Το 2005, ο Μίλτος Πασχαλίδης γιόρτασε τα δέκα χρόνια προσωπικής του δισκογραφίας (καθώς προϋπήρχαν οι συμμετοχές-συνεργασίες του με τα συγκροτήματα Χαΐνηδες, το 1991 και Νεάρχου Παράπλους, το 1993) τουτέστιν τέσσερις προσωπικούς δίσκους.  Θυμάμαι οτι όταν είχε ανακοινωθεί εκείνη η συναυλία είχα τους ενδοιασμούς μου σχετικά με την ανάγκη εορτασμού  μετά βαΐων και κλάδων βλ. πολλούς καλεσμένους κ.ά. για ένα γεγονός το οποίο δεν συμβολίζει, πέραν της προσωπικής ανάγκης του δημιουργού, κάτι το ιδιαίτερο αφού (και) στη μουσική πραγματικότητα η πορεία των δέκα χρόνων αποτελεί ακόμα περίοδο «εφηβείας»...

 

Ωστόσο η ηχογράφηση της συναυλίας και ο δίσκος που κυκλοφόρησε, «Έχουν περάσει χρόνοι δέκα»,  είχε μια αυτόνομη αξία και δικαιολόγησε, κατά τη γνώμη μου, την ύπαρξη της όχι ως επετειακός δίσκος, αλλά ως ένα απάνθισμα των τραγουδιών του Πασχαλίδη ιδωμένα με μια πιο νευρώδη ενορχήστρωση και ερμηνεία του· με άλλα λόγια απέκτησε κυρίως καλλιτεχνική υπόσταση αναβαπτίζοντας τα τραγούδια -με τη συμβολή και των καλεσμένων του καλλιτεχνών-.

 

Δέκα χρόνια μετά, στις 5 και 7 του Ιούνη (sold out και οι δύο μέρες), ο Μίλτος Πασχαλίδης γιορτάζει ξανά στήνοντας μια νέα πανηγυρική ατμόσφαιρα με εκλεκτούς καλεσμένους, αλλά και απόντες.  Αυτή τη φορά η χρονική απόσταση των είκοσι χρόνων προσφέρεται για εορτασμούς, μολονότι αν το δούμε στενά δισκογραφικά, έχει στο ενεργητικό του λιγότερο πρωτογενές προσωπικό υλικό («Ψωμί και εφημερίδα», 2007, «Ξένοι σ' έναν τόπο που αλλάζει», 2012 και τα τρία καινούρια τραγούδια στο ένθετο cd του βιβλίου του «Αγύριστό κεφάλι-Ο Άλκης Αλαίος που γνώρισα», 2013-ο δίσκος «Ξένιος-Κρήτη εντός μου», 2010 αποτελείται από διασκευές-) ώστε να «δικαιολογεί» τη δισκογραφική του εξέλιξη και την εκ νέου πιθανή ζωντανή ηχογράφηση. Οφείλουμε, ασφαλώς να λάβουμε υπόψη και τις πολλές δισκογραφικές του συμμετοχές σε δίσκους άλλων.

 

Μέσα σε αυτά, λοιπόν, τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν, το κύριο βάρος της παρουσίας του Πασχαλίδη στο μουσικό στερέωμα σηκώνουν οι αναρίθμητες επιτυχημένες συναυλίες που έχει δώσει, με κύρια χαρακτηριστικά την εμφάνισή του εκτός από τραγουδοποιός και ως ερμηνευτής σε έργα άλλων (π.χ. Μικρούτσικος, Λεοντής, Θεοδωράκης κ.ά.) και την ολοένα αυξανόμενη διεύρυνση του ακροατηρίου του καθιστώντας τον, πλέον, ως έναν από τους δημοφιλείς τραγουδοποιούς του έντεχνου τραγουδιού.

 

Το «γιατί» αυτής της επιτυχίας θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στο κενό που καλύπτει με τη φωνή, τη σκηνική παρουσία του και την «πολιτική» του στάση και λιγότερο, πιστεύω, στα ίδια του τα τραγούδια στο σύνολό τους μιλώντας.

 

Πιο συγκεκριμένα, ως τραγουδοποιός ο Πασχαλίδης διαθέτει μια πηγαία μελωδικότητα η οποία διαχέεται στις ηλεκτροακουστικές μπαλάντες και στα λαϊκά του τραγούδια χωρίς όμως αυτή να εμβαθύνει και να πειραματίζεται πέραν του προφανούς.

 

Έχει μια τραγουδίσιμη στιχουργική, απλή και όχι απλοϊκή,  χωρίς όμως και να διαθέτει την επιδεξιότητα  άλλων συναδέλφων του βλ. Θηβαίος. Είναι, δηλαδή, λιγότερο ψαγμένος από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου περισσότερο ψαγμένος όμως, ας πούμε, από τον Βαγγέλη Γερμανό. Δεν διαθέτει το λυρισμό του Αλκίννοου Ιωαννίδη, έχει όμως πιο γνήσιο συναισθηματισμό από τον Φίλιππο Πλιάτσικα (τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά). 

 

Με άλλα λόγια, τα τραγούδια του Πασχαλίδη είναι αυτό που θα μπορούσαν να οναμαστούν ως μια αξιοπρεπής περίπτωση του λεγόμενου νεοέντεχνου τραγουδιού που εκπροσωπεί το μεσοδιάστημα, του χειροποίητου, δηλαδή, καλλιτεχνήματος που δεν αποτελεί οριακό γεγονός, αλλά συγκινεί και τους «απαιτητικούς» ακόμα κι αν δεν τους ικανοποιεί. (Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο συγγραφικό του έργο, στα δύο του βιβλία, τα οποία δεν έχουν τον αέρα λογοτεχνίας κλειστού δωματίου, αλλά, ενός ανοικτού δρόμου με σάρκινους χαρακτήρες  και εν κινήσει περιγραφές και διαπιστώσεις).

 

Αυτό όμως που τον ξεχωρίζει από τις πλείστες αντίστοιχες περιπτώσεις συναδέλφων του -επώνυμες και ανώνυμες- είναι τα τρία στοιχεία που αναφέρθηκαν και τα οποία και τα τρία «φωτίζονται» στις ζωντανές του εμφανίσεις.

 

Ο Πασχαλίδης διαθέτει μια αντρική φωνή και μια αρρενωπή παρουσία και εδώ ο όρος όχι με τη σεξιστική του έννοια, αλλά με τη λειτουργική του σημασία.

 

Διαθέτει την αμεσότητα και το ταλέντο διαχείρισης των ακροατών του συνθήκες αναγκαίες για ένα επιτυχημένο live. Αυτά σε συνδυασμό με  την έντιμη «πολιτική» του στάση, (εδώ ο όρος ως «πολίτης» μέσω των συνεντεύξεων και των κειμένων του) που παίρνει θέση χωρίς να πολιτικολογεί και που σκέπτεται ελευθέρως χωρίς τυχοδιωκτισμούς και λεκτικούς ναρκισσισμούς, τον καθιστούν ως μια περίπτωση τραγουδοποιού που το κοινό αναγνωρίζει οτι δεν θα το «προδώσει» και έτσι αναζητά στο πρόσωπό του προ πάντων το γνήσιο συναίσθημα της «μοιρασιάς» μουσικών στιγμών και ιστοριών και έπειτα της «τέχνης».