Όταν άρχισα να διαμορφώνω ικανοποιητική αντίληψη του παγκόσμιου φάσματος της μουσικής, σιγά-σιγά άρχισαν να παίρνουν μορφή και οι κατά κατηγορία μουσικοί μου ήρωες. Από τον πολύχρωμο κόσμο της κιθάρας τρεις ήσαν εκείνοι που δεν απέσπασαν απλώς την ιδιαίτερη προτίμησή μου, αλλά έγιναν φωτεινό αντικείμενο των μουσικών μου πόθων: ο Ισπανός κλασικός κιθαριστής και παιδαγωγός Αντρές Σεγόβια (Andrés Segovia, 1893-1987), ο Αργεντινός φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας, συνθέτης και τροβαδούρος Αταουάλπα Γιουπάνκι (Atahualpa Yupanqui, 1908-1992) και ο Αμερικανός τραγουδιστής, τροβαδούρος και ακτιβιστής Πιτ Σίγκερ (Pete Seeger, 1918-2014). Σκεφτόμουν ότι η συνάντησή μου με καθένα από αυτούς θα ήταν για μένα ένα μικρό – ή μήπως μεγάλο; - κομμάτι μουσικής ευτυχίας. Βίωσα τη χαρά, την ευτυχία της συνάντησης και της γνωριμίας με τους δυο εξ αυτών. Τον τρίτο, τον Αντρές Σεγόβια – έτσι προφέρεται σωστά το επίθετό του, κι ας έχουμε συνηθίσει να τον αποκαλούμε Σεγκόβια – δεν τον συνάντησα. Παρηγοριά, εν προκειμένω, η συνάντησή μου με τον κατά πολλούς διάδοχό του Τζων Γουίλλιαμς – Προσοχή στον Αυστραλό κιθαριστή και συνθέτη αναφέρομαι και όχι στον εξ ίσου σπουδαίο συνονόματό του Αμερικανό συνθέτη, κινηματογραφικής κυρίως, μουσικής.
Τζων Γουίλλιαμς
Τον Τζων Γουίλλιαμς γνώρισα τον Οκτώβρη του 1995, όταν βρέθηκα στο Λονδίνο για να του πάρω συνέντευξη – δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, με αφορμή το πρώτο του ρεσιτάλ στην Ελλάδα (Δευτέρα 30 Οκτωβρίου, Αίθουσα Φίλων της Μουσικής – σημερινή Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης – του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών). Τον συνάντησα, βεβαίως, όταν έφθασε στην Αθήνα για το ρεσιτάλ, καθώς και τις δυο επόμενες φορές που βρέθηκε στη χώρα μας για εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στην ίδια αίθουσα (Παρασκευή 15 Μαρτίου 2002, όταν ερμήνευσε το σε αυτόν αφιερωμένο Κοντσέρτο του Τορόντο του Λέο Μπρόουερ, συμμετέχοντας στο 3ο Φεστιβάλ κιθάρας του ΜΜΑ, και Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009 οπότε έδωσε ατομικό ρεσιτάλ).
Αταουάλπα Γιουπάνκι
Τον Αταουάλπα Γιουπάνκι δεν μπόρεσα να συναντήσω την πρώτη φορά που ήρθε στην Ελλάδα – περαστικός από την Αθήνα για να πάει στη Ρόδο, όπου έδωσε ρεσιτάλ στις 20 Οκτωβρίου 1983. Τον συνάντησα, ωστόσο, και τον γνώρισα καλά μετά ένα χρόνο, όταν ήρθε για ρεσιτάλ στην Αθήνα (Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 1984, Αίθουσα εκδηλώσεων του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών). Τόσο το ρεσιτάλ του, όσο και η πρωινή βόλτα που κάναμε στην Ακρόπολη παραμένουν αλησμόνητα. Τον συνάντησα και την τελευταία φορά που επισκέφτηκε τη χώρα μας, οπότε συμμετείχε με ένα ρεσιτάλ στον 7ο Πολιτιστικό Αύγουστο της Νίκαιας. Εμφανίστηκε με την κιθάρα του την Τετάρτη 30 Αυγούστου 1989 στο Θέατρο Κατράκειο, ωστόσο, το βραδινό αεράκι και η απρόσμενη ψύχρα που του πάγωναν τα ταλαιπωρημένα από την παραμορφωτική αρθρίτιδα δάχτυλα του δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει το πρόγραμμά του - ήταν ήδη 81 χρονών. Αναγκάστηκε να σταματήσει, γνωρίζοντας μια πρωτόγνωρη αποθέωση.
