη φωνή της – ειρήσθω εν παρόδω το τραγούδι αυτό, όπως και το «Κυρ Μιχάλης», πλάστηκε για το Παραμύθι χωρίς όνομα, αλλά ερμηνεύτηκαν ξανά στην Οδό Ονείρων, πάντα από τον αλησμόνητο και υπερευαίσθητο Λάκη Παπά. Έτσι τα τιμαλφή, τα μονάκριβα δώρα που εκείνος μας χάρισε, έμειναν απλώς ωραία δώρα.
Εξαιρετικό και καλαίσθητο, ήταν το έντυπο πρόγραμμα της εκδήλωσης, με τα μοναδικά περιεκτικά κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι για τα έργα. Επισημαίνουμε, ωστόσο, δυο ελλείψεις, ουσιαστικές φρονούμε, οι οποίες αφορούν το Ελλάς η χώρα των ονείρων: πουθενά δεν αναφέρεται το όνομα του Γερμανού σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ, το οποίο υπήρξε αφορμή της σύνθεσης της μουσικής και των τραγουδιών, ούτε και η χρονολογία δημιουργίας του.
Δυο παρατηρήσεις, τέλος, για τις εκδηλώσεις του Ηρωδείου: Εκ παραδόσεως αυτές οι οποίες πραγματοποιούντο τον Σεπτέμβριο άρχιζαν στις 20:30 – όσες τουλάχιστον οργανώνονταν από το Φεστιβάλ Αθηνών. Γιατί άραγε αυτές οι οποίες πραγματοποιούνται τώρα να αρχίζουν στις 21:00; Όπερ σημαίνει 21:20 και βάλε – μερικές ακόμη και στις 21:30. Ακατανόητο αυτό μια και τον Σεπτέμβριο σκοτεινιάζει νωρίς και οι θερμοκρασίες χαμηλώνουν. Ακόμη περισσότερο προς το τέλος του μήνα. Επιπροσθέτως το μετρό σταματά τα δρομολόγιά του, τις καθημερινές, τα μεσάνυχτα.
Τι κι αν ανακοινώνεται από τα μεγάφωνα, πριν την έναρξη της εκδήλωσης. Τι κι αν αναγράφεται στα δελτία εισόδου. Οι φωτογραφικές μηχανές, τα κινητά τηλέφωνα, ου μην και οι φορητές συσκευές ηχογράφησης … οργιάζουν. Ματαίως προσπαθούν οι ταξιθέτριες-ταξιθέτες, με κινήσεις, που συχνά γίνονται ενοχλητικές, να αποκαταστήσουν την τάξη. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουν και ξανά προς τη δόξα τραβούν. Ειδικά όσοι βρίσκονται προς το εσωτερικό των κερκίδων αδιαφορούν και δεν υπολογίζουν κανένα. Στην εκδήλωση με μουσική Χατζιδάκι, κυρίως στο δεύτερο μέρος – Ζουγανέλη, γαρ – γινόταν πραγματικός χαμός: η κυρία πλάι μου, έβγαζε συνέχεια φωτογραφίες με το κινητό της – ευτυχώς χωρίς φλας. Πιο πέρα ένας κύριος μαγνητοσκοπούσε, με το κινητό του. Και ένας μπροστά, δυο κερκίδες πιο χαμηλά, ηχογράφησε όλη την εκδήλωση. Έχοντας μάλιστα καλή (ημι)επαγγελματική συσκευή – αν μπόρεσα να διακρίνω καλά ήταν φορητό Tascam!!! Και ζήσαμε εμείς καλά, κι αυτοί καλύτερα…
Υ.γ. Για να μην υπάρξουν παρερμηνείες και παρανοήσεις, δηλώνω ότι και εγώ φωτογραφίζω στις εκδηλώσεις του Ηρωδείου, αλλά μόνον μετά το πέρας των ερμηνειών, την ώρα, δηλαδή των χειροκροτημάτων και των υποκλίσεων…