Η Κομπανία πριν βαφτιστεί Οπισθοδρομική πέρασε από διάφορες φάσεις. Η πρώτη ήταν η ενθουσιαστική περίοδος. Μιά ηρωϊκή έξοδος προς τις ταβέρνες ένός πλανόδιου μαλιαρού θιάσου με μπουζούκι, κιθάρα, μπαγλαμά, πήλινο τουμπελέκι και ένα ωραίο κορίτσι που έπαιζε ντέφι. Φορούσαμε παλιά σακάκια, γιλέκα, καπέλα, όλα από τα μεταχειρισμένα στο Μοναστηράκι. Φορούσαμε στενά μπλου τζην.

 

Η πρώτη έξοδος για την ταβέρνα του Μπάρμπα Γιάννη στα Εξάρχεια, έγινε από τους Γιάννη Εμμανουηλίδη μπουζούκι, Κώστα Χρηστίδη μπαγλαμά, Εμμανουήλ Κουτσουρέλη τουμπελέκι, Θέκλα Τσελεπή ντέφι κι εγώ κιθάρα. Σε λίγο θα προστεθεί και ο Βαγγέλης Τζαμτζής με το τρίχορδό του. 

 

Στην μάζωξη αυτή προστίθενταν κατά καιρούς και άλλοι φίλοι. Η παρέα έκανε την πλάκα της αλλά έβγαζε και το χαρτζηλίκι της.

 

Αυτός ο περιπλανώμενος μουσικός θίασος λειτούργησε περισσότερο με το ξάφνιασμα και την έκπληξη παρά με τις μουσικές του επιδόσεις. Σιγά σιγά όμως η επιμονή και το φιλότιμο, μας βελτίωναν καθημερινά. Βρισκόμασταν μιά ώρα, πριν να ξεκινήσουμε για δουλειά, και προβάραμε τα τραγούδια που μας είχαν ζητηθεί στην γύρα ή αυτά που μας άρεσαν και θέλαμε έτσι να διευρύνουμε το ρεπερτόριο μας. Δουλεύαμε έξι μέρες την εβδομάδα.


Σε λίγο καιρό είχαμε ένα μεγάλο και εκλεκτό ρεπερτόριο από κλασσικά ρεμπέτικα.


Είχε προστεθεί εν τω μεταξύ στην ομάδα ο Στράτος Στρατηγόπουλος κιθαρίστας και τραγουδιστής.
Στον χρόνο επάνω μείναμε επιμένοντας οι εξής τρεις.
Γιάννης, Στράτος, Άγγελος. Αυτή ήταν η δεύτερη φάση.


Ο Στρατηγόπουλος είχε ένα παλιό 2CV χωρίς φρένα και έτσι μεγάλωνε η ακτίνα δράσης της κομπανίας. Εξάρχεια, Νεάπολη, Στρέφη, Κυψέλη, Κολωνάκι, Καισαριανή, Παγκράτι, Μουσείο, Αλκιβιάδου, Σταθμός Λαρίσης, Λιοσίων, Κωνσταντινουπόλεως κα. Είχαμε μοιράσει την Αθήνα σε τομείς και είχαμε οργανώσει πρόγραμμα δράσης.
Ένα βράδυ αποφασίσαμε να αλλάξουμε πορεία και να δοκιμάσουμε νέα στέκια «που με έχουνε μιλήσει», που λέει κι ο Τσιτσάνης.

 

Δοκιμάσαμε να πάμε στους Αμπελοκήπους σε ταβέρνες πίσω από το Αιγινήτειο. Η πρώτη απόπειρα ήταν ατυχής, μιας και ο ταβερνιάρης δεν μας επέτρεψε να παίξουμε. Στη δεύτερη απόπειρα πέσαμε πάνω σε ένα αρραβώνα με κλαρίνα. Η τρίτη ήταν ένα άδειο μαγαζί. Η βραδιά προδιαγραφόταν άσφαιρη. Η τέταρτη προσπάθεια ήταν η ταβέρνα στην οδό Έβρου. Μπαίνουμε και ακούμε μπουζούκια. Πράγμα σπάνιο. Ωχ την κάτσαμε!


