«Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» φώναζαν πρώτοι οι απεργοί της χαρτοποιίας ΜΕΛ στη Θεσσαλονίκη το Σεπτέμβρη του 1975,  «Εγώ έχω το δίκιο μου κι εσύ τον κόσμο όλο», τραγουδάει σήμερα η Γιώτα Νέγκα σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου και μουσική Θέμη Καραμουρατίδη. Εκ πρώτης όψεως ο συσχετισμός φαντάζει παράδοξος. Όμως δεν είναι. Η απόσταση από την απαίτηση των εργατών του '75 για νομιμοποίηση και καθολική αναγνώριση των δικαιωμάτων τους μέχρι την διαπίστωση και παραδοχή της γενικότερης μειοψηφικής αδυναμίας απέναντι στους διαχειριστές της πλειοψηφίας (όπως κι αν αυτή «μεταφράζεται») είναι μεν τεράστια, αποτελεί όμως και φυσική εξέλιξη μιας πραγματικότητας η οποία με το πέρασμα των χρόνων γιγαντώθηκε.

 

Εκφράζει, δηλαδή, τον σημερινό Δαβίδ ο οποίος απέναντι στο κατασκευασμένο «δίκαιο» των μεγαλόσχημων Πρετεντέρηδων της πανίσχυρης μιντιακής αποικιοκρατίας έχει μονάχα να αντιτάξει το δίκιο του. Εκφράζει τον «πνιγμένο» από το δίκιο νοήμονα πολίτη του Βόλου που είχε να αντιπαρατεθεί με τη συντονισμένη και μεθοδευμένα πλειοψηφική (;) κυριαρχία του Μπέου (οποιοσδήποτε επιθετικός προσδιορισμός είναι πλεονασμός) και των ψηφοφόρων του.

 

Τον ψηφοφόρο που βλέπει να συνεχίζουν να ηγεμονεύουν στην κυβέρνηση άνθρωποι και κόμματα με ισχνή εκλογική δύναμη έχοντας ως μόνη κραυγή ενώπιόν τους, το ασθενικό του δίκιο.

Τον εργαζόμενο που δεν έχει τίποτα να παραθέσει απέναντι στις ασυδοσίες του εργοδότη του πέραν του ανώφελου δίκιου του. Τον αρθογράφο που καλείται να αντιμετωπίσει το φεισμπουκικό μένος των χιλιάδων ταλιμπάν friends του διάσημου προσώπου στο οποίο «τόλμησε» να εκφράσει κριτικά το δίκιο του.

 

Τον ανώνυμο πλην ταλαντούχο καλλιτέχνη που καλείται να κατευνάσει το δίκιο του, όταν αυτό εκρύγνηται, επειδή βλέπει τον επώνυμο πλην ατάλαντο «συνάδελφό» του να προωθείται με όλους τους μηχανισμούς στήριξης. Δεκάδες, δηλαδή, περιπτώσεις δίκιου απέναντι σε δεκάδες περιπτώσεις παντοδυναμίας.

 

 

Μορφολογικά και νοηματικά το καλοφτιαγμένο αυτό σύγχρονο χασάπικο των Καραμουρατίδη-Ιωάννου (από το νέο δίσκο της Νέγκα, «Καινούρο φιλί») συνεχίζει την παράδοση μιας παρόμοιας δομικής επεξεργασίας του νοήματος που είχαν τέσσερα εξαιρετικά, επίσης, τραγούδια από την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Το πρώτο είναι το τραγούδι «Να σου λερώνω το φιλί» που  υπήρχε στα «Σκουριασμένα χείλια», το δίσκο της Βίκυς Μοσχολιού με το Σταμάτη Κραουνάκη, που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1981. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα ή πιθανόν το πρώτο στιχούργημα που έγραψε η Λίνα Νικολακοπούλου, η οποία θυμάται:

«Είμαι 18 χρονών, μπαίνω στην Πάντειο. Έπιασα κι έγραψα αυτό το πράγμα, που στην πρώτη του μορφή είχε κι άλλες στροφές σύνολο εφτά. Σε όλες απηύθυνα αυτό το εγώ θα κάνω αυτό κι εσύ εκείνο. Εσύ σε πάγκο καφενείου / να μαχαιρώνεις ποιητές / κι εγώ σε σκάλα δημαρχείου / να μεταφράζω επιστολές, ήταν η επόμενη στροφή που δεν μελοποιήθηκε». Το διαλογικό, λοιπόν, αυτό τραγούδι συσχετισμού καταστάσεων έλεγε με ένα πιο ποιητικό τρόπο:

 

Εσύ κλεισμένος στο σκοτάδι
για να σωθείς απ’τους γνωστούς
κι εγώ ξημέρωμα στον Αδη
να ξεφορτώνω τους πιστούς.