Πιτ Σίγκερ
Τον Πιτ Σίγκερ, που κίνησε, πριν έναν ακριβώς χρόνο (27 Γενάρη του 2014), για το ταξίδι στην άλλη, την πιο μεγάλη ζωή, στο μόνιμο τόπο εξορίας των ανθρώπων, πλήρης ημερών, δόξας και εκτίμησης, συνάντησα μια και μόνο φορά. Η συνάντησή μας ήταν απρόσμενη και είχε μιαν ανέλπιστη, για μένα, εξέλιξη. Βίωσα, χάρη σ’ αυτόν, απλόχερα το μεγαλείο της απλότητας. Το χρονικό της συνάντησής μας είναι καταγραμμένο στη μνήμη – και στην καρδιά, βεβαίως – με κάθε λεπτομέρεια, μολονότι έχουν περάσει 28 ολόκληρα χρόνια από τότε. Το καταθέτω για πρώτη φορά ολόκληρο, μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του, που έχει και το χαρακτήρα ενός, έστω και λίγο καθυστερημένου, αποχαιρετισμού, σε αυτόν τον υπέροχο μακρινό φίλο.
https://www.musicpaper.gr/articles/item/5967-enas-xronos-apousias-tou-pit-sigker-kai-i-gnorimia-mazi-tou#sigProId56a6de36bc
Την Άνοιξη του 1987 πραγματοποίησα το μόνο, μέχρι σήμερα, της ζωής μου ταξείδιον στ’ αντίπερα του Ατλαντικού. Στους δυόμισι μήνες που έμεινα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μέσα Απριλίου έως τέλη Ιουνίου), θέλησα να βιώσω τη δική μου μικρογραφία της κατά Κέρουακ περιπέτειας. Με ορμητήριο τη Νέα Υόρκη βγήκα στο δρόμο και διέσχισα τη μεγάλη χώρα οριζοντίως και καθέτως. Έφτασα στη Δυτική Ακτή (Λος Άντζελες, Σαν Φρανσίσκο), σεργιάνισα και στην Ανατολική Ακτή (Νιού Τζέρσι, Ατλάντικ Σίτι), ανέβηκα στο βορρά (Βοστόνη), διείσδυσα στην ενδοχώρα (Νάσβιλ, Μέμφις, Ουάσινγκτον), κατέβηκα στο νότο (Νέα Ορλεάνη). Στις εκεί περιπλανήσεις μου γνώρισα τόπους, επισκέφτηκα ιστορικά μνημεία που έχουν σχέση με τη μουσική, όπως το Grand Ole Opry(και το παλιό και το καινούριο) στη Νάσβιλ, τη Graceland στη Μέμφιδα, τη Bourbon Street στη Νέα Ορλεάνη, γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, όπως τον Κρις Κριστόφφερσον, τον Τσετ Άτκινς, τον Ρόυ Έκαφ και τον Μάριο Κασέττα.
Ο τελευταίος, που είναι και ο λιγότερο γνωστός, υπήρξε θρυλικός ραδιοφωνικός παρουσιαστής του KPFK-FM (90,7), ο οποίος βρίσκεται στο Λος Άντζελες, πάνω στους λόφους του Χόλλυγουντ και είναι ένας από τους πλέον αξιοσέβαστους Δημόσιους Ραδιοφωνικούς Σταθμούς (Public Radio Station) των ΗΠΑ. Στις περίφημες εκπομπές του ξεναγούσε τους ακροατές στη μεγάλη του αγάπη, τις παραδοσιακές και λαϊκές μουσικές του κόσμου. Μου έκανε την τιμή να με καλέσει στη δίωρη εκπομπή του (10:00-12:00, το πρωί) της Δευτέρας 27 Απριλίου, την οποία παρουσιάσαμε μαζί. Ήταν, προφανώς, εστιασμένη στις μουσικές της Ελλάδας. Η τρίτη εβδομάδα μου στο Νέο Κόσμο άρχιζε πολύ όμορφα. Με τον Μάριο επικοινωνούσαμε μέχρι το 1996, οπότε εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο. Ήταν 75 χρονών. Είχε ζήσει μια γεμάτη ζωή. Η γνωριμία μαζί του και η προ των μικροφώνων συνύπαρξή μας αποτέλεσαν μιαν υπέροχη εμπειρία.