Η ταβέρνα ήταν γεμάτη και σε μία άκρη ήταν μια νεανική παρέα που έπαιζαν μπουζούκια για το κέφι τους. Μας είχε μουδιάσει η γκίνια της βραδιάς. Όμως με έπιασε η τρελλή μου επιμονή και πάω στην παρέα και ρωτάω –Παιδιά μπορείτε να σταματήσετε για λίγο ,να βγάλουμε το μεροκάματο μας και μετά συνεχίζετε; Ξαφνιάστηκαν αλλά το δέχτηκαν. Ακούμπησαν τα όργανα παρ’ όλον που η Έβρου ήταν το στέκι τους.
Εμείς στηθήκαμε και ξεκινήσαμε.


Μας στέλνουνε κέρασμα και επικρατεί μια συμπάθεια. Κερνάει κι ο μαγαζάτορας μεζέδες. Τραγουδάνε μαζί μας . Στο μισάωρο βγαίνω για «καπέλο». Δηλαδή να συλλέξω την ανταμοιβή μας . Όταν φτάνω στην παρέα, αφού ρίχνουν κάτι στο καπέλο, μου λένε -Ελάτε στην παρέα να πιούμε ένα ποτήρι!


Η βραδιά για μας είχε χαθεί. Ας το χαρούμε λοιπόν. Συμφωνούν και ο Γιάννης με τον Στράτο και γινόμαστε μιά παρέα. Τί θα παίξουμε ρωτάνε; Είναι δύο μπουζούκια τρίχορδα δεμένα και μια κιθάρα. Κουρδισμένοι προβαρισμένοι. Ξεκινάμε από Μάρκο. Τώρα την καλοκαιριά μικρό μου! Συνεχίζουμε αναζητώντας κοινό ρεπερτόριο. Είχαμε καιρό να βρούμε μουσικούς στο ίδιο μήκος κύματος με μας. Διπλώνουν τα κεράσματα από παντού. Επικρατεί μια ευφορία. Από τον Μάρκο στον Χατζηχρήστο, στον Γιοβάν Τσαούς, στον Μπάτη. Κι εκεί που είμαστε σε προπολεμικό ρεπερτόριο και τσουγκρίζουμε ποτήρια, βάζουν την εμβληματική εισαγωγή και παίζουνε τους Γλάρους! Έχω συγκινηθεί ανεπανόρθωτα. Νοιώθω μικρός μπροστά στο ραδιόφωνο στην Αίγυπτο. Σα να φυσάει μιά αύρα θαλασσινη μέσα στην ταβέρνα και μου ανακατεύει τα μαλλιά . Στο πατρικό μου, από λαϊκά ακουγόταν, μόνον ο Γαβαλάς. Όλα τα «μπαγιό» του Γαβαλά οι γονείς μου τα χόρευαν «Fox Angle». Ο Γαβαλάς ήταν ο «νοικοκύρης λαϊκός» τραγουδιστής.


Ζήλεψα που δεν το παίζαμε, αλλά χαίρομαι που το θυμήθηκα και το τραγουδάω. Οι Γλάροι είχαν σηματοδοτήσει την αναχώρηση μας από την Αιγύπτο και τον επαναπατρισμό μας στην Ελλάδα. Το μαρκάρω για το ρεπερτόριο της Κομπανίας...

 

 οινομαγειριο


Με την παρέα «της Έβρου» γινόμαστε φίλοι και συγκοινωνούντα δοχεία. Ο Θανάσης Μπόμπορας θα περάσει λίγο αργότερα στο δυναμικό της Κομπανίας και ο Πέτρος Φρονίστας , το έτερον μπουζούκι γίνεται εφεδρικός συνεργάτης. Ο Μιχάλης Φρονίστας, ο κιθαρίστας παραμένει φίλος.


