H πρόσφατη προσφορά προπώλησης του εισιτηρίου των «3 ευρώ»  του «Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν» προς τους θεατρόφιλους έρχεται να προστεθεί στην αλυσίδα των «προσφορών πολιτισμού» η οποία έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια μέσω των εφημερίδων με τα cd και τα βιβλία που «χαρίζουν». Ειδικά τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης,  αυτές οι προσφορές απέκτησαν ευφάνταστους τρόπους προσέλκυσης του κόσμου στο πλαίσιο της βοήθειας και συμπαράστασης προς αυτόν –πέραν των ειδικών κατηγοριών όπως είναι οι άνεργοι-.

 

Τα bazaar δίσκων και βιβλίων, το χαμηλό εισιτήριο προπώλησης των συναυλιών –ορισμένες φορές και 8 ευρώ-, τα 1+1 δώρα των εισιτηρίων που εξασφαλίζουν για τους συνδρομητές τους εταιρείες κινητής τηλεφωνίας κ.ά. είναι μερικές από αυτές τις προσπάθειες των υπευθύνων να κάνουν πιο προσιτό το πολιτιστικό τους προϊόν με αποτελέσματα αρκούντως ικανοποιητικά ως προς την ανταπόκριση του κόσμου. Αυτή όμως είναι η μια πλευρά του νομίσματος που ευνοεί τον κόσμο. Αν εξετάσει κανείς, όμως, το θέμα ολόπλευρα, θα δει ότι αυτές οι προσφορές αποτελούν κερδοσκοπικές προσπάθειες κυρίως για μια μερίδα ανθρώπων,  προπάντων τους παντός είδους και νοοτροπίας εταιρειάρχες.

 

Άραγε αξίζει να θριαμβολογούμε γιατί 3.000 άνθρωποι στάθηκαν στην ουρά επί ώρες για να προμηθευτούν ένα εισιτήριο με 3 ευρώ;  Πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που μπορεί κανείς να παρακολουθεί μια συναυλία με 8 ευρώ; Που αγοράζει cd με 2 ευρώ και βιβλία με 4 ευρώ; Προσωπικά δεν το νομίζω. Γιατί αυτή η οικονομική τακτική προκαλεί δυο ανυπολόγιστες ζημιές.

 

Η πρώτη είναι ταξικού ζητήματος.

Η νοοτροπία του φθηνού θεάματος ευνοεί αυτούς τους καλλιτέχνες που μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τιμές λόγω της μεγάλης προσέλευσης του κόσμου και των συχνών εμφανίσεών τους.

 

Τι γίνεται όμως με όλους εκείνους τους τραγουδιστές,  τους μουσικούς, τους ηθοποιούς, τα θέατρα, τις μουσικές σκηνές κ.ά. οι οποίοι στο πλαίσιο των χαμηλών τιμών που έχουν παγιωθεί αδυνατούν να ανταπεξέλθουν δεδομένου ότι δεν τυγχάνουν αντίστοιχης δημοφιλίας ή εμπορικής διαφήμισης;

 

Πόσο ακόμα θα αντέχουν βιοτικά αλλά και καλλιτεχνικά μέσα σε αυτό το οικονομικό πλαίσιο που έχει οριστεί; Πόσο ακόμα θα ξεχνάμε ότι εκτός από το κοινό με τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες υπάρχουν και δεκάδες άνθρωποι της τέχνης που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα; Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι όπως γίνονται περικοπές στους μισθούς των υπαλλήλων κάτι αντίστοιχο οφείλει να γίνεται και με τους μισθούς των καλλιτεχνών. Εδώ όμως δεν μιλάμε πια για μείωση, αλλά για δωρεάν υπηρεσία και παροχή βλ. διαδίκτυο. Και κυρίως για την καθεστώσα νοοτροπία που  έχει καλλιεργηθεί για αυτό το δωρεάν ή έστω πολύ φθηνό θέαμα και ακρόαμα.

 

Η δεύτερη ζημιά είναι ηθικής φύσεως.

Στο όνομα οποιασδήποτε προσφοράς προς το κοινό δεν γίνεται η τιμή του καλλιτεχνικού θεάματος, απόρροια πολύπονης και πολύωρης εργασίας, να εξισώνεται με την τιμή ενός καφέ και μάλιστα φθηνής καφετέριας, ακόμα κι αν μιλήσει κανείς με μαρξιστικούς όρους, δηλαδή, εξισώνει επαγγέλματα, ωράρια και συνθήκες εργασίας κ.ά. Δεν γίνεται να αγοράζεις ένα διαχρονικό πολιτιστικό προϊόν, καρπό ενός ιλιγγιώδους μόχθου του δημιουργού του, όσο ένα καθημερινό πακέτο τσιγάρα για το οποίο ξοδεύεις απερίσκεπτα.

 

Δεν επιτρέπεται να απαιτείς φθηνό εισιτήριο σε μια συναυλία τη στιγμή που αποταμιεύεις για να αγοράσεις το νέο εξελιγμένο τύπου του κινητού σου, αλλά κυρίως την ώρα που οι εργαζόμενοι για αυτόν τον πολιτισμό που ζητάς να είναι οικονομικά προσιτός, μένουν απλήρωτοι επί μήνες βλ. εργαζόμενοι στο Μέγαρο Μουσικής. Γιατί και σε αυτήν την περίπτωση παγιώνεται μια νοοτροπία η οποία εξισώνει μεν το πνευματικό με το υλικό (ιδανικό σε μια άλλης φύσεως κοινωνία) δεν διεκδικεί όμως και τα ίδια δικαιώματα εργασίας και στις δύο περιπτώσεις….