Παραδοσιακά οι τελευταίες μέρες του χρόνου προσφέρονται για ανασκοποπήσεις. Είναι μία «εύκολη» δημοσιογραφική συνήθεια που ανάλογα με την οπτική γωνία του γράφοντος αποκτά ή όχι ενδιαφέρον. Αν μου ζητούσαν να κάνω ανασκόπηση –του ελληνικού τραγουδιού- για την χρονιά που πέρασε, θα βαριόμουν αφόρητα!
Ένας άλλος λόγος που δεν «ψήνομαι» για ανασκοπήσεις είναι ο επίσης παραδοσιακά συμπερασματικός λόγος που πρέπει να είναι η κατακλείδα του κειμένου. Ήταν καλή χρονιά; Ήταν κακή; Πώς την ζυγίζεις; Παγιδεύεσαι στην υποχρέωση μίας ετυμηγορίας, για θέματα που έχουν άλλες μονάδες μέτρησης και αξιολόγησης και εν μέρει βιάζεις τον εαυτό σου να βρει τις αντιστοιχίες του με ένα τραγούδι που δεν έχει ακόμη αποκτήσει αποτύπωμα, δεν έχει αναπνεύσει στον χρόνο. Το μόνο που μπορείς να κρίνεις -και αυτό είναι θεμιτό- είναι τα ακραία συναισθήματα, τα ακαριαία χτυπήματα, αν άκουσες κάτι και από την πρώτη φορά ξέχασες το όνομά σου, αισθάνθηκες έστω για λίγο να χάνεται η τροχιά σου και να γίνεται το πέταγμα της πεταλούδας στο δωμάτιο…
Είναι ορισμένα γεγονότα στη ζωή μας που έρχονται έτοιμα, σχηματισμένα δέντρα, και άλλα που μοιάζουν με μικρούς σπόρους χωρίς κανένα σημάδι για το τι θα γίνουν μεγαλώνοντας. Εντάξει, η αλήθεια είναι πως για έναν δίσκο που θεωρείς πολύ κακό, δύσκολα αναθεωρείς στην πορεία, ή τουλάχιστον δεν θα τον πεις ποτέ αριστούργημα. Όμως το θέμα δεν είναι να αισθάνεσαι πως είσαι ακροβοδίκαιος, το θέμα πια είναι να αισθάνεσαι. Να αθροίζονται και να ενοποιούνται μέσα σου ερεθίσματα και σκέψεις που δεν θα μπορούν να επιμεριστούν, κανείς δεν θα μπορεί να σε αναλύσει στα εξ ων συνετέθεις, θα είσαι αυτό.
Δεν ξέρω τι θα μου αφήσει μουσικά το 2010. Κάτι θα προσθέσει, κάτι θα αλλάξει, καμιά χρονιά δεν πηγαίνει τελείως χαμένη. Αν πάει χαμένη το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης το έχεις εσύ.