Από τότε που έκλεισε η ΕΡΤ, έχω πει δημόσια πολύ λίγα πράγματα. Και μάλιστα τα περισσότερα απ’ αυτά, ήταν – για πρώτη φορά στη διαδρομή μου – περισσότερο «προσωπικά», παρά γενικά, γύρω από όσα ζούμε… Όταν το πρώτο που σού έρχεται να πεις αυθόρμητα για όσα συμβαίνουν γύρω μας, είναι ένα «ΔΕΝ ΞΕΡΩ», δεν είναι και τόσο τίμιο να το «κρύβεις» πίσω από υποθέσεις, σενάρια και λοιπές φλυαρίες.

Και δεν είναι ότι δεν έχω μιλήσει πολύ… Είναι που θεωρώ ότι έχω μιλήσει και περισσότερο απ’ όσο θα 'θελα… Σε μια στιγμή όπου γενικότερα, ακούω πολλά λόγια. Από την άλλη μεριά βέβαια, σπάνια βλέπω ανθρώπους να προσέχουν τι ακούνε. Στις συζητήσεις -αλλά ακόμα και στις ακροάσεις μουσικής – θαρρείς και τελικά, τις πιο πολλές φορές, Ο ΚΑΘΕΝΑΣ«ακούει» ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑΕΙ ΜΕΣΑ ΤΟΥ, ΠΡΙΝ …ΑΚΟΥΣΕΙ… Και το χειρότερο… Βλέπω λιγότερες ΠΡΑΞΕΙΣ, μέσα στις δεδομένες δύσκολες συνθήκες.

 

Δε σας κρύβω ότι πολύ με «φόβισε» ένα κείμενο που προσωπικά διάβασα τελευταία, έστω και αν ο Δήμος Μούτσης, το έχει δημοσιεύσει από τον Μάρτιο του 2012:
«Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει τώρα τελευταία, αλλά μ’ έχει πιάσει μια πλήρης αδράνεια. Σαν να έφτασα πρόωρα στο τέρμα μιας διαδρομής που περίμενα κάπως αλλιώς να τελειώσει. Παρακολουθώ τα γεγονότα με θλίψη, αλλ’ αυτό το συναίσθημα, δε μου είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Το ‘χα από χρόνια πριν - και φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος - βλέποντας αυτή την άβυσσο της πολιτικής, πολιτιστικής και πνευματικής παρακμής. Βλέποντας αυτή τη λατρεία προς ό,τι το ευτελές. Κι αυτή την αναξιοκρατία σ’ όλο της το μεγαλείο, να ‘χουν κατακλύσει τα πάντα στη ζωή μας. 

Πρωτοσέλιδα, κανάλια, εκδηλώσεις, συζητήσεις επί συζητήσεων, γεμάτες ως επί το πλείστον απο παραπληροφόρηση.  Βήμα συνήθως σ’ αυτούς που δεν είχαν να πουν τίποτα, παρεκτός απ’ το να καλύπτουν με όμοιες - πάντα σοβαροφανείς - κουβέντες ένα συγκεκριμένο χρόνο, ή με κενές λέξεις ένα συγκεκριμένο χώρο.

Χρόνια τώρα το ίδιο βιολί και πάει λέγοντας. 

Όμως διόλου δε μας πείραζε για χρόνια και χρόνια. Ίσα ίσα, μάλιστα, που τα επικροτούσαμε κι όλας. Σε τέτοιο σημείο που, άμα κάποιος  «ανθρωπάκος»πήγαινε να πει κάτι σοβαρό ή δεν έβρισκε βήμα, το πιθανότερο, ή το πολύ πολύ ως «γραφικός», αντιμετώπιζε μια κατάσταση του στυλ «Άντε, πες το ποίημα σου και τέλειωνε, να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας ». Κι αυτή η δουλειά ήταν, που - εκούσια ή ακούσια – προετοίμαζε το επερχόμενο. 