Η Κομπανία εν καιρώ βαφτίζεται Οπισθοδρομική και συνεργάζεται με τον Σαββόπουλο. Ολοκληρώνουμε την περιοδεία με τον Διονύση σε όλη την Ελλάδα και προετοιμαζόμαστε για τα χειμερινά μας όνειρα.


Φεύγει έκτακτα ο Πέτρος Εξαρχάκος για Γερμανία και καλούμε τον Λάμπρο Καρελά από την Πάτρα με το ακορντεόν του. Από τις πρώτες πρόβες, τους Γλάρους τους λέει εξαιρετικά και το τραγούδι γίνεται από τα επιθετικά μας ατού. Εντάσεται στην ομάδα και η Ελένη Καλατζοπούλου με το κλαρίνο της.


Ο πρώτος δίσκος ήταν επιλογές από τρεις ζωντανές ηχογραφήσεις.


Στην ταβέρνα της Ξανθής, στον Λόφο του Στρέφη, Στο Αιγινήτειο και στο Αρματαγωγό Κως. Εκεί στο Ναύσταθμο, στο Αρματαγωγό, με 250 ναύτες για κοινό και χορωδία, με τον μεταλικό αντίλλαλο του αμπαριού να κουδουνίζει τον ρυθμό μας. Εκεί ηχογραφήθηκαν οι δικοί μας Γλάροι. Ο καλαματιανός παρασύρει τους ναύτες στο χορό, χέρι με χέρι και η χαρά τους πετάει τα πηλίκια!


Ο ευσεβής μας πόθος ήταν τα τραγούδια που παίζαμε να χορεύονται. Να αποκαταστήσουμε θέλαμε την κοινοτική σχέση των Ελλήνων με το τραγούδι. Το Ελληνικό γλέντι είναι ψυχωφελές.


Οι Γλάροι είχαν λησμονηθεί. Είχε μείνει μια ανάμνηση, η εισαγωγή τους στο σήμα της Κυριακάτικης εκπομπής της Odeon στο ράδιο. Εμείς και η προσπάθειά μας ταυτίστηκαν με αυτό το τραγούδι. Μια αισιοδοξία ότι μας περιμένει κάτι καλύτερο, οι περιπέτειες θα έχουν αίσιο τέλος και οι παλιές μας αγάπες θα μας περιμένουν, εκεί στο μουράγιο. Το τραγούδι του νέου Οδυσσέα.


Με τους Γλάρους ανοίγαμε το δεύτερο μέρος των συναυλιών μας και δίναμε το πάτημα για να χορέψουν.
Την επόμενη χρονιά το τραγούδι το πήρε η νεολαία του ΠΑΣΟΚ και το έκανε σημαία. Ταύτησαν τους δικούς μας Γλάρους με τις δικές τους φιλοδοξίες . Μας καλούσαν σε πολλες γιορτές τους σε όλη την Ελλάδα, χωρίς να καταλάβουμε το γιατί. Ως τα τότε μας αγκάλιαζαν οι ανένταχτοι , οι εξωκοινοβουλευτικοί και ο Ρήγας Φεραίος.
Αρχίζαμε πλέον τις συναυλίες με τους Γλάρους.


Τα όνειρα μας για ελληνικά τραγούδια, ελληνικούς χορούς, ελληνικά κρασιά, ελληνικά καπνά, ελληνική απόλαυση, σκεπάστηκαν από ένα σύνθημα. «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες».


Κι εμείς που είμασταν με «το Αγαίο ανήκει στα ψάρια του», μας καπέλωσε το ΠΑΣΟΚ χωρίς να το καταλάβουμε.

 

 


Ο Άγγελος Σφακιανάκης είναι παραγωγός και ιδιοκτήτης του Μικρού Ήρωα