Δυο συνεχόμενες Δευτέρες τούτου του Νοέμβρη σκόρπισαν θλίψη. Μεγάλη θλίψη. Και δεν έφταιγαν σ’ αυτό τα πεθαμένα φύλλα των δέντρων που χρωματίζουν τη γη με τα υλικά του Φθινοπώρου. Άλλωστε φέτος το Φθινόπωρο μοιάζει να ξεχάστηκε κάπου. Ο ήλιος, οι μυρουδιές της φύσης, η διαφάνεια της ατμόσφαιρας Άνοιξη μάλλον θύμιζαν, παρά Φθινόπωρο. Γιατί θλιμμένες, λοιπόν, εκείνες οι Δευτέρες; Θλιμμένες γιατί, έτσι όπως το ‘φερε η μοίρα έγιναν Δευτέρες στερνού αποχαιρετισμού δυο καλών και αγαπητών φίλων που διακόνησαν ο καθένας με το δικό του τρόπο τη μουσική. Ο Γιάννης και ο Γιώργης δεν ζουν πια ανάμεσά μας. Σε άλλο κόσμο βρίσκονται μακριά από αγαπημένα τους πρόσωπα, παρέα, όμως, με άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα. 

 

Πρώτος έφυγε ο Γιάννης, μια βδομάδα νωρίτερα, και πήγε εκεί για να ετοιμάσει την υποδοχή του Γιώργη. Και να συνεχίσει τα πειράγματά του που δεν έχουν τελειωμό: «Πως είσαι έτσι μωρέ Γιώργη; Ο πατέρας σου ο Ψαρονίκος ήτανε ομορφάντρας. Αυτός σαν κυπαρίσσι ήτανε. Εσύ μάλλον προς τη ...βελανιδιά φέρνεις. Τρως πολύ μου φαίνεται». «Τρώω και πολύ και καλά» αντιγύρισε ο Γιώργης. «Το βράδυ στο γλέντι που έχει ετοιμάσει στο Περαχώρι το Ξυλουρέικο, θα δεις πόσο καλά τρώμε και θα καταλάβεις γιατί τρώμε τόσο πολύ! Εσένα κοντουλό σε βλέπω. Ούτε πολύ, ούτε καλά τρως!».

 

Ήμουνα παρών σε αρκετά τέτοια μεταξύ τους πειράγματα, τον Ιούνιο του 2010 στη Συνάντηση (26-28.6.2010, Έκθεση, Συμπόσιο, γλέντια κλπ) που πραγματοποιήθηκε εκεί, στα Ανώγεια, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από το φευγιό του Ψαρονίκου. Τους γνώριζα καλά, τους γνώρισα τότε καλύτερα.


Τον Γιάννη είχα γνωρίσει πριν καμιά εικοσιπενταριά – και βάλε - χρόνια από τον αγαπημένο φίλο Νότη Μαυρουδή. Ας μη λησμονούμε ότι ο Νότης είχε πρωτοβάλλει τον Γιάννη στη ρότα του Ελληνικού Τραγουδιού, με το αλησμόνητο Άκρη δεν έχει ο ουρανός. Έκτοτε κάθε συνάντηση μαζί του ήτανε ένα μικρό γλέντι, καθώς ήτανε πάντοτε απολαυστικός, με το ακατάλυτο χιούμορ του, με τον αυτοσαρκασμό του. Συναντιόμαστε σε εκδηλώσεις, συναντόμαστε σε γλέντια, συχνά ομοτράπεζοι. Ήτανε και ποιητής σπουδαίος, έστω κι αν έγινε γνωστότερος από τους στίχους του. Ήτανε και καλός φίλος, πάνω απ’ όλα. Κι αυτό, τα λέει για μένα, όλα.

 

 

Τον Γιώργη τον είχα γνωρίσει στα μέσα της δεκαετίας 1990-2000 στο δισκοπωλείο. Όποτε πέρναγα από εκεί και ήταν μέσα κουβεντιάζαμε για το «που πάει η μουσική» με φιλικές και ξεκάθαρες κουβέντες. Η ωραιότερη από αυτές, όμως θυμάμαι, είχε γίνει μιαν Άνοιξη, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν είχα επισκεφτεί το παράρτημα του δισκοπωλείου που βρίσκεται στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα. Βγήκαμε έξω στην αυλή, λιαζόμαστε και τα λέγαμε. Ήτανε μια πραγματική Άνοιξη η καλοσύνη του. Αργότερα, το 2010, σαν ετοιμάζαμε τη συνάντηση στα Ανώγεια, είχαμε τς ευκαιρίες να πούμε περισσότερα.

 

4

 

Τους γνώρισα και τους δυο καλύτερα, ή πιο σωστά είχαμε συνεχή συναναστροφή, εκείνο το αξέχαστο τριήμερο στα Ανώγεια, που δεν πήγαμε για να θρηνήσουμε τον Ψαρονίκο, αλλά για να τον γιορτάσουμε με χαρές και γλέντια – τι κοψίδια, τι οφτό, τι γαμοπίλαφα! Είπαμε πολλά τότε, ακούσαμε πολλά και ωραία. Όπως εκείνο το σοφό που είπε ο συγγραφέας και ποιητής Κώστας Μουδάτσος «Πρέπει να κλάψουμε πολύ για να μάθουμε να γελάμε». Ποτέ δεν πρόκειται να το ξεχάσω. Όπως δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ τον Γιάννη και τον Γιώργη, φίλους καλούς κι ανθρώπους αυθεντικούς.


Ο Γιάννης έφυγε στις 14 του Νοέμβρη, ημέρα Σάββατο, και τον αποχαιρετήσαμε στις 16 του μήνα, ημέρα Δευτέρα, απομεσήμερο από το Κοιμητήριο της Πεντέλης.


Ο Γιώργης έφυγε στις 19 του Νοέμβρη, ημέρα Πέμπτη, και τον αποχαιρετήσαμε στις 23 του μήνα, ημέρα Δευτέρα, απομεσήμερο από το Κοιμητήριο του Χαλανδρίου, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω.


Σίγουρα εκεί που ξανασυναντήθηκαν ο Γιάννης θα άρχισε πάλι τα πειράγματα: «Εγώ έχω καλύτερη θέα, βρε Γιώργη!».
Ας είναι καλοτάξιδοι και οι δυο. Αλησμόνητοι σίγουρα.


Γιάννης Κακουλίδης (Πειραιάς 17.8.1946 – Αθήνα 14.11.2015)
Γιώργης Ξυλούρης (Αθήνα 10.10.1960 – Αθήνα 19.11.2015)

 

Υ.Γ. Τραγικό περιστατικό συγκέρασε την κακή τους μοίρα. Τη Δευτέρα 16 του Νοέμβρη η μάνα του Γιώργη, η Ουρανία πήρε ένα ταξί για να την ανεβάσει στην Πεντέλη για να πει το στερνό αντίο στον φίλο της από παλιά Γιάννη – μελοποιημένα ποιήματα και στίχους του Γιάννη είχε τραγουδήσει ο Ψαρονίκος και είχε δεθεί μαζί τους, μαζί τους, με στενή φιλία. Ο ταξιτζής κατά λάθος την πήγε αντί στο Κοιμητήριο της Πεντέλης, στο Κοιμητήριο του Χαλανδρίου. Που να ‘ξερε η δόλια, η χαροκαμένη, ότι μια βδομάδα αργότερα θα ξαναβρισκόταν εκεί για να αποχαιρετίσει τον κανακάρη της, το μοναχογιό της! Κουράγιο Ουρανία, κουράγιο.