«Αξίζεις;

Θα σε κοντύνω να μη φαίνεσαι.

Θα φωνάξω πιο δυνατά να μην ακούγεσαι …

Δεν έχει σημασία τι θα πω, δε με νοιάζει και κυρίως δεν ντρέπομαι… Φτάνει να μην υπάρχεις εσύ… Και δεν πρέπει να υπάρχεις… Γιατί : ξέρεις ποιος είμ’ εγώ ρε;» 

 

Νομίζω ότι αυτή τη διάσταση των πραγμάτων την έχουμε νοιώσει όλοι όσοι δεν «αριθμηθήκαμε» στο «ολικό ποσό»… Κι ίσως, εν τέλει, να είναι αυτό «ένα πράγμα που με χαρά στο νού μας πάντα βάζουμε» - για να θυμηθούμε και την «Πρόσθεσι» του Καβάφη – γραμμένη 107 χρόνια πριν. …

 

Έτσι κι αλλιώς βέβαια, το ξέρουμε, «η χαρά είναι στ’ απλά, τα ταπεινά σου πάθη»... Έχει δίκιο το τραγούδι «Μηδέν και άπειρο», από τον δίσκο του Γιώργου Αλτή «Λέει η ζωή»… Δεν ξέρω, αν το θυμάστε… Η αν ποτέ, έχετε απομονώσει το στίχο του Σπύρου Πετρέλλη… (Τραγούδι: Φωτεινή Βελεσιώτου):

 

Δε μ αγαπάς λέει η ζωή
Με αναποδιές στο λέει
Πως μ’ άλλον τρόπο να στο πει
Πως το μυαλό σου φταίει.

 

Δεν έχει άλλη επιλογή
Με πόνο θα σού μάθει
Πως η χαρά είναι στ’ απλά
Τα ταπεινά σου πάθη.

 

Αυτά θυμίζει πάντοτε
Με πίκρα στα θυμίζει
Γιατί ο άνθρωπος ξεχνά
Θεός είναι νομίζει.

 

Βάλτο στο νου και στην ψυχή
Τίποτα και όλα είσαι
Ένας του κόσμου μαθητής
Μηδέν και άπειρο είσαι…

 

Τέτοιες αλήθειες, έχει τραγουδήσει πολλές φορές και ο «νεώτερος» συνεργάτης του Γιώργου Αλτή, ο στιχουργός των τελευταίων 4 τραγουδιών που εξέδωσε, ο κ. …Βαγγέλης Ατραϊδης… Από πολύ παλιά… Με τη φωνή του Καζαντζίδη, με τη φωνή του Γαβαλά, με τη φωνή της Φωτεινής Μαυράκη – ίσως και άλλων … Αλλά δεν αντέχω στον πειρασμό να μην σας μεταφέρω έναν στίχο του κ. Ατραϊδη, που η δισκογραφία δεν τον έχει καταγράψει μέχρι στιγμής – αν και υπάρχει χρόνια:

 

Να πίνεις το ποτήρι της ζωής
όπως σού δίνεται
Και να ‘σαι πάντα ευτυχής
με κείνο που κατέχεις
Ν’ αλλάξεις το γραμμένο δε μπορείς
και δε γίνεται
Και δεν θα πάρεις την πρωτιά
όσο πολύ κι αν τρέχεις.

 

Παρών και σήμερα λοιπόν
Παρών και όπου πάει
Φτάνει ο άνθρωπος να αγαπάει
Και πως ξεκίνησε ποτέ να μην ξεχνάει.
Να πίνεις τη ζωή γουλιά γουλιά
Δίχως να βιάζεσαι
Κι αν συναντήσεις τη χαρά
Κι αλλού να τη χαρίσεις
Το σήμερα να παίρνεις αγκαλιά
Και να στοχάζεσαι
Πως θα ναι πάντοτε παρόν
Το έργο που θ’ αφήσεις.

