«Η μεσότητα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κακίες, η μια βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη από την πλευρά της έλλειψης», έλεγε ο Αριστοτέλης  και δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά  η μεσότητα (μέτρο) στα λόγια τείνει να αποτελέσει ένα ξεχασμένο εγκυκλοπαιδικό λήμμα. Σαν να έχουμε βγάλει από το θηκάρι όλες τις παραλλαγές των ύμνων και να τις χρησιμοποιούμε κάθε φορά που θέλουμε να σχολιάσουμε ή να γράψουμε μια κριτική σε μια παράσταση, σε ένα δίσκο, σε μια εν γένει καλλιτεχνική πράξη. «Όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα» μοιάζουν στο πολιτισμικό σύμπαν όπου τα κοσμητικά επίθετα [όλοι είναι «μοναδικοί» (!)]  και οι γενναιόδωρες κριτικές- παρουσιάσεις βασιλεύουν.

 

Ο μουσικός, ας πούμε, κριτικός (από τη στιγμή που υπογράφει κείμενο κριτικής) ταυτίζεται με τον πιο ένθερμο φαν του καλλιτέχνη και οι δυο τους συναγωνίζονται για το ποιος θα εκφράσει με το πιο ευφάνταστο τρόπο το θαυμασμό και τον έπαινό του. Διαβάζεις για σύγχρονους και μη δίσκους σαν να είναι το αριστούργημα του αιώνα, για παραστάσεις σαν να ανακάλυψαν την πυρίτιδα, για πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες σαν να είναι από άλλο γαλαξία.

 
Ο νεότατος καλλιτέχνης απολαμβάνει εγκωμιαστικά σχόλια περί της καλλιτεχνικής του οντότητας –ειδικά αν αυτή συνοδεύεται από δημοφιλία και διαδικτυακό προφίλ με χιλιάδες φαν όπου και το πολυπόθητο share ή tag- οι δε καλλιτέχνες της παλαιάς φουρνιάς έχουν ήδη αγιοποιηθεί μέσα στα κείμενα και ό,τι κι αν κάνουν πια,  λογαριάζεται σαν χρυσός. Όταν δε επιχειρείται η σύγκριση των δυο γενεών, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο γενναιόδωρα από μέρους του κειμενογράφου για το νέο καλλιτέχνη.
 
Οι αξιολογικές όμως κρίσεις δεν μένουν στο επίπεδο της προσωπικής άποψης –έστω ατεκμηρίωτης- αλλά προχωρούν και σε αποτιμήσεις που εκφράζονται ως συλλογική γνώμη (!) μέχρι και θέσφατο: «ο κορυφαίος», «ο πολυαναμενόμενος δίσκος», «το καλύτερο τραγούδι της δεκαετίας», «η πιο μαγική φωνή του ελληνικού πενταγράμμου», «ο σημαντικότερος σύγχρονος στιχουργός», «ο πιο ταλαντούχος της γενιάς του», «το καλύτερο βιβλίο των τελευταίων χρόνων», «η νέα Κατίνα Παξινού» κ.ά. κάνοντας τα επαγγελματικά-προωθητικά δελτία τύπου να ωχριούν μπροστά τους σε θέρμη. Ενίοτε οι κριτικές συνοδεύονται και από παραινέσεις-προστακτικές του στυλ: «να πάτε», «να το δείτε», «μη το χάσετε» «διαβάστε το» κ.ά.  οπότε και ο αναγνώστης πρέπει να αισθάνεται ευλογημένος που έχει κάποιον τόσο ανοικτοχέρη για να τον πλοηγήσει στα πολιτισμικά μονοπάτια...
 
Οι μόνες αρνητικές ή έστω «προβληματισμένες» κριτικές και σχόλια πυροδοτούνται από έξω-καλλιτεχνικές δραστηριότητες: για κείμενο του καλλιτέχνη στο facebook, για ανάρτησή  του στο twitter, για τηλεοπτική του δήλωση, για τις πολιτικές του επιλογές, για τις οικονοιμικές του εκκρεμότητες, για την ενδυματολογική του προσέγγιση κ.τλ. 
 
Με βάση αυτή τη μαζική  αίσθηση περί των πολιτιστικών πεπραγμένων, λογικά ζούμε στην πιο καρποφορούσα και ταλαντούχα περίοδο της καλλιτεχνικής μας ιστορίας. 
 
Αυτά για την υπερβολή.  Για την έλλειψη (το ομοούσιο αδελφάκι της) τα λόγια του Γιώργου Παπαστεφάνου (BHMagazino,  Δεκέμβρης 2015) είναι μάλλον διαφωτιστικά: 
«Οταν είδα 15 χρόνων τον πρώτο "Αμλετ" της ζωής μου, σταμάτησα τον Μινωτή στον δρόμο για να του πω πόσο με είχε συγκινήσει. Η παράσταση δεν ήταν από τις καλύτερες - από ό,τι λέγανε τουλάχιστον τότε - αλλά εμένα με είχε αγγίξει πολύ. Με κοίταξε αφ' υψηλού και μου είπε: "Και πού το κατάλαβες εσύ;". Δεν το πήρα σαν προσβολή, αλλά σαν μάθημα»