 

Εσύ σε πόρτα σιδερένια
να ζωγραφίζεις αστραπές
κι εγώ με δάχτυλα κερένια
να σβήνω νύχτα τις φωτιές.

 

Εσύ με βρώμικο μαντήλι
να καθαρίζεις το γυαλί
κι εγώ με σκουριασμένα χείλη
να σου λερώνω το φιλί.

 

 

Το δεύτερο τραγούδι είναι το ζειμπέκικο, «Εγώ με τις ιδέες μου», που έγραψε και τραγούδησε, ως δεύτερη φωνή παρέα με τη Σωτηρία Λεονάρδου, ο Νικόλας Άσιμος (α΄εκτέλεση στην κασέτα «Ο Νικόλας Άσιμος στο φανάρι του Διογένη», 1987) και στο οποίο διατύπωνε το ίδιο θέμα πιο ωμά:

 

 

Εγώ με τις ιδέες μου
κι εσείς με τα λεφτά σας,
νομίζω πως τα θέλετε μονά ζυγά δικά σας,
δε θέλω την κουβέντα σας
ούτε τη γνωριμιά σας.

[...]

Εγώ στα δίνω έτοιμα
κι εσύ τα θες δικά σου
λιγούρα που σε έδερνε
παρ’ όλα τα λεφτά σου
και ούτε στο νυχάκι μου
δε φτάνει η αφεντιά σου.

 

 

Το τρίτο τραγούδι είναι το «Ονειρεύομαι» σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη και μουσική Θάνου Μικρούτσικου, με τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, από τον δίσκο: «Όλα από χέρι καμμένα», 1988:

 

Εσύ πατάς στο κόκκινο χαλί των επισήμων
κι εγώ είμαι στο ψάξιμο γυναίκας και ενσήμων.
Εσύ αραχτός και ψύχραιμος στη μαύρη λιμουζίνα
κι εγώ τραβάω σίδερο γυρεύοντας βιτρίνα.
 
Τέλος, το τέταρτο τραγούδι είναι το «Εγώ δεν γνώρισα ουρανούς» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και μουσική του Αντώνη Βαρδή, με ερμηνεία της Χαρούλας Αλεξίου, από τον δίσκο «Ξημερώνει», 1980. 
 
Εγώ μες στο συνοικισμό
κι εσύ σ' ένα παλάτι.
Εμένα οδήγαγε η καρδιά
μα εσύ είχες απλωμένο χάρτη.
 
Εγώ δεν είχα ούτε νερό
στιγμή να ξεδιψάσω,
μα εσύ είχες τα ποτάμια σου
και θάλασσες για να περάσω
 

Στο μεταίχμιο αυτων των τραγουδιών ο Ιωάννου, κατά τη δική μου ανάγνωση, δεν εφράζει ηττοπάθεια ή φθόνο. Ούτε μιλά για ένα «ελιτίστικο» ή εγωιστικό «δίκιο» απέναντι στην «αστοιχείωτη» και «αμόρφωτη» μάζα. Μιλά, όπως είπαμε, για το ανίσχυρο ως έκφραση, αλλά παντοδύναμο ως στάση ζωής «δίκιο» του ανθρώπου που καθημερινά παλεύει με τους ανεμόμυλους.

 

Για την «αξιοπρέπεια του ανυπεράσπιστου» όπως έλεγε και ο πρωταγωνιστής μιας πρόσφατης κινηματογραφικής ταινίας δικαιολογώντας έτσι την αποτυχία της κυβέρνησης (στην ταινία...) καθώς «πάτησε αυτή την αξιοπρέπεια». Αυτή, λοιπόν και όχι το «δίκιο» ως αντικειμενική συνθήκη ή κληρονομικό δικαίωμα εκφράζει ο Ιωάννου όταν διατυπώνει το ρητορικό ερώτημα «Νομίζεις θα βρεθούμε στα μισά;». Αυτήν τη χαμένη αξιοπρέπεια που κάνει τελικά τους προύχοντες ενώ έχουν «στο πιάτο τους ολόκληρη Αθήνα να ανοίγουν και να χαζεύουν στο κενό». Είναι κι αυτό μια «δικαίωσις»... Έστω κι αν δεν είναι αρκετή για να «μετρηθούν τα ρέστα και να βγει κι αυτός ο μήνας»...