Το κείμενο αυτό ξεκίνησε ως μα αναφορά σε ένα πολύ καλό και αληθινά όμορφο πρόσφατο jazz album, το ντουέτο δύο κορυφαίων μουσικών του είδους, του πιανίστα Keith Jarrett και του κοντραμπασίστα Charlie Haden «Last Dance» που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από την σημαντικότερη ευρωπαϊκή jazz δισκογραφική εταιρεία, την γερμανική ECM.
Ηθελα να γράψω το πόσο πολύ μου άρεσε η νέα πνοή την οποία εμφύσησαν οι Jarrett και Haden σε εννέα κλασικά – τρομερά πολυπαιγμένα, με άλλα λόγια – κομμάτια της jazz και ο σεβασμός που προσέγγισαν την μελωδικότητα τους αλλά και την ανέδειξαν με διακριτικές παρεμβάσεις χωρίς όμως και να παραμελούν στο ελάχιστο την αυτοσχεδιαστική τους δεινότητα η οποία αναδύεται αβίαστα μέσα από τα παραδοσιακά πλαίσια των συνθέσεων.
Ήθελα να πω επίσης ότι όσο με ενθουσίασε για άλλη μια φορά το χαρακτηριστικά «πλούσιο» παίξιμο του Jarrett σε τέτοιες περιπτώσεις άλλο τόσο με εντυπωσίασε η απόλυτη πλέον «συμπύκνωση» εκείνου του Haden, ούτε μία περιττή νότα αλλά μόνον οι απολύτως απαραίτητες ακόμα και στα σόλο του, το κοντραμπάσο του να υπογραμμίζει και να υπονοεί, να λέει περισσότερα με την σιωπή του παρά με τον ήχο του. Και όμως, παρά την τόση μελετημένη και ακριβή λιτότητα του, το τελικό αποτέλεσμα να δίνει την πρωτοφανή – ίσως στα διεθνή χρονικά – αίσθηση ότι πρόκειται για το μοναδικό αρχετυπικό jazz τρίο με...δύο μόνο μουσικούς, με τα ντραμς δηλαδή να απουσιάζουν αλλά αυτό σχεδόν να μην γίνεται αντιληπτό!
Όλα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν και με το παραπάνω... Ηρθε όμως ένα από εκείνα τα απρόσμενα γεγονότα που δεν ανατρέπουν μεν την αρχική σου θεώρηση για κάτι αλλά σε κάνουν να εμβαθύνεις και να κατανοείς καλύτερα σε όσα έχεις παρατηρήσει αναφορικά με αυτό. Το γεγονός αυτό δεν ήταν παρά ο θάνατος ενός από τους δύο συντελεστές, το Σάββατο ο Charlie Haden πέρασε στην αιωνιότητα της jazz λίγες ημέρες πριν συμπληρώσει τα εβδομήντα επτά χρόνια του. Υπό το πρίσμα λοιπόν του ότι αυτός ο δίσκος είναι πλέον το τελευταίο καταγεγραμμένο δείγμα της τέχνης του αποκτά άλλες και αρκετά διαφορετικές διαστάσεις.
Μπορείς να διακρίνεις σε αυτόν το ύφος κάποιου που η μεγαλοσύνη του στο κοντραμπάσο, ολοφάνερα πλέον, οφείλεται στο ότι προσάρμοσε την τεχνική του στο όργανο σε εκείνο που έκανε από τα δύο μέχρι τα δέκα πέντε του χρόνια όταν μία σπάνια μορφή πολιομυελίτιδας που έβλαψε τους μύες του προσώπου του και τις φωνητικές του χορδές τον ανάγκασε να το σταματήσει. Αυτό δεν ήταν άλλο από το να τραγουδά και μάλιστα ιδιαιτέρως καλά και αφού δεν μπορούσε πλέον να το κάνει με το στόμα μελέτησε και έμαθε να παίζει έτσι το κοντραμπάσο στο οποίο στράφηκε ώστε να το κάνει επίσης να «τραγουδά».
Μπορείς επίσης να δεις τον μέγα αυτοσχεδιαστή που μαθήτευσε δίπλα στον μέγιστο της free jazz Ornette Coleman κατανοώντας τόσο καλά την πλήρως μεθοδική «αναρχούμενη» προσέγγιση της τελευταίας – τι σαγηνευτική εγγενής αντίφαση αλήθεια! – ώστε να μπορέσει να καθυποτάξει τα σόλο του και να τα κάνει αναπόσπαστο τμήμα του εκάστοτε ηχητικού συνόλου αντί να τα αφήνει να κυριαρχούν επί του τελευταίου και εντέλει σχεδόν να το εξαφανίζουν όπως έκαναν ουκ ολίγοι άλλοι μεγάλοι της jazz.
