Έτσι κι αλλιώς είναι μεγάλη ευθύνη το να έχεις καθημερινή εκπομπή στο Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Η ευθύνη μάλιστα μεγαλώνει όταν βγαίνεις στον αέρα πριν από μία τόσο δημοφιλή εκπομπή και έναν τόσο αγαπητό στον κόσμο άνθρωπο. Αναφέρομαι φυσικά στους «Λαϊκούς βάρδους» και τον Πάνο Γεραμάνη.
Όταν το φθινόπωρο του 2002 ο Αντώνης Ανδρικάκης με έφερε στην ΕΡΤ και η Μαργαρίτα Μυτιληναίου μου έδωσε την καθημερινή ώρα πριν τους «Λαϊκούς βάρδους», ήξερα φυσικά ποιος είναι ο Πάνος Γεραμάνης, αλλά δεν τον γνώριζα προσωπικά. Αυτό πήρε λίγες βδομάδες, καθώς από Δευτέρα μέχρι και Πέμπτη ο «κύριος Πάνος» (δεν πρόλαβα και δεν κατάφερα να του μιλήσω ποτέ στον ενικό παρά τις προτροπές του) ηχογραφούσε τις εκπομπές του πρωί και τα απογεύματα μεταδίδονταν ηχογραφημένες, εκτός από το ζωντανό δίωρο της Παρασκευής, που όμως εκείνη τη μέρα δεν είχα εγώ εκπομπή και δεν ανέβαινα στο Ραδιομέγαρο.
Πέρα όμως από το Δεύτερο Πρόγραμμα και την ΕΡΑ-ΣΠΟΡ όπου παρουσίαζε τα πρωινά του Σαββατοκύριακου τους «Άσσους των γηπέδων», ο Πάνος Γεραμάνης κάθε Πέμπτη βράδυ διατηρούσε στη Φωνή της Ελλάδας, το ραδιόφωνο για τον απόδημο Ελληνισμό, εκπομπή για το λαϊκό τραγούδι. Μια Πέμπτη λοιπόν τον περίμενα, του συστήθηκα και μιλήσαμε για λίγο. Προσιτός, καταδεκτικός, φιλικός οι πρώτες μου εντυπώσεις. Στη συνέχεια απομακρύνθηκα και τον παρατηρούσα με πόση υπομονή και καλή διάθεση απαντούσε σε κάθε λογής τηλεφώνημα που ερχόταν από όλα τα μέρη του κόσμου που τον άκουγαν εκείνη την ώρα.
Η σημαντικότητα των «Λαϊκών βάρδων» έγκειται νομίζω στο ότι συνέβαλε στη διατήρηση της μετάδοσης και της διάδοσης ενός ρεπερτορίου το οποίο εξακολουθεί να βάλλεται – και ενίοτε να κακοποιείται – αλλά και στην καταγραφή μαρτυριών από δημιουργούς, μουσικούς και ερμηνευτές του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού κυρίως, παρ’ όλο που ο Πάνος Γεραμάνης ως άνθρωπος ήταν πολύ πιο ανοικτός σε ακούσματα από αυτά που μετέδιδε από τις εκπομπές του.
Δυστυχώς η πρόωρη αναχώρησή του, λίγα λεπτά πριν την Ανάσταση το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου 30 Απριλίου του 2005, δε μου επέτρεψαν να τον γνωρίσω περισσότερο. Κι έτσι έμεινα με τις κουβέντες που κάναμε τις φορές που έτυχε να έχει ζωντανή εκπομπή και να είμαι κι εγώ στην ΕΡΤ, 2-3 φορές που τα είπαμε εκτός «δουλειάς» (σε πολλά εισαγωγικά) στο αγαπημένο του ουζερί στο Χαλάνδρι ή όταν τον πήγαινα στο σπίτι μετά την ΕΡΤ επειδή εκείνος δεν οδηγούσε (ακόμα θυμάμαι την έκφραση και τα αστεία που ανταλλάξαμε με τη Μαργαρίτα Μυτιληναίου όταν κατά σύμπτωση μας είδε να βγαίνουμε, εμένα και τον Γεραμάνη ως οδηγό και συνοδηγό αντίστοιχα, στο μεσαίας κατηγορίας αυτοκίνητό μου… κάντε το εικόνα).
Πληθωρικός όμως υπήρξε και στη γενναιοδωρία και την καλοσύνη του. Το έχω διαπιστώσει προσωπικά, ακόμα και μετά το θάνατό του, αλλά το διαπίστωσα ακόμα παραπάνω, όταν χρειάστηκε να καλύψω για ένα διάστημα ραδιοφωνικά τη δική του ώρα μετά την «αναχώρησή» του. Δεν πρόκειται να ξεχάσω εκείνα τα τηλεφωνήματα των πρώτων ημερών από κόσμο που τον γνώριζε ή που απλά τον άκουγε και έπαιρνε στο Δεύτερο Πρόγραμμα για να συλλυπηθεί, όπως το κάνεις για ένα δικό σου άνθρωπο. Γιατί τα τηλεφωνήματα εκείνα ήταν όχι μόνο για τη ραδιοφωνική απώλεια, αλλά για την απώλεια ενός δικού σου ανθρώπου. Και το να θεωρείς δικό σου άνθρωπο κάποιον με τον οποίο ενδεχομένως δεν έχετε ποτέ γνωριστεί είναι πολύ μεγάλη υπόθεση.
Ο Πάνος Γεραμάνης κέρδισε το μέγιστο, την εκτίμηση και την αγάπη του κόσμου χωρίς μόνιμη τηλεοπτική παρουσία, χωρίς υπερ-προβολή του έργου του και, κυρίως, χωρίς καθόλου να το επιδιώξει. Και το κατέκτησε, πέρα από τη δουλειά του, με τη γνησιότητα, την απλότητα και την αλήθειά του.
* O Σιδερής Πρίντεζης είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.