Όπως υπέροχη, ίσως ακόμη περισσότερο, ήταν η μουσική εμπειρία που απόλαυσα στην πόλη που η μουσική δεν κοιμάται ποτέ: τη Νέα Ορλεάνη. Ήταν σίγουρα μια από τις ωραιότερες μουσικές εμπειρίες της ζωής μου. Καθοδηγημένος συνεχώς, στο εκεί ταξίδι μου, από τη Τζούντιθ Μάσα, επικεφαλής τότε του μουσικού τμήματος της Φωνής της Αμερικής, σχεδίασα έτσι το ταξίδι μου στη Νέα Ορλεάνη, ώστε να συμπέσει με το καταληκτικό τριήμερο του 18ου ετήσιου Φεστιβάλ Τζαζ και Μουσικής Κληρονομιάς (New Orleans Jazz & Heritage Festival). Το Φεστιβάλ αυτό, το σημαντικότερο του είδους στις ΗΠΑ, διεξάγεται κάθε χρόνο σε δυο συνεχόμενα Παρασκευοσαββατοκύριακα στα τέλη Απριλίου και τις αρχές Μαΐου. Δυο τριήμερα γεμάτα μουσική, σε μια πόλη γεμάτη μουσική. Παράλληλα, και ενδιάμεσα, κάθε βράδυ στα ξακουστά μουσικά στέκια της περιοχής (Preservation Hall, Tipitina’s, Riverboat President κ.λ.π.) ο ενδιαφερόμενος μπορεί να παρακολουθήσει ειδικά σχεδιασμένες συναυλίες, με τους σημαντικότερους κάθε είδους, πληρώνοντας, προκαθορισμένα για τις μέρες εκείνες, μειωμένο εισιτήριο.
Έφτασα στη Νέα Ορλεάνη την Τετάρτη 29 Απριλίου. Όλη η πόλη ζούσε στα χρώματα και τους ρυθμούς του Φεστιβάλ. Επισκέπτες από όλη την Αμερική, από την Ασία, την Αφρική, την Ευρώπη – πολλοί από την προηγούμενη εβδομάδα – είχαν σπεύσει για να συμμετάσχουν σε αυτή τη διαρκή μέθεξη. Παντού αφίσες και φυλλάδια με επιλογή ονομάτων από αυτούς που συμμετείχαν – που να χωρέσουν όλοι! Τόσα ονόματα συγκεντρωμένα, ούτε στη φαντασία μου!!! Ξεχώρισα αμέσως το όνομα του σπουδαίο λαϊκού τροβαδούρου Πιτ Σίγκερ – οι νεότεροι τον γνωρίζουν προφανώς από το προς αυτόν δισκογραφικό αφιέρωμα-εγκώμιο του Μπρους Σπρίνκστην. Το αναλυτικό πρόγραμμα, όμως, του «Μουσικού πανηγυριού» - έτσι το αποκαλούσαν οι ντόπιοι – όπως και όλα τα σχετικά αναμνηστικά, ήσαν διαθέσιμα μόνο στον τόπο της γιορτής, τον Ιππόδρομο Fair Grounds που βρισκόταν στα περίχωρα της πόλης.
Αγωνιούσα να δω το αναλυτικό πρόγραμμα για να διαπιστώσω τι είχα χάσει και τι θα κέρδιζα. Από τις δέκα το πρωί της Παρασκευής – ήταν και Πρωτομαγιά – βρέθηκα στο χώρο των εκδηλώσεων, που ήταν γνωστό ότι άρχιζαν στις 11:00 και τέλειωναν στις 19:00. Όταν πήρα το πρόγραμμα στα χέρια μου έψαξα αμέσως να δω αν είχε εμφανιστεί ο Πιτ Σίγκερ, οπότε θα είχα χάσει μια μεγάλη ευκαιρία να απολαύσω τον ζωντανό αυτό θρύλο της φολκ μουσικής. Με ανακούφιση διαπίστωσα ότι η δική του συμμετοχή ήταν προγραμματισμένη για την τελευταία ημέρα του Φεστιβάλ, την Κυριακή 3 Μαΐου. Άρχισα να σχεδιάζω τις κινήσεις μου στο μεγάλο χώρο και να κάνω τις επιλογές μου. Δύσκολη υπόθεση. Σκέτο σταυρόλεξο. Εννέα διαφορετικές σκηνές ή υπαίθριες εξέδρες, με διαφορετική μουσική θεματική η κάθε μια, φιλοξενούσαν την ίδια στιγμή από μια ξεχωριστή μουσική εκδήλωση, συν μια παιδική. Εννιά ζευγάρια μάτια και εννιά ζευγάρια αυτιά ήθελες να έχεις για να δεις και να ακούσεις τα πάντα ή καλύτερα δέκα, μια και η παιδική σκηνή προσέφερε πολλές εκπλήξεις. Οι προτάσεις κάλυπταν όλο σχεδόν το φάσμα της λαϊκής αμερικάνικης μουσικής: Μπλουζ, τζαζ, ροκάμπιλι, κάντρι, φολκ, γκόσπελ και βεβαίως τη ντόπια κέιτζουν – ή καγιούν όπως προτιμούν να την αποκαλούν οι οπαδοί της παρεφθαρμένης πλέον γαλλόφωνης διαλέκτου. Χορτασμένος από μουσική – αν μπορεί ποτέ να χορτάσει κανείς από τέτοια μουσική – περίμενα πως και πως να πάει η ώρα τρεισήμισι στο απομεσήμερο της Κυριακής. Εκείνη την ώρα θα ανέβαινε στη σκηνή του Economy Hall ο μοναδικός και ανεπανάληπτος Πιτ Σίγκερ.
