Η προάσπιση του «Πολιτισμού» ως επιχείρημα των καλλιτεχνών –ας παρεξηγηθώ- , αλλά δεν με βρίσκει σύμφωνο στις δεδομένες συνθήκες. Μου ακούγεται ως ένα μεγαλόσχημο και αυτάρεσκο επιχείρημα ιδιαίτερου γοήτρου και πλεονεκτήματος, ως μια επίκληση στο συναίσθημα του δέκτη. Χορτάσαμε και από τα δύο. Με άλλα λόγια, μού ηχεί με τη λογική τού «αντίθετου της βαρβαρότητας», όπως χρησιμοποιήθηκε τον 18ο αιώνα, ώστε να χαριεντίζεται η γαλλική κοινωνία. Είμαι πιο κοντά σε αυτό που έλεγε ο Σαρλ Σενιομπός, έστω και αστειευόμενος: «Πολιτισμός θα πει δρόμοι, λιμάνια και προβλήτες» ή ο Καβαινιάκ: «είναι ένα μίνιμουμ επιστήμης, τέχνης, τάξης και αρετών…».
Άλλωστε τα «κάστρα» των καλλιτεχνών είχαν και έχουν και τους εσωτερικούς τους εχθρούς. Αυτοί δηλαδή οι οποίοι συνεχίζουν να πριονίζουν με αριστοτεχνικό τρόπο –να πάλι ο όρος τέχνη- κάθε ρομαντική ή ρεαλιστική προσπάθεια των άλλων που αγωνίζονται για τη διασφάλιση του αυτονόητου δικαιώματος της ανταμοιβής και παρουσίας με όρους προσωπικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας. Αυτοί, λοιπόν, οι εκ των έσω εχθροί είναι οι καλλιτέχνες που μπορεί να παράγουν τέχνη, αλλά όχι πολιτισμό για αυτό και δεν νομιμοποιούνται να τον χρησιμοποιούν ως αιχμή στο δόρυ τους σήμερα.
Έτσι, στην παρούσα φάση θεωρώ ότι απαιτούνται πιο γήινα επιχειρήματα-φράσεις όπως: «Προάσπιση της τέχνης ως βιοποριστικό επάγγελμα και ως απαραίτητη –αλλά όχι μοναδική- συνθήκη πνευματικής εργασίας», ας πούμε. Την προσδιορίζω, δηλαδή, πιο τεχνοκρατικά, όπως οι «ανελεύθεροι» συνομιλητές ή οι αγνοούντες της. Γιατί η ελευθερία της τέχνης –με την καθολική σημασία του όρου- προϋποθέτει και την τέχνη της ελευθερίας. Κλεισμένοι πολύ πριν από την εμφάνιση του ιού, μέσα σε στεγανοποιημένες και τεχνοκρατούμενες ιδέες και γραφεία, όλοι αυτοί οι ιθύνοντες μιας δημοσιονομικής πολιτικής ήταν αναπόφευκτο να διαχειρίζονται τις εκάστοτε καταστάσεις δέσμιοι της μεγαλειώδους «ελευθερίας» τους, ανέραστοι και σκυφτοί όσο ανάστημα κι αν κορδώνονται ότι έχουν. Το αντίθετο δηλαδή με τα όσα επιδιώκει ή εκφράζει μια τέχνη.
Εν τέλει το πιο θλιβερό δεν είναι οι καλλιτέχνες να στερούνται το δικαίωμα στο όνειρο ή στην πραγματικότητα ως συνθήκη δημιουργίας και έργου –κανείς δεν μπορεί να τα στερήσει- , το δικαίωμα της ζωντανής αλληλεπίδρασης με το κοινό τους, το δικαίωμα της ανταμοιβής των κόπων τους ( όσοι βρίσκονται πάνω αλλά και πίσω από τη σκηνή) ειδικά όταν υπάρχουν -έστω και περιορισμένες- εναλλακτικές προτάσεις που έχουν κατατεθεί από αρμοδιότερους εμού.
Θλιβερό είναι η βίαιη ανάγκη διεκδίκησης των αυτονόητών τους (τη στιγμή που δεν έχουν δευτερόλεπτο σταματήσει να αγωνίζονται για τα αυτονόητα των άλλων επαγγελματικών ομάδων, κοινωνικών τάξεων, ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων κ.ά.) με αποτέλεσμα να εξαναγκάζονται να προβαίνουν ακόμα και σε άγαρμπες ενέργειες π.χ. ζητώντας από τα ραδιόφωνα να παίζουν περισσότερο ελληνική μουσική βοηθώντας έτσι τους «Έλληνες δικαιούχους μουσικής». Κι αυτό, όταν αύριο θα (ξανα)βρίσκονται σε μια συναυλία συμπαράστασης των μεταναστών εργατών που παρενοχλούνται από τους γηγενείς λεβέντες μας.
Κανείς ποτέ δεν πείνασε από τέχνη. Τα έργα ήταν, είναι και θα είναι εκεί. Γεννημένα και αγέννητα. Εντός κι εκτός των καλλιτεχνών και του κοινού.
Πλείστοι όμως πεινάσανε και πεινάνε επειδή ασχολούνται με την τέχνη καθώς για πολλούς και διάφορους λογους καθορίστηκε ως ο «φτωχός» συγγενής μας, ενώ είναι πάντα μια αρχέγονη μήτρα.
Υπάρχει διαφορά.