Αγαπούσα ανέκαθεν την επιθεώρηση και δεν είναι λίγες οι φορές που έβγαινα από παράσταση και μου έμενε για μέρες στο νου ένα νούμερο. Είτε γιατί με αυτό είχα γελάσει περισσότερο, είτε γιατί με είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος γραφής του και η πρωτοτυπία του θέματός του, είτε γιατί με είχε συγκινήσει.

Ακόμα θυμάμαι την εγγονή της Μαρίας Πενταγιώτισσας με την Άννα Παναγιωτοπούλου από το Της Ελλάδας το κάγκελο στο «Σμαρούλα» το 1981, τους Μικρομεσαίους με τον Σταμάτη Φασουλή και τον Μίμη Χρυσομάλλη από το Αλλαγή κι απάνω τούρλα στο «Βέμπο» το 1982, τη χειμαρρώδη και πρωτοεμφανιζόμενη (νομίζω) Χρύσα Ρώπα από το Για ψήφου πήδημα στο «Αθήναιον» το 1989 και τον Μάνα του Λάκη Λαζόπουλου από το Ήταν ένα μικρό καράβι στο «Λαμπέτη» το 1990.

 

Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς επιθεωρήσεις με τη σύμπραξη αρκετών πρωταγωνιστών ανεβαίνουν σπάνια. Το “one-manshow” δεν το θεωρώ κλασσικού τύπου επιθεώρηση και ας έχει τέτοια δομή και ας περιέχει πολλές φορές καλογραμμένα νούμερα. Στον αντίποδα, υπάρχουν ομάδες που ανεβάζουν επιθεωρήσεις που είναι πιο συνεπείς στο είδος κι ας μην έχουν τα ευφάνταστα σκηνικά, τα πολύχρωμα και ομοιόμορφα κοστούμια και φορέματα και τους τηλεοπτικά αναγνωρίσιμους πρωταγωνιστές. Αναφέρομαι στο Όταν έχω εσένα που παρουσιάζει στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη η «Σπείρα-Σπείρα» και που έγραψαν ο Σταμάτης Κραουνάκης – ο οποίος κρατάει μουσικά όλο το δεύτερο μέρος της παράστασης – ο Δημήτρης Μανιάτης και ο Φώτης Μιχαλόπουλος.

ΣτιβανάκηςΧωρίς να έχω πρόθεση να αδικήσω κανένα από τα υπόλοιπα παιδιά της «Σπείρας» θέλω να σταθώ σε ένα νούμερο που μου έμεινε. Δυο παλιά εικοσάρικα λέγεται και ερμηνεύεται με ευαισθησία, ισορροπία και μέτρο από τον Γιώργο Στιβανάκη. Μπορεί να μην είναι το πιο αστείο νούμερο της παράστασης (όπως π.χ. η ξεκαρδιστική Όπρα Κόπρα του Τζερόμ Καλούτα), φέρει όμως το άρωμα της παλιάς επιθεώρησης, χωρίς να είναι κολλημένο στο παρελθόν και χωρίς να δείχνει παράταιρο με την υπόλοιπη παράσταση.

Ο ήρωας βρίσκει δυο παλιά εικοσάρικα από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και, απολύτως σουρρεαλιστικά, ανοίγει διάλογο μαζί τους. Έτσι αρχίζει η σύγκριση του τότε και του τώρα. Και εδώ ακριβώς είναι το κλειδί. Η σύγκριση αυτή δεν είναι νομισματική, οικονομική, κοινωνικοπολιτική μόνο. Είναι κυρίως πολιτιστική. Τι και ποιους έβλεπες σε μπουάτ ή σε θέατρα με δυο εικοσάρικα τότε και τι μπορείς να δεις – με την αντίστοιχη αξία – σήμερα.

Προσωπικά δε βρήκα τη νοσταλγική διάθεση να επικεντρώνεται στην ωραιοποίηση του παρελθόντος (που ενδεχομένως θα ήταν και η εύκολη λύση), αλλά περισσότερο στην αξία των ταλαντούχων ανθρώπων και πώς, αλλά και πόσο, αυτή αποτιμάται και μεταλλάσσεται στο σημερινό «καλλιτεχνικό χρηματιστήριο». Πόσο πιο ακριβά μπορείς να πληρώσεις σήμερα τη φίρμα και το ψώνιο από το αληθινό ταλέντο. Ακούστε τη συγκλονιστική φωνή της Αναστασίας Έδεν στην παράσταση και θα καταλάβετε τι εννοώ. Αυτές όμως είναι δικές μου ερμηνείες στο κείμενο.

 

Δε θέλω να γράψω περισσότερα γιατί υπάρχουν και άλλες ενδιαφέρουσες κωμικοτραγικές πτυχές όχι μόνο στο κείμενο αυτό, αλλά και σε άλλα, που χρήζουν δεύτερης ανάγνωσης, όπως η μάνα που ενσαρκώνει ο Χρήστος Μουστάκας και που «θυσιάζει» τα πιστεύω της – με ιδιαίτερο τρόπο -  για το βόλεμα των παιδιών της.

Εστίασα στα «δυο παλιά εικοσάρικα» γιατί είναι ένα νούμερο που με συγκίνησε και μου έφερε στο νου κομμάτια από παλιές επιθεωρήσεις που εμπεριείχαν παρλάτες που δεν είχαν το άμεσο γέλιο ως ζητούμενο. Έχοντας την τύχη να ασχολούμαι με το αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας τα τελευταία χρόνια, βρέθηκα μπροστά σε ανάλογα νούμερα σε ραδιοφωνικές επιθεωρήσεις, όπως αυτά στα οποία ο Πέτρος Κυριακός αναπολούσε την παλιά Αθήνα, ο Χρήστος Τσαγανέας ή ο Γιώργος Γαβριηλίδης με τη Μαρίκα Κρεββατά νοσταλγούσαν τα νιάτα τους, η Αντιγόνη Βαλάκου θυμόταν κάποια διαφορετικά Χριστούγεννα και ο Δημήτρης Χορν παρακολουθούσε με ονειροπόλο βλέμμα βιτρίνες με παιδικά παιχνίδια. Κι έτσι ακριβώς τελειώνει και το νούμερο του Γιώργου Στιβανάκη : με τα «Παιδικά παιχνίδια» του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου.

Σε κάποιο σημείο η μία όψη του ενός νομίσματος – που παριστάνει αν θυμάμαι καλά την Ευρώπη – λέει : «Εγώ δε φαντάστηκα την ενωμένη Ευρώπη. Εγώ φαντάστηκα την ενωμένη Ελλάδα»... Τι κρίμα που εμείς σήμερα κοντεύουμε να ζήσουμε την άλλη όψη ενός άλλου νομίσματος.