 

Για να τελειώνουμε όμως, με τους πιο ειδικούς κοινωνικούς και πολιτικούς διαχωρισμούς των ημερών μας… Δεν πιστεύω στον κάθετο διαχωρισμό προσώπων και καταστάσεων. Δεν υπάρχουν, ας πούμε, «εργαζόμενοι» και «διοικητές» που η τοποθέτησή τους στη μια ή στην άλλη όχθη, να συνιστά «ποιοτικό» κριτήριο… Υπάρχουν χρήσιμοι και άχρηστοι, τίμιοι και άτιμοι, εργατικοί και τεμπέληδες «εργαζόμενοι»… και από την άλλη, φωτισμένοι ή «σκοτεινοί», σχετικοί ή «άσχετοι», σοβαροί ή… χαβαλέδες «διοικητές».

 

Πόσες καλές και κακές προθέσεις υπάρχουν λοιπόν εκατέρωθεν, κρίνεται άμεσα και καθημερινά, «στα σημεία». Τι θα επικρατήσει τελικά στην περίπτωση της ΕΡΤ – ή όπως αλλιώς θέλετε, βαφτίστε την - «θα το δείξει ο καιρός»… Ο οποίος βέβαια, ένα χρόνο μετά, σαφώς και έχει μετρήσει αντίστροφα – με δεδομένη τη σπουδή μιας ανερμάτιστης «επίσημης εξυγίανσης», απέναντι σ’ έναν πολιτισμό και μια καθημερινότητα που τρέχουν… Τρείς υπουργοί και τρεις «διευθύνοντες», για ένα τηλεοπτικό κανάλι που υπολειτουργεί, ένα χύμα ραδιοφωνικό σταθμό και μια αναβίωση – εξωτερική ανάθεση – του Τρίτου Προγράμματος, είναι πάρα πολλοί για να αναγνωρίσει κανείς την ύπαρξη ενός σκεπτικού… Η όλη κατάσταση, θυμίζει εκείνο το «κι όλο στρατηγούς αλλάζει, για να βρει δουλειά», από την εποχή που «στον πόλεμο βγήκε ο Ιταλός»…

 

Πολύ περισσότερο βέβαια – για να ξανάρθουμε στα μουσικά χωράφια - δεν συνιστά κάθετο ποιοτικό κριτήριο η τοποθέτηση ενός τραγουδιού, κάτω μια συγκεκριμένη ετικέτα… Γι αυτό και δεν νοιώθω, ας πούμε, την ανάγκη να υπερασπιστώ κανένα «λαϊκό» τραγούδι. Ίσως γιατί κατά βάθος – πέρα από εποχιακές εντυπώσεις και «επαγγελματικές» εργολαβίες - ξέρω πως ότι είναι να ζήσει, θα ζήσει.

 

Όλα τα άλλα είναι λόγια. Για να «απασχολούνται» κάποιοι και να «απασχολούν» κάποιους άλλους. Το μόνο που θέλω να πω, εν τέλει, και να το προτείνω σ’ όλους– είναι «να κάνει ο καθένας μας ότι μπορεί»… Χωρίς απαραίτητα να διεκδικεί για τον εαυτό του το «αλάνθαστο», το «ηθικό» και το «νόμιμο» - και να χρεώνει στους άλλους «λάθη», «προδοσίες», και «προσωπικούς υπολογισμούς»…

 Μήπως έπρεπε τελικά, να επιμείνω στο αρχικό «ΔΕΝ ΞΕΡΩ»;

 

(Η αρχική μορφή του παραπάνω κειμένου, γράφτηκε και εκφωνήθηκε στην εκδήλωση που έγινε για την παρουσίαση των τραγουδιών του Γιώργου Αλτή, στο «PolisArtCafé», στις 30 Απριλίου του 2014. …Κάποια στιγμή, ξανακοιτώντας το, είχα τη διάθεση να το κάνω πιο «προσωπικό», αλλά εν τέλει και πιο …γενικό)