«Εµείς, όταν έχουµε κέφι, παίζουµε και τέσσερις ώρες, ενώ διαµορφώνουµε το πρόγραµµα ανάλογα µε το κοινό µας....Ε, στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ δεν τραγουδήσαµε Αλέξια ή τα πιο λαϊκά µας κοµµάτια»

 

Αυτές οι πρόσφατες δηλώσεις του Μύρωνα Στρατή, δημοφιλούς ποπ τραγουδιστή, εκτός από την ειλικρίνειά τους, άθελά τους χαρακτηρίζουν και μια πραγματικότητα. Την πολιτική της «απολιτίκ» καριέρας. Είτε αυτή αφορά έναν καλλιτέχνη ή έναν υπεύθυνο χώρου ή το κοινό ή έναν  δημοσιογράφο-αρθογράφο. Κατά τον ισχύοντα καλλιτεχνικό φιλελευθερισμό σημασία δεν έχει  η ιδεολογική ταυτότητα, η οποία έτσι κι αλλιώς έχει πάψει από καιρό να είναι ευδιάκριτη, και κυρίως αναγκαία στις παντός είδους -και εκτός των καλλιτεχνικών βεβαίως- δοσοληψίες, αλλά ούτε καν πια το στοιχειώδες ανάλογο ρεπερτόριο ή η ιστορία του χώρου ή του μέσου.  Σημασία έχει ο τρόπος που προσαρμόζεται κανείς στις εκάστοτε συνθήκες. Επικρατεί, δηλαδή, η αιλουροειδής τακτική που καμουφλάρεται με το μανδύα μιας μετανεωτερικής αντίληψης, το περιβόητο επιστημολογικό «anything goes».

 

Αυτή η τακτική αφορά τον καλλιτέχνη που έχει αποβάλει από το λεξιλόγιό του το κάθε -έστω και αναίμακτο- «όχι» και δίνει αφειδώς συνεντεύξεις – ας πούμε το πιο απλοϊκό παράδειγμα- αδιαφορώντας ποιο είναι το μέσο και η αισθητική του, την ίδια όμως ώρα που μέσα σε αυτές ηθικολογεί υπέρ των αυστηρών κριτηρίων στις επιλογές του! Αφορά τον «ευαισθητοποιημένο» καλλιτέχνη ο οποίος την ίδια στιγμή που δηλώνει αλληλέγγυος στους (δίκαιους) αγώνες των εργαζομένων της Ελληνικής Χαλυβουργίας,  επικροτεί  με την παρουσία του -στο όνομα της διάδοσης της μουσικής- ένα δισκοπωλείο-χώρο συναυλιών που έχει, πλέον τοις πάσι γνωστό, ανοικτά νομικά μέτωπα και αρκετές καταγγελίες από τους εργαζόμενους του για παραβίαση εργασιακών δικαιωμάτων.

 

Αφορά το δημιουργό που παρέχει το έργο του άκριτα  (σε παντός είδους συνθέτες και στιχουργούς και σε παντός είδους τηλεοπτικά θεάματα) και καμαρώνει για τις επιλογές του σαν γύφτικο σκερπάνι, χωρίς να κρατά έστω τα προσχήματα. Τον υπεύθυνο ενός χώρου που προσπαθεί να δικαιολογήσει τις επιλογές του παραποιώντας τη σύγχρονη ιστορία κατά το δοκούν. Το κοινό που αδυνατεί να αντιληφθεί τις διαφορές ανάμεσα στο τσιφτετέλι του Κιάμου και το τσιφτετέλι του Μάλαμα και που βλέπει, με τις ευλογίες των όσων διαχειρίζονται τα δικαιώματα, να εκμεταλλεύονται χονδροειδώς  την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού εξισώνοντας τις ανάγκες του τραγουδιού με τις ανάγκες του καταναλωτή βλ. την πρόσφατη διαφήμιση μπύρας και το «Ακρογιαλιές Δειλινά» του Τσιτσάνη (γραμμένο υπό άλλες συνθήκες και για άλλες συνθήκες). Τον αρθογράφο που υπερασπίζεται την κάθε κακόγουστη και trash  αισθητική ως δείγμα undergroundλογικής, αρκεί να κερδίσει δεκάδες likesπαραπάνω, θέτοντας πάντα ως επιχείρημα την ιστορία του Χατζιδάκι με τον Φλωρινιώτη. Τον δημοσιογράφο που ομογενοποιεί πρόσωπα, ρεύματα και εποχές υπερηφανευόμενος για την ελευθεριότητα της αντίληψής του.

 

Μπορούν να καταγραφούν κι άλλα δεκάδες και πιο σοβαρά παραδείγματα. Το  «να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις» είναι μια γενναία κίνηση που δεν υλοποιείται εν μια νυκτί. Ούτε πάντα με ψύχραιμο αίμα. Και δεν ξέρω μάλιστα και κατά πόσο είναι αμιγώς προσωπική απόφαση. Το θέμα εδώ είναι άλλο. Να μη μιλάς για «φιλελεύθερο πνεύμα» και «έλλειψη κομπλεξισμού» όταν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια βαθιά ανιστόρητη και κερδοσκοπική (όπως κι αν μεταφράζεται ο όρος) τακτική. Τουλάχιστον αυτό.