Πριν από λίγες μέρες παρακολούθησα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» του Κώστα Βάρναλη με τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη «Σπείρα-Σπείρα» σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι. Ο Σωκράτης του Βάρναλη γίνεται ο Σωκράτης του Κραουνάκη. Ο πυκνός λόγος του Βάρναλη διηθείται μέσα από το ένστικτο και το καλλιτεχνικό φίλτρο της προσωπικότητας του Κραουνάκη και φτάνει στον κόσμο οξύς, αιχμηρός, κρουστός.
Λόγος με ευθείες κατηγορίες αλλά και με υπαινιγμούς, λόγος που θα σε στήσει στον τοίχο αλλά και που θα σε οδηγήσει στην αυτογνωσία, λόγος που περνά από το μερικό στο όλον χωρίς να κανακεύει κανέναν (ο Σωκράτης θεωρεί πως, αν τον δίκαζαν ατομικά οι κατήγοροί του, η απόφαση θα ήταν διαφορετική).
Το έργο είναι ένα συνεχές σφυροκόπημα στη συνείδηση του καθενός. Οι αναφορές στο σήμερα τραγικά διαχρονικές. Παρ’ όλα αυτά η παράσταση έχει και τις ανάσες της. Τις στιγμές που το χαμόγελο και η μουσική θα σε αφήσουν να βγεις για λίγο στην επιφάνεια, πριν ο λόγος του Βάρναλη σε βυθίσει και πάλι στην περίσκεψη. Αυτό είναι κάτι που ο Κραουνάκης το γνωρίζει καλά και το πράττει με ισορροπία και μέτρο.
Το έργο όμως, με τον τρόπο που παρουσιάζεται, παραπέμπει σε μιαν άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα καλλιτεχνών που υπήρξαν πριν αλλά και μετά από τον Βάρναλη και που με το λόγο τους ή τα έργα τους χάραξαν δρόμους. Στα μάτια μου «πέρασαν» από τη σκηνή ο Αριστοφάνης με τη σάτιρα, ο Μακρυγιάννης με τη δύναμη του λόγου, ο Κουν με τη μυσταγωγία της παράστασης, ο Γκάτσος του «Ρεμπέτικου», ο Καμπανέλλης του «Μεγάλου μας τσίρκου», ο Ρίτσος του «Ορέστη». Το μόνο που στενοχωρεί τον Σωκράτη του Βάρναλη είναι που θα πεθάνει καλοκαίρι. «Αν ήταν χειμώνας δε θα μ’ ένοιαζε» λέει.
Είναι η ίδια εποχή του χρόνου που ο «Ορέστης» του Γιάννη Ρίτσου καλείται να πάρει την εκδίκησή του απέναντι στο φόνο του πατέρα του και ο δισταγμός μπροστά στην πράξη του και τις συνέπειές της ενισχύεται από τη ζωή που έξω συνεχίζεται ανέμελη και τη φύση που οργιάζει. Εκεί ο θύτης είναι ουσιαστικά θύμα των «πρέπει» του, εδώ το θύμα αποδεικνύεται θύτης των κατηγοριών που του αποδίδονται. Σε αυτή τη στιγμή του έργου ακούγεται και ένα από τα ωραιότερα τραγούδια (ή μήπως χορικά;) που συνέθεσε ο Άρης Βλάχος μελοποιώντας κομμάτια του κειμένου του Βάρναλη. Θεωρώ ότι είναι καθοριστική η συμβολή του στην εξέλιξη της παράστασης.
Σκεπτόμενος αυτά φοβήθηκα μήπως πέφτω στην παγίδα που έπεσε ο πρωταγωνιστής στην ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» του Woody Allen. Ο ήρωας του έργου μεταφερόταν – με μεταφυσικό τρόπο – στο Παρίσι του Μεσοπολέμου όπου γνώρισε από κοντά μερικούς από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο που βρέθηκαν στη Γαλλία εκείνης της εποχής κι έκανε μοιραία τη σύγκριση με το σήμερα. Ανάμεσα όμως στην παρέα του μεσοπολέμου υπήρχε και η ηρωίδα του έργου που νοσταλγούσε τη δική της παλιότερη εποχή (της μπελ επόκ) και που βαριόταν αυτό που ζούσε, κάτι που φαινόταν αδιανόητο στον πρωταγωνιστή, όταν ακριβώς ο περίγυρός τους ήταν η πνευματική ελίτ της εποχής.
Έχω την αίσθηση πως πολλές φορές πέφτουμε στην ίδια παγίδα. Ωραιοποιούμε δηλαδή συνολικά το παρελθόν, απομονώντας όμως στην ουσία μόνο τα καλά του στοιχεία. Και επειδή αναφερόμαστε στους πνευματικούς ανθρώπους, στους καλλιτέχνες, έχοντας ίσως τα αυτιά μας και τα μάτια μας στραμμένα μόνο στο παρελθόν, δεν ακούμε τους σημερινούς νέους ανθρώπους που προσπαθούν να αρθρώσουν λόγο, αλλά καλύπτονται από φωνές – και φωνές συνομηλίκων τους πολλές φορές. Επιρρίπτονται σήμερα σε κάποιους καλλιτέχνες ευθύνες για τη σιωπή τους. Ίσως όμως για πολλούς από αυτούς να μιλάει το έργο τους, αρκεί να το βρεις και να το αποκρυπτογραφήσεις.
Νομίζω ότι η αληθινή Τέχνη, αυτή που απευθύνεται στην ψυχή και στο μυαλό και ανοίγει ορίζοντες, θέλει ψάξιμο. Πολλές φορές στο παρελθόν λοιδωρήθηκε, κυνηγήθηκε και καλύφθηκε από κραυγές, αργότερα όμως ανακαλύφθηκε. Πόσοι και πόσοι καλλιτέχνες δεν έχουν περάσει στη σφαίρα του «μύθου» μετά θάνατον... Άλλες φορές πάλι ήρθε αυτή η ίδια η αληθινή Τέχνη και βρήκε τον άνθρωπο. Με τη γνησιότητα της λαϊκότητάς της. Με τη μορφή ενός τραγουδιού, ενός βιβλίου, ενός θεατρικού έργου ή μιας κινηματογραφικής ταινίας συσπείρωσε τον κόσμο γύρω της.
Μήπως τελικά η πνευματική τροφή θέλει περισσότερο μάσημα και η επιφάνεια περισσότερο ξύσιμο ή μήπως, όπως αναρωτιόταν η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου στο φινάλε ραδιοφωνικής της εκπομπής στο Δεύτερο Πρόγραμμα, «πήρα να γερνάω»;