Είναι ακριβώς ο στίχος από το τραγούδι του Σταύρου Κουγιουμτζή και του Κώστα Ριτσώνη που μου ήρθε στο νου πριν από κάποιες μέρες την ώρα που  παρακολουθούσα μια βραδιά με την Ηρώ Σαΐα και τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο κέντρο της Αθήνας. Στον χώρο βρίσκονταν ως θεατές η Βικτωρία Ταγκούλη, η Λυδία Σέρβου, ο Πάνος Παπαϊωάννου τους οποίους η Ηρώ Σαΐα προσκάλεσε στη σκηνή ατομικά και σε ξεχωριστά σημεία του προγράμματος για να τραγουδήσουν μαζί της ή μόνοι τους κάποια κομμάτια.

 

Βλέποντας και – κυρίως - ακούγοντάς τους, αναλογιζόμουν και, σε κάποια σημεία, συμμεριζόμουν την αγωνία - όχι μόνο των συγκεκριμένων – πολλών αντίστοιχων καλλιτεχνών που υπηρετούν σεμνά, αθόρυβα, αλλά και τόσο ουσιαστικά την τέχνη τους. Καλλιτεχνών που έχοντας περισσότερα ή λιγότερα χρόνια παρουσίας στη μουσική, με γνωστή ή άγνωστη ή και ανύπαρκτη προσωπική δισκογραφία, με πολυετείς σπουδές και θητεία σε ομάδες ή κατά μόνας, αγωνίζονται, ψάχνουν, ερευνούν ώστε να βρουν από όλο το ελληνικό μουσικό φάσμα τραγούδια που θα τα ανασύρουν στην επιφάνεια για να επικοινωνήσουν μέσω αυτών το ταλέντο τους στον κόσμο. Αλλά και για να διατυπώσουν μουσικά την άποψή τους και να δώσουν το στίγμα τους.

 

Φυσικά και υπάρχουν τα γνωστά τραγούδια – τα επονομαζόμενα «standards» - που θα ακούσεις σε πολλές παρόμοιες μουσικές βραδιές. Υπάρχουν όμως και αυτές οι στιγμές που θα μάθεις ένα ξεχασμένο τραγούδι που φτάνει στ’ αυτιά σου με σωστό τρόπο, χωρίς περιττά τερτίπια και διασκευές εντυπωσιασμού, διατηρώντας αναλλοίωτο το άρωμα της διαχρονικότητάς του και της αλήθειας του. Δεν είμαι ενάντιος στις ψαγμένες και μουσικά «πειραγμένες» διασκευές, ούτε υπέρμαχος των απλών επανεκτελέσεων. Σαφώς και υπάρχουν εμπνευσμένες διασκευές που μπολιάζουν το πρωτότυπο υλικό στα σύγχρονα μέσα και, από την άλλη, σαφέστατα υπάρχουν άψυχες και δήθεν επανεκτελέσεις.

 

Νομίζω όμως ότι το ζητούμενο είναι πάνω απ’ όλα το τραγούδι. Όταν ο νέος τραγουδιστής μπερδεύει το σήμερα με το πάντα και τη μόδα με τη διάρκεια, τότε το παιχνίδι έχει μάλλον χαθεί. Αντίστοιχα αποτελέσματα νομίζω ότι προκύπτουν όταν ο νέος ταλαντούχος ερμηνευτής θεωρεί ότι βρίσκεται πάνω από το τραγούδι, ότι του κάνει χάρη που το συμπεριλαμβάνει στο ρεπερτόριό του και ότι είναι αυτός που θα το γλυτώσει από τη λήθη. Τελικά αυτός που θα ξεχαστεί θα είναι μάλλον ο ίδιος...

 

Ασφαλώς και όλα τα παιδιά που ονειρεύονται την επιτυχία και την αναγνώριση στον χώρο του τραγουδιού, τις συναρτούν με προσωπικό ρεπερτόριο, γραμμένο για τη φωνή τους. Λογικό και αναμενόμενο. Όμως, πόσοι και πόσοι καταξιωμένοι συνάδελφοί τους, κάποιοι όντας ήδη γνωστοί, δεν έφεραν σε επαφή το πλατύ κοινό με ξεχασμένα ακούσματα ή και με ολόκληρες κατηγορίες τραγουδιού (για να θυμηθώ πρόχειρα τη Βίκυ Μοσχολιού με τα αρχοντορεμπέτικα το 1980). Πολλά τα ανάλογα παραδείγματα και ευτυχώς πολλοί και οι νέοι άνθρωποι που ασχολούνται π.χ. με το παραδοσιακό ή το ρεμπέτικο τραγούδι τοποθετώντας παράλληλα στην όποια θεμιτή προσωπική τους φιλοδοξία την προσεκτική και άρτια μουσική μεταφορά του τότε στο τώρα. Είναι τεράστια ευθύνη αυτό.

 

Ακόμα και ένας μόνο ακροατής να παρακινηθεί από αυτά τα παιδιά ώστε να ψάξει στο παρελθόν και να φωτίσει, έστω και για προσωπική του χρήση, μια χαμένη στο χρόνο στιγμή ενός δημιουργού, αυτό είναι αυτόματα κέρδος. Γιατί αυτό μπορεί να του πυροδοτήσει το ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα. Όχι για την ανακάλυψη της «χαμένης Ατλαντίδας του τραγουδιού», αλλά για την ανάδειξη της σημαντικότητάς της και του ρόλου της στη μουσική ιστορία.

 

Χάρη στο διαδίκτυο πλέον, έχουμε στη διάθεσή μας πολύ περισσότερες ηχογραφήσεις από τα παλιότερα χρόνια. Φοβάμαι όμως ότι πολλές από αυτές είναι διάσπαρτες στον κυβερνοχώρο χωρίς να αποσαφηνίζονται τα ιδιαίτερα τους στοιχεία που θα τις εντάξουν σωστά και όχι κατά προσέγγιση στον χώρο και τον χρόνο. Ποτέ δεν πίστευα στην ύπαρξη κάθε λογής σπάνιων ή συνηθισμένων «εκθεμάτων» που ο κόσμος ξέρει μεν ότι υπάρχουν και ότι του είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα, αλλά δεν κάνει τον κόπο να τα πλησιάσει. Σαν καλοδιατηρημένα μουσεία που περιμένουν επισκέπτες...

 

Ίσως λοιπόν με την αρωγή αυτών των νέων καλλιτεχνών που θα  προσεγγίσουν τις παλιότερες ηχογραφήσεις με σεβασμό, αλλά και με σύγχρονη αντίληψη που θα βασίζεται στο ταλέντο και όχι στον ναρκισσισμό, το παλιότερο  τραγούδι θα μπορέσει να σφραγίσει την ύπαρξή του για τη συνέχεια, χωρίς όμως να ακυρώνει σε καμία περίπτωση την τρέχουσα δημιουργία, ούτε να την υποκαθιστά.

 

ΥΓ. Το τραγούδι από το οποίο το παρόν κείμενο δανείστηκε τον τίτλο του έχει αφιερωθεί στον Στέλιο Καζαντζίδη.