Ο David Eugene Edwards δεν είναι ένας μουσικός με πολλά «θέματα», είναι ένας άνθρωπος με πάρα πολλά «θέματα» ο οποίος απλά τυχαίνει να κάνει μουσική! Αναπόφευκτα λοιπόν τα τόσα «θέματα» του δεν θα μπορούσαν παρά να επηρεάσουν κατάφωρα την μουσική του. To ευτύχημα είναι ότι αυτή η μουσική είναι τόσο εμπνευσμένη και καλή... όπως και κάθε άλλη που έρχεται με ορμή από μιαν ανθρώπινη ψυχή. Στην περίπτωση του Edwards η ψυχή αυτή είναι τόσο ταραγμένη, όχι όμως έστω και ελάχιστα... διαταραγμένη!

Τι μπορεί άραγε να συνέβη στην παιδική ηλικία κάποιου που γεννήθηκε στο ορεινό Κολοράντο και δημιούργησε τέτοια θύελλα εντός της ψυχής του; Μόνον ο ίδιος ο Edwards μπορεί να το ξέρει, δίχως ούτε καν αυτό να είναι σίγουρο... Επιφανειακά είναι ένας ακόμα συνηθισμένος (σαρανταεξάχρονος πλέον) Αμερικανός, πιστός χριστιανός και καλός οικογενειάρχης που παντρεύτηκε αρκετά νέος και εξακολουθεί να είναι μαζί με την ίδια γυναίκα με την οποία έχουν αποκτήσει και δύο παιδιά. Τα φαινόμενα όμως πολύ συχνά απατούν και όλοι ξέρουμε την φράση «η ηρεμία πριν την καταιγίδα»...

 

Η καταιγίδα αυτή ήταν ήδη ορατή στο πρόσωπο και στις κινήσεις του Edwards πριν ακόμα σχηματίσει το πρώτο του συγκρότημα στο Ντένβερ, το 1992. Οι 16 Horsepower ήταν τυπική, τυπικότατη μάλιστα alt country, με άλλα λόγια η καταιγίδα που ανέφερα παραπάνω μαινόταν μεν αλλά κάτω από μιαν, υπερβολικά ίσως, ήρεμη επιφάνεια, με την μελαγχολική φωνή του Edwards να κυριαρχεί στις νοσταλγικές ενορχηστρώσεις των τραγουδιών του και μόνο τους στίχους του να αφήνουν να φαίνεται κάτι από τις βροντές και τον μανιασμένο άνεμο που τον σάρωνε – και εξακολουθεί να το κάνει – έσωθεν.

 

Όταν το γκρουπ συμφώνησε να περάσει ένα διάστημα «αργίας» το 2000, ο Edwards διοχέτευσε την δημιουργικότητα του σε ένα αρχικά προσωπικό project, τους Wovenhand. Και όταν μετά από μια σύντομη επάνοδο, οι 16 Horsepower διαλύθηκαν οριστικά, το ’06 στράφηκε οριστικά σε αυτούς, μετατρέποντας τους σταδιακά σε μια κανονική και λειτουργικότατη μπάντα.

 

Ηταν ακριβώς τότε που η καταιγίδα μετατράπηκε σε θύελλα και βγήκε ασυγκράτητη στην επιφάνεια για να γίνει στη συνέχεια τυφώνας που τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στο πέρασμα του! Ηταν τότε που στα country στοιχεία ήρθαν να προστεθούν αρκετά ακόμα και μαζί τους η παλαιά, καθαρά ευρωπαϊκή «γοτθική» αίσθηση του αμερικανικού Νότου.

 

 

Την ίδια ίσως δεισιδαίμονα παράδοση που μπορεί να γέννησε και την Κουκ Κλουξ Κλαν, αλλά έχει τις ρίζες της πολύ πιο πίσω και πηγαίνει πολύ βαθύτερα και τμήματα της είναι τα φαντάσματα των πιονέρων και των νεκρών του εμφυλίου πόλεμου των Βορείων με τους Νοτίους, τα απάτητα ακόμα σε κάποια σημεία δάση, οι ατελείωτες βραχώδεις οροσειρές και οι απέραντες έρημοι της Νεβάδα και του Τέξας, οι βάλτοι και τα bayou της Λουζιάνα και της Φλόριντα, οι ιστορίες των καταδιωγμένων από αποσπάσματα και σκυλιά μαύρων σκλάβων που δραπέτευσαν και αυτές τις οποίες αφηγούνταν τα βράδια οι Κρεολοί και έδωσαν τροφή και αποτέλεσαν μήτρα για την πρώτη εποχή της jazz αλλά και για τα blues της Νέας Ορλεάνης, στην πιο μυστηριακή εκδοχή τους, εκείνης την οποία τραγούδησε ο Dr John ή The Night Tripper.