https://www.musicpaper.gr/articles/item/5967-enas-xronos-apousias-tou-pit-sigker-kai-i-gnorimia-mazi-tou#sigProIda676b1bab1
Σημείωσε αγαπητέ αναγνώστη ότι η έναρξη και η λήξη των προγραμματισμένων εκδηλώσεων δεν παρέκκλινε από τον προγραμματισμό ούτε κατά ένα λεπτό! Έσπευσα πιο νωρίς για να βρω θέση – πριν λίγο είχα απολαύσει σε άλλη σκηνή τον Ρίτσαρντ Τόμπσον, σπουδαίο θεράποντα της σύγχρονης φολκ. Η «αίθουσα», όμως, ήταν κατάμεστη – στην πραγματικότητα δεν ήταν αίθουσα, αλλά μια πολύ μεγάλη υφασμάτινη τέντα-σκηνή. Παρακολούθησα λοιπόν τη συναυλία του Σίγκερ όρθιος, όπως, άλλωστε, πολλοί ακόμη, που είχαν κατακλύσει το χώρο. Όταν στις τρεισήμισι ακριβώς εμφανίστηκε πάνω στη σκηνή κρατώντας το μπάντζο του, όλοι οι καθισμένοι σηκώθηκαν με μιας όρθιοι. Έτσι θα τον υποδέχονται στις συναυλίες του αποτίοντας τον ενδεδειγμένο φόρο τιμής, σκέφτηκα. Όταν όμως όλοι άρχισαν να τραγουδάνε με μια φωνή “Happy birthday to you” κατάλαβα. Και το επιβεβαίωσε μια κοπελιά δίπλα μου λέγοντας «Ω ναι! Ο Πητ έχει τα γενέθλιά του σήμερα». Όντως, ο Πιτ Σίγκερ είχε γεννηθεί στις 3 Μαΐου 1919 στη Νέα Υόρκη. Συγκινημένος από την υποδοχή ευχαρίστησε όλους τους παρισταμένους, καθώς και τους οργανωτές του Φεστιβάλ και ιδιαιτέρως τον Τζωρτζ Γουέιν με τον οποίο, όπως αποκάλυψε, μαζί σχεδιάσανε η εμφάνισή του στο Φεστιβάλ να γίνει ανήμερα των γενεθλίων του. «Θέλησα να γιορτάσω τα γενέθλιά μου μαζί σας», ανακοίνωσε. «Και ας τα γιορτάσουμε όλοι μαζί τραγουδώντας», μας προέτρεψε και άρχισε να τραγουδά το «Αυτή η γη είναι η δική σου γη», που έπλασε το 1940 ο συνοδοιπόρος του και έτερος μεγάλος πυλώνας του αμερικάνικου – γιατί όχι και του παγκόσμιου – λαϊκού τραγουδιού Γούντυ Γκάθρυ (1912-1967).
