-          «Αυτό το σκουίλλο που έχεις θα σ’ εγκαταλείψει μια μέρα!»
-          «Και τι είναι, ωρέ, αγαπητικός, για να μ’ εγκαταλείψει;»

 

Ο παραπάνω διάλογος λέγεται πως εκτυλίχθηκε στο θέατρο Βέμπο πριν από εξήντα χρόνια ακριβώς, στις πρόβες της επιθεώρησης Σουσουράδα. Ο συγγραφέας Μίμης Τραϊφόρος προσπαθούσε να πείσει την τραγουδίστρια του θιάσου Ρένα Βλαχοπούλου να μην περιοριστεί στην ερμηνεία του αρχοντορεμπέτικου «Κάνε μου τέτοια» αλλά να δεχτεί να παίξει κι έναν κωμικό ρόλο σε ένα νούμερο στηριγμένο σε αυτό το τραγούδι. Η Βλαχοπούλου, που ήταν ήδη μια έμπειρη τραγουδίστρια με επαγγελματική εμπειρία 14 χρόνων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, δεν ενδιαφερόταν να αλλάξει ρότα και να γίνει ηθοποιός. Ο διορατικός Τραϊφόρος όμως είχε αντιληφθεί πως η καριέρα της θα είχε διάρκεια όχι χάρη στη θεσπέσια φωνή της —μια φωνή με σκουίλλο, δηλαδή παλμό και ένταση που μπορούσε να καλύψει τον ήχο μιας ορχήστρας, και μοναδική εκφραστικότητα— αλλά χάρη στη σπάνια κωμική της φλέβα.

Σήμερα, ο Τραϊφόρος έχει δικαιωθεί πλήρως, δέκα χρόνια μετά το θάνατο της Ρένας Βλαχοπούλου (29 Ιουλίου 2004), αφού εκείνη είναι καταξιωμένη στη συνείδηση του κοινού ως μια από τις σπουδαιότερες κωμικούς ηθοποιούς της Ελλάδας. Σαφώς ο κόσμος γνωρίζει και την τραγουδιστική πλευρά της, αφού οι ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη και του Αλέκου Σακελλάριου που της χάρισαν την αθανασία αποτύπωσαν και το τραγουδιστικό της ταλέντο, ενώ η παράδοση του ελληνικού κινηματογραφικού μιούζικαλ οφείλει πολλά και στη δική της παρουσία. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα που χάρη στο διαδίκτυο είναι προσβάσιμες πολλές ηχογραφήσεις της τραγουδίστριας Ρένας Βλαχοπούλου, δεν έχουμε αντιληφθεί ακόμα το εύρος της τραγουδιστικής της καριέρας και των δυνατοτήτων της φωνής της.

 

Ήταν μια τραγουδίστρια με σπάνια μουσική προσωπικότητα και αυτό αποδείχτηκε περίτρανα όταν σε μια δύσκολη εποχή, στα χρόνια της Κατοχής, στη διάρκεια της συνεργασίας της με τον πιανίστα Γιάννη Σπάρτακο σε θέατρα και βαριετέ, χρίστηκε «Βασίλισσα της Τζαζ»: ξεσήκωνε το αθηναϊκό κοινό με ελληνικά και ιταλικά σουίνγκ και σλόου — με αποκορύφωμα την τεράστια επιτυχία που γνώρισε με το τραγούδι «Θα σε πάρω να φύγουμε» (1944). Ακολούθησε (1946-51) μια μεγάλη περιοδεία με τον Σπάρτακο στη Μέση Ανατολή και την Αμερική (όπου δέχτηκαν προτάσεις να εμφανιστούν σε σκηνές του Broadway αλλά τα σχέδια ναυάγησαν).

 

 

Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, η Βλαχοπούλου συνέχισε να είναι επιτυχημένη «ντιζέζ» των επιθεωρήσεων και των κοσμικών νυχτερινών κέντρων. Μετά το υποκριτικό της ντεμπούτο (1954), που απογείωσε τη δημοτικότητά της, δεν εγκατέλειψε την καριέρα της τραγουδίστριας: μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 είχε απαραίτητα ξεχωριστή τραγουδιστική εμφάνιση στις επιθεωρήσεις στις οποίες εμφανιζόταν, ενώ εξακολουθούσε να είναι πρώτο όνομα σε νυχτερινά κέντρα της εποχής. Κι όταν στα χρόνια του ’70 και του ’80 ο θεσμός της τραγουδίστριας της επιθεώρησης είχε πλέον εκλείψει, εκείνη τραγουδούσε πάντα περισσότερα τραγούδια από άλλους ηθοποιούς στα νούμερά της, ενώ πάντα έβρισκε την ευκαιρία να τραγουδήσει και στις ταινίες της.

 

Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, η περιορισμένη παρουσία της στη δισκογραφία. Ίσως να είναι λογικό το ότι στα χρόνια του ’40 η Βλαχοπούλου ηχογράφησε μόλις πέντε τραγούδια (στην Κατοχή οι εταιρίες δίσκων ήταν κλειστές και αργότερα εκείνη έλειπε στο εξωτερικό), στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 όμως δισκογράφησε λιγότερα από το ένα τέταρτο των τραγουδιών που λάνσαρε στο θέατρο, την πίστα και το σινεμά. Πάντως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ηχογράφησε περισσότερα τραγούδια στους ραδιοθαλάμους του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας.

 

tha-se-paro-na-figoumeΣυμμετείχε τακτικά σε ραδιοφωνικές εκπομπές από τα χρόνια του ’40, αλλά η έλευση του μαγνητοφώνου στις αρχές του ’50 διέσωσε πολλές από τις ηχογραφήσεις της με την ορχήστρα του ΕΙΡ, ηχογραφήσεις που συχνά αποτυπώνουν το ταλέντο της πιο πιστά από ότι οι δίσκοι εκείνης της εποχής ή τα μεταγενέστερα κινηματογραφικά της τραγούδια.

 

Στη δισκογραφία και το ραδιόφωνο λοιπόν ερμήνευσε κυρίως ελαφρά τραγούδια, στους ρυθμούς που ήταν στη μόδα κάθε φορά (βαλς, τάγκο, μπιγκίν, σάμπα και ελάχιστα κομμάτια από το ρεπερτόριο της κατοχικής τζαζ), πέρασε από το αρχοντορεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι και διέπρεψε στο αφηγηματικό τραγούδι που αναδείκνυε τη σπάνια εκφραστικότητά της.

 

Στον τελικό απολογισμό όμως η καριέρα της ηθοποιού επισκίασε την καριέρα της τραγουδίστριας. Άραγε η τραγουδίστρια Βλαχοπούλου θα είχε δικαιωθεί περισσότερο αν είχε τελικά τραγουδήσει Χατζιδάκι στον δίσκο της Οδού Ονείρων (μια παράσταση που ξεκίνησε με δική της πρωτοβουλία) ή αν είχε ηχογραφήσει περισσότερους δίσκους στην εποχή της ακμής της;

 

Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Μπορούμε όμως να γνωρίσουμε καλύτερα και να επανεκτιμήσουμε την τραγουδίστρια Ρένα Βλαχοπούλου ακούγοντας ξανά εκείνες τις παλιές ηχογραφήσεις…