Μπορείς ακόμα να καταλάβεις γιατί κάποιος που θεωρούσε την jazz «μουσική της επανάστασης» και για να το αποδείξει ίδρυσε ένα από τα πλέον πολιτικοποιημένα σχήματα του ιδιώματος, την Liberation Music Orchestra και οι προσωπικές του ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις ήταν τόσο «ακραίες» για την εποχή του ώστε κάποτε σχεδόν απελάθηκε (!) από την υπό δικτατορία Πορτογαλία όταν αφιέρωσε από σκηνής τη σύνθεση του «Song For Che» (Γκεβάρα φυσικά...) στου εξεγερμένους λαούς των τότε αποικιών αυτής της χώρας από την άλλη έδινε τόση σημασία και έμφαση στην πνευματικότητα του ανθρωπίνου όντος.
Ήταν και με το παραπάνω ορατή αυτή η επίσης σαγηνευτική αντίφαση στο παίξιμο του, τόσο προσεχτικό, σχεδόν... φιλοσοφημένο και συνάμα με κάθε κίνηση των δακτύλων του επάνω στις χορδές ή την ταστιέρα του οργάνου του να είναι τόσο απολαυστικά αυτο-ανατρεπτική της προηγούμενης και της επόμενης. Συνειδητοποιείς ακόμα ότι η απουσία ντράμερ δεν ήταν ιδιοτροπία ή και ιδιορρυθμία αλλά τελικά μάλλον αναγκαιότητα: Αν τα προβλήματα υγείας που είχε αφήσει η πολιομυελίτιδα στον Haden δεν ήταν ήδη πολλά – στην πορεία του χρόνου είχαν αρχίσει πλέον να επηρεάζονται και οι κινήσεις των χεριών του – προς το τέλος της ζωής του απέκτησε και σοβαρά με την ακοή του, ένας μόνιμος θόρυβος στα αυτιά του δεν του επέτρεπε να υφίσταται μεγάλες εντάσεις με αποτέλεσμα όταν ηχογραφούσε με ντράμερ να έπρεπε να προστατεύεται από ένα ειδικό ανηχοϊκό παραβάν.
Σκεφτείτε το λίγο, ένας μουσικός τέτοιου αναστήματος που για αρκετά χρόνια δυσκολευόταν να παίξει το όργανο του αλλά και απλά να ακούσει εκείνους με τους οποίους έπαιζε μαζί...
Με αυτά τα δεδομένα το «Last Dance» μετατρέπεται σε κάτι πολύ περισσότερο από απλά «έναν πολύ καλό jazz δίσκο». Προαισθανόμενος ίσως ότι θα ήταν ο τελευταίος του ο Charlie Haden επέλεξε να τον κάνει με έναν παλαιό συνεργάτη – είχαν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που είχαν δουλέψει για τελευταία φορά μαζί μέχρι την προηγούμενη του «Last Dance» σύμπραξη τους, το επίσης ντουέτο «Jasmine» του ’10 – και καλό φίλο με τον οποίο μοιράζονταν τον ίδιο αμέριστο σεβασμό για την παράδοση της jazz αλλά και την αγάπη για την free εκδοχή της και τον αυτοσχεδιασμό, περιλαμβάνοντας μόνο standards του είδους και με τον τελικά απολύτως κυριολεκτικό – άρα ίσως και καθόλου συμπτωματικό – τίτλο «Ο τελευταίος χορός».
Αυτή όμως η φιλική «κουβέντα» με τον μόλις κατά οκτώ χρόνια νεότερο του Keith Jarrett κατέληξε να είναι ένα ρέκβιεμ, ένα ρέκβιεμ για την ζωή του, τις φιλίες και συνεργασίες περισσότερων από πέντε δεκαετιών, όσα αποκόμισε από αυτές και τον κόσμο αλλά, πάνω από όλα, σε αυτό που γέμισε την καθόλου εύκολη και ανέφελη ύπαρξη του σε αυτό τον πλανήτη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, δηλαδή την jazz. Ένα ρέκβιεμ που είχε κάθε δικαίωμα να υπογράψει ο ίδιος, μπορώ να πω ότι η jazz του το όφειλε πολύ περισσότερο από όσα εκείνος σε αυτήν και γι’ αυτό δεν μπορώ να μην χαμογελώ στην σκέψη ότι πρόλαβε να το κάνει όταν, έτσι και όπως ακριβώς το ήθελε...