Όλοι τραγούδησαν όρθιοι το τραγούδι αυτό που θεωρείται ο λαϊκός εθνικός ύμνος των Αμερικανών. Είχε ήδη αρχίσει μια μοναδική, μια αλησμόνητη μουσική εμπειρία. Μια μυσταγωγία, για αυτούς που ξέρουν και μπορούν να καταλάβουν. Με μια αποστομωτική λιτότητα που κουβάλαγε όλο τον πλούτο της γενναίας ψυχής του. Μια φωνή, που τη συνόδευαν, όμως, πολλές φωνές, κι ένα μπάντζο, μας κάλεσε στο μουσικό ταξίδι της ζωής του. Ήταν ντυμένος απλά. Ένα λουλουδένιο πουκάμισο, που δεν θύμιζε όμως τα γνωστά τουριστικά, μπλου τζιν και φορούσε, βεβαίως, την αχώριστη τραγιάσκα του. Τα τραγούδια που ερμήνευσε τα είχε επιλέξει ειδικά για το συγκεκριμένο πενηντάλεπτο γιορταστικό πρόγραμμα. Όλα γνωστά και αγαπημένα, τραγούδια που σημάδεψαν εποχές, καταστάσεις, ανθρώπους. Και τα δικά του – αυτά στα οποία εμφύσησε πνοή ζωής – όπως το «Τι απογίναν όλα τα λουλούδια;», «Αν είχα ένα σφυρί», «Γύρνα! Γύρνα! Γύρνα!», «Φιλιά πιο γλυκά κι απ’ το κρασί», «Φέρτε τους στην πατρίδα», και εκείνα στα οποία χάρισε μια δεύτερη ευκαιρία αιωνιότητας, όπως τα «Γκουανταναμέρα», «Μικρά κουτιά», «Καληνύχτα Ειρήνη», «Γεια σου, ήταν όμορφα που σε γνώρισα» και βεβαίως το «Θα νικήσουμε», με το οποίο ολοκλήρωσε την προσφορά του. Όταν άρχισε να τραγουδά αυτό το τελευταίο – ένας απλός, αλλά υπέροχος ύμνος του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι το “We Shall Overcome” - όλοι όρθιοι ένωσαν τις φωνές του με τη δική του.
Καθώς αποχωρούσε, έσπευσα να ρωτήσω έναν από τους ανθρώπους του Φεστιβάλ, αν και πως θα μπορούσα να του μιλήσω, λέγοντάς του ταυτοχρόνως ότι ήμουν δημοσιογράφος από την Ελλάδα, ειδικευμένος σε θέματα μουσικής κλπ, κλπ, δείχνοντάς του, ταυτοχρόνως, τη διεθνή ταυτότητα της Ελευθεροτυπίας. Ευγενικά μου υπέδειξε να πάω στα παρασκήνια. Έτρεξα για να προλάβω. Τα παρασκήνια ήταν ένα ... τροχόσπιτο πίσω από τη σκηνή. Πλησίασα τα προστατευτικά κιγκλιδώματα, όπου είχαν συγκεντρωθεί όσοι ήθελαν να του σφίξουν τουλάχιστον το χέρι και πρόφτασα να τον δω και να τον φωτογραφίσω, καθώς έμπαινε κρατώντας το μπάντζο του στο τροχόσπιτο, έχοντας κάνει πριν νόημα ότι επιστρέφει. Πραγματικά επέστρεψε σχεδόν αμέσως, πλησίασε και άρχισε να χαιρετά σφίγγοντας τα απλωμένα χέρια. Όταν ήρθε η σειρά μου του είπα από που ερχόμουν και ότι ήθελα να μιλήσω μαζί του για λίγο. Έδειξε έκπληκτος και αμέσως μου είπε να μην φύγω, αλλά να περιμένω να τελειώσει με τις χειραψίες. Οι απλοί άνθρωποι που είχαν συγκεντρωθεί ήθελαν απλώς να του σφίξουν το χέρι με ευγνωμοσύνη, έτσι τέλειωσε γρήγορα και ξαναήρθε προς το μέρος μου. Άρχισε ένας μικρός διάλογος:
«Κύριε Σίγκερ, είμαι κριτικός μουσικής, έρχομαι από την Ελλάδα και ονομάζομαι Γιώργος Μονεμβασίτης. Ξεχάστε το Μονεμβασίτης, ξέρω, είναι ελληνικά για σας, απλά Γιώργος». «Τότε, αγαπητέ Γιώργο, ξέχασε και εσύ το κύριε Σίγκερ, λέγε με απλά Πητ» ήταν η καταδεχτικότατη αντίδρασή του. Τον ευχαρίστησα για την καλοσύνη του, τού ευχήθηκα «Χρόνια πολλά» για τα γενέθλιά του και του είπα ότι επιθυμούσα, αν ήταν δυνατόν, να μιλήσουμε για λίγο για τα τραγούδια του και για τη λαϊκή αμερικάνικη μουσική γενικότερα. Με ρώτησε αν έχω γευματίσει. Του απάντησα ότι είχα φάει κάτι λίγο γύρω στο μεσημέρι. «Έχεις προγραμματίσει να παρακολουθήσεις κάποια άλλη συναυλία του Φεστιβάλ Γιώργο;», συνέχισε. Συμβουλεύτηκα το πρόγραμμα και του απάντησα ότι είχα σχεδιάσει να παρακολουθήσω τη συναυλία των Νέβιλ Μπράδερς που άρχιζε, όμως, στις 17:45. «Καλή επιλογή», μου απάντησε. «Έχουμε, επομένως, τουλάχιστον μια ώρα καιρό. Περίμενέ με», συμπλήρωσε. «Θα ξανάρθω και θα πάμε στα γραφεία του Φεστιβάλ, όπου θα μπορέσουμε να συζητήσουμε».