 

Ιστορίες για ανείπωτα οικογενειακά δράματα, αιμομιξίες και υποφώσκουσα ψυχολογική, λεκτική και σωματική βία, κορασίδες που χάθηκαν μια παγωμένη νύχτα φορώντας μόνο το νυχτικό τους ή κάποιος τις έκρυψε κάπου βαθιά ανάμεσα στα αιωνόβια δέντρα και αγόρια που έχασαν για πάντα το δρόμο τους και δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν ποτέ σπίτι.

 

Ολα αυτά ποτισμένα με το περιεχόμενο εκατοντάδων μπουκαλιών Jack Daniel’s, υλικού που κάνει τις φωτιές της έσωθεν κόλασης πολύ πιο καυτές και πιο έντονους τους ρυθμούς τους οποίους φέρνει μαζί του το λίγο αίμα των Αμερικανών ιθαγενών (ή «Ινδιάνων»), που ρέει στις φλέβες του Edwards, να εισβάλλουν πολύ πιο επιθετικά στην μουσική του κάνοντας πολύ πιο δυνατή μα και δυναμική, σχεδόν πολύ κοντινή σε αυτό που στον γερμανικό ρομαντισμό ονομάζουμε sturm und drang!

 

 

Πάνω απ’ όλα όμως και πολύ περισσότερο από όσο στους 16 Horsepower ήταν με τους Wovenhand, που ο Edwards ξανάπιασε για τα καλά το νήμα της κυριότερης επιρροής του, του αείμνηστου Jeffrey Lee Pierce, ηγέτη των Gun Club.

Γιατί ολοφάνερα είναι η χριστιανική του πίστη που πυροδοτεί αλλά και νοηματοδοτεί τα τραγούδια του όσο κι αν έχει μιαν εξαιρετικά προσωπική διάσταση και εκφράζεται με έναν όλως ιδιοσυγκρασιακό τρόπο μέσα από τις αναρίθμητες στιχουργικές αναφορές του στη Βίβλο.

 

Πάρα πολλοί μπορεί να τον συγκρίνουν με τον Nick Cave

αλλά ακολουθούν διαφορετικές πορείες. Αν ο μεγάλος Αυστραλός δημιουργός είναι ο αμαρτωλός που εξεγείρεται εναντίον ενός σκληρού Θεού και απολαμβάνει να καίγεται μέσα στις φλόγες της κόλασης, ο Edwards είναι ο αμαρτωλός που στρέφει την συσσωρευμένη και καταπιεσμένη οργή ολόκληρης της ζωής του εναντίον του εαυτού του και μόνον, όχι όμως για να αυτοκαταστραφεί αλλά για να βοηθήσει την θετική πλευρά του να επικρατήσει της αρνητικής.

 

Αν ο Cave ήθελε παλαιότερα εκδίκηση και πλέον μόνο την κάθαρση από τα υπαρξιακά του δεινά ο Edwards επιζητεί την σωτηρία και, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, μέσα από την μουσική του τελικά την βρίσκει. Και αν ο πρώτος ταυτίζεται με τον Robert Johnson του «Crossroads» που πούλησε την ψυχή του στον διάβολο για να έχει το έργο του αξία, ο δεύτερος πιθανότατα βλέπει τον εαυτό σε ένα τραγούδι από το πρόσφατο album του Leonard Cohen, τo «Almost Like The Blues»:

Δεν υπάρχει Θεός στον παράδεισο

Και δεν υπάρχουν τα κατάβαθα της κόλασης

Ετσι είπε ο σπουδαίος καθηγητής

Για όλα όσα πρέπει να ξέρουμε

Αλλά έλαβα την πρόσκληση

Που δεν μπορεί να αρνηθεί ένας αμαρτωλός

Και είναι σχεδόν σαν σωτηρία

Είναι σχεδόν σαν τα μπλουζ…

 

Είναι αυτήν ακριβώς την «πρόσκληση» που λαβαίνει ο ίδιος ο Edwards και την απευθύνει σε όλους τους άλλους μέσα από τα τραγούδια των Wovenhand όπως αυτά του τελευταίου τους δίσκου, του θαυμάσιου «Refractory Obdurate» που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες. 

 


* Οι Wovenhand Για δύο εμφανίσεις στην Ελλάδα την Τρίτη 7 στο «Fix Factory Of Sound» της Θεσσαλονίκης και την Τετάρτη 8 Οκτωβρίου στο «Fuzz Live Music Club» στην Αθήνα...