Επέστρεψε στο τροχόσπιτο και σε λίγο ξαναεμφανίστηκε κρατώντας τη θήκη με το μπάντζο του στο ένα χέρι και ένα μικρό σακίδιο στο άλλο. Συνοδευόταν από έναν θηριώδη άνθρωπο του Φεστιβάλ, ντυμένο με μια κελεμπία και με μπαντάνα στο κεφάλι. Πέρασαν το προστατευτικό κιγκλίδωμα και κατευθύνθηκαν προς το μέρος μου. «Έλα μαζί μας Γιώργο», μου είπε. «Πάμε να γνωρίσεις ένα σπουδαίο άνθρωπο της μουσικής. Είναι ο Τζωρτζ Γουέιν. Μήπως τον ξέρεις;» «Και τον Τζωρτζ Γουέιν γνωρίζω και τον Τζων Γουέιν!» απάντησα με υπερηφάνεια. «Τον τελευταίο ξέχασέ τον τώρα», σχολίασε χαμογελώντας, καθώς προχωρούσαμε ακολουθώντας τον άνθρωπο του Φεστιβάλ. Στο δρόμο μας συναντήσαμε το δισκοπωλείο του Φεστιβάλ. Όταν πλησιάζαμε με ρώτησε αν έχω δίσκους του. «Πολλούς» του απάντησα με καμάρι. «Φαντάζομαι ότι δεν τους έχεις όλους» είπε. «Φυσικά όχι» ομολόγησα. «Λοιπόν θέλω να σου δωρίσω κάποιον που δεν έχεις» μου είπε και κατευθύνθηκε στο χώρο του δισκοπωλείου. Ρώτησε ένα από τους πωλητές αν είχαν δίσκους του και αυτός μας οδήγησε σε ένα ειδικό σημείο όπου υπήρχαν πολλοί από την πλούσια δισκογραφία του. Και παλιοί και καινούργιοι. Πολλοί δίσκοι επαφής, λιγότεροι δίσκοι ακτίνας, μια και τα CD δεν είχαν επιβληθεί, ακόμη, οριστικά τότε. Και αμεταχείριστοι και μεταχειρισμένοι. Με αμηχανία, που δεν της έλλειπε όμως η χαρά και η συγκίνηση, ακολούθησα την προτροπή του, και χωρίς να θέλω να τον επιβαρύνω άρχισα να ψάχνω τους μεταχειρισμένους παλιούς δίσκους του. Ανακάλυψα έναν που πραγματικά πολύ τον ήθελα. Ήταν ένας δίσκος του 1966 με τον εύγλωττο τίτλο God Bless the Grass - Ευλόγησε Θεέ το χορτάρι. Καθώς τον έβγαλα από τη θέση του και τον κοιτούσα ο Πητ παρατήρησε: «Είναι καλός δίσκος. Και εγώ τον αγαπώ πολύ. Χαίρομαι για την επιλογή σου». Τον πήρε από τα χέρια μου, κατευθύνθηκε προς το ταμείο, τον πλήρωσε, έγραψε πάνω στο εξώφυλλο μια αφιέρωση – μετά διαπίστωσα ότι περιείχε και τη συμβολική, για μένα, ημερομηνία, τόσο των γενεθλίων του, όσο και της συνάντησής μας - και γύρισε προσφέροντάς μου την τσάντα που τον περιείχε. Δεν ήξερα τι να πω: «Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Είναι μεγάλη τιμή και χαρά για μένα», ψέλλισα.
https://www.musicpaper.gr/articles/item/5967-enas-xronos-apousias-tou-pit-sigker-kai-i-gnorimia-mazi-tou#sigProId41f12eb96c
Στα γραφεία του Φεστιβάλ – ένα τροχόσπιτο ήταν και αυτά – μας υποδέχτηκε ο Τζωρτζ Γουέιν, μια ακόμη εμβληματική μορφή της αμερικάνικης μουσικής. Ο σχεδόν 90χρονος σήμερα και θαλερός Γουέιν, υπήρξε ο οργανωτής φημισμένων φεστιβάλ, όπως το Φεστιβάλ Τζαζ του Νιούπορτ, το Φεστιβάλ Φολκ του Νιούπορτ (το ίδρυσε με τον Σίγκερ του 1956), το Φεστιβάλ της Νέας Ορλεάνης. Μέσα στο γραφείο-αρχηγείο, που βρισκόντουσαν ακόμη ένας βοηθός του Γουέιν και η γραμματέας του, ήταν στρωμένο πρόχειρα ένα τραπέζι με μια μικρή τούρτα γενεθλίων και διάφορα ντόπια εδέσματα. Αφού έσβησε τα κεράκια της τούρτας και του ευχηθήκαμε όλοι το “Happy Birthday” οι υπόλοιποι έφυγαν και μας άφησαν μόνους. Ήταν ολότελα δικός μου!
«Μπορούμε να μιλάμε καθώς θα τρώμε» είπε. «Σου συνιστώ να δοκιμάσεις απ’ όλα αυτά. Είναι ντόπιες σπεσιαλιτέ και είναι πολύ νόστιμες». Και άρχισε να μου εξηγεί τι είναι το Jambalaya, το Gumbo, το Shrimp Creole και το Andouille, καθώς τα δοκιμάζαμε. Με ρώτησε αν ήθελα μπύρα ή δροσερό νερό που υπήρχαν επίσης στο τραπέζι και προτίμησα νερό, όπως και ο ίδιος. Η συζήτησή μας άρχισε με μια ... πολιτικού χαρακτήρα διαπίστωσή μου, την οποία του εξομολογήθηκα. Του είπα ότι πριν δυο μέρες ήταν Πρωτομαγιά. Κι όμως εκεί στη Νέα Ορλεάνη, που βρισκόμουν ,η εικόνα τη μέρα εκείνη δεν είχε καμιά διαφορά από την προηγούμενη ή επόμενη μέρα. Ενώ στην Αθήνα..., στην Ελλάδα... «Ξέρω, ξέρω», απάντησε με μάλλον απογοητευμένο ύφος. «Δυστυχώς, εδώ, στον τόπο που άρχισε αυτός ο γιορτασμός της Πρωτομαγιάς, το κεφάλαιο έχει οδηγήσει τη ζωή, εκεί που θέλει. Άλλη μια αργία, σημαίνει για αυτούς που μας κυβερνάνε, απώλεια χρήματος».
Μου ζήτησε να του περιγράψω πως ζούμε την αντίστοιχη μέρα στην Αθήνα. Του είπα ότι είναι καθολική αργία με τη μορφή απεργίας-διαμαρτυρίας, για τη μεγάλη εργατική συγκέντρωση που γίνεται σε ένα μεγάλο ανοιχτό χώρο στο κέντρο της Αθήνας (σ.σ. Πεδίο Άρεως) κ.τ.λ. Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται και είπε ότι γνώριζε πως αλλού τιμούν τη μέρα και όχι όπως στη χώρα του. Νοιώθοντας ότι κάπως τον στενοχωρούσε το θέμα αυτό, οδήγησα τη συζήτησή μας προς τη μουσική. Μιλήσαμε, μέχρι να φτάσει η ώρα του αποχαιρετισμού πολύ για την αμερικάνικη μουσική. Διαπίστωσα ότι διακατεχόταν από μια, μάλλον υπερβολική, για μένα, αισιοδοξία, σκεπτόμενος τα αδιέξοδα και τις ουτοπίες του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος - δεκαετίες του 1960 και του 1970. «Ο σπόρος που σπείραμε οι παλιότεροι, δεν έχει απλώς βλαστήσει, έχει προ πολλού καρπίσει. Οι καρποί είναι εύρωστοι και συνεχίζουν οι βλαστοί να παράγουν νέους καρπούς», είπε. «Σκέψου μόνο τον Μπομπ Ντύλαν, τη Τζόαν Μπαέζ, τον Άρλο Γκάθρυ, τον Μπρους Σπρίνγκστην. Αυτοί είναι μόνο η βιτρίνα, ή μάλλον, για να μην παρερμηνευτεί αυτό, η εμπροσθοφυλακή. Ξέρεις πόσοι υπάρχουν πίσω από αυτούς; Πολλοί άξιοι και αξιόλογοι. Πάρα πολλοί!». Δεν διαφώνησα μαζί του γιατί γνώριζα το βάθος του τοπίου. Αυτός, όμως, σίγουρα, το γνώριζε πολύ καλύτερα από μένα.
https://www.musicpaper.gr/articles/item/5967-enas-xronos-apousias-tou-pit-sigker-kai-i-gnorimia-mazi-tou#sigProId7e11f1f6fa
Μιλήσαμε αρκετά και για την ελληνική μουσική. Είναι γνωστό το ενδιαφέρον του Σίγκερ για την παγκόσμια παραδοσιακή και λαϊκή μουσική. Το 1963 όταν ξαναντάμωσε με τους συντρόφους του, τού σπουδαίου συγκροτήματος The Weavers, στη σκηνή του Κάρνεγκι Χολ, για μια πραγματικά ιστορική συναυλία, ερμήνευσαν σε άπταιστα ελληνικά τη «Γερακίνα» - το τραγούδησαν η Ρόννυ Τζίλμπερτ και ο Φρανκ Χάμιλτον, χωρίς να λείπουν από το τραγούδι τους τα «όπα»!. Συζητήσαμε γι’ αυτό και του είπα ότι κατά κάποια εκδοχή δεν είναι παραδοσιακό, όπως αναφέρεται στη δισκογραφημένη μαρτυρία της συναυλίας, αλλά το έχει συνθέσει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Διαπίστωσα ότι τον γνώριζε, όπως και τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Από Έλληνες τραγουδιστές γνώριζε τρεις γυναίκες: τη Μαρία Φαραντούρη, τη Φλέρυ Νταντωνάκη – στην Αμερική είχε εκδώσει δίσκο, με όνομα The Isles of Greece, τον οποίο υπέγραφε ως Fleury, το 1965, με την εταιρεία Vanguard, για την οποία είχαν ηχογραφήσει και οι Weavers – και τη Μαρία Κάλλας! Ναι τη Μαρία Κάλλας! Μου επιβεβαίωσε, μάλιστα, ότι γνώριζε καλά ότι ήταν Ελληνίδα και όχι απλώς ελληνικής καταγωγής.
Θα ερχόταν να παρακολουθήσουμε μαζί τη συναυλία των Νέβιλ Μπράδερς, είπε, γιατί του άρεσαν πολύ, όπως εμμέσως είχε επισημάνει νωρίτερα, όταν τον ενημέρωσα ότι αυτή τη συναυλία επιθυμούσα να παρακολουθήσω, πριν τη λήξη του Φεστιβάλ, μολονότι παραπέρα την ίδια ώρα ο Ντόκτορ Τζων παρουσίαζε το δικό του πρόγραμμα, αλλά ένοιωθε κουρασμένος. Με αποχαιρέτισε με ένα ανεπιτήδευτο σφίξιμο του χεριού, που κατέληξε σε ένα θερμό εναγκαλισμό, χρησιμοποιώντας τον τίτλο ενός αγαπημένου τραγουδιού των Weavers: “So Long George, It’s Been Good to Know You” (Γεια σου Γιώργο, Ήταν όμορφα που σε γνώρισα). Και για μένα αγαπητέ Πητ ήταν όμορφα, πολύ-πολύ όμορφα. Καθώς απομακρυνόμουνα πηγαίνοντας προς την εξέδρα της Taco Bell όπου άρχιζε σε λίγο η συναυλία των Αδελφών Νέβιλ, σκέφτηκα ότι δεν είχα βγάλει καμιά φωτογραφία από τη συνάντησή μας με τον Τζωρτζ Γουέιν, ούτε καν τον Πιτ να σβήνει τα κεράκια των εξηκοστών ένατων γενεθλίων του. Δεν πειράζει, μονολόγησα. Λίγες πόζες έχει ακόμη το φιλμ στη μηχανή μου. Ας απαθανατίσω και τους Νέβιλ. Άλλωστε τούτες οι απίστευτες στιγμές που έζησα θα μείνουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου, χωρίς να ξεθωριάσουν σαν παλιές φωτογραφίες. Και έτσι είναι. Πάντα θυμάμαι όσα συνέβησαν εκείνες τις στιγμές, σαν να έγιναν χθες.
Δεν συνάντησα ξανά έκτοτε τον Πιτ. Η σκέψη μου όμως τον συναντά συχνά, πολύ συχνά, όταν ακούω τα αειθαλή τραγούδια του. Ο Πιτ Σίγκερ έφυγε μακρυά από τον κόσμο αυτό, πριν ένα χρόνο, έχοντας ολοκληρώσει μια ζηλευτά καρποφόρα γήινη διαδρομή 95 χρόνων. Τα τραγούδια του όμως, καθώς και οι γλυκές αναμνήσεις από τη συνάντησή μας, θα μένουν για πάντα εδώ, στη μνήμη και την καρδιά.