Με αφορμή την 8η Απριλίου που έχει καθιερωθεί ως “Παγκόσμια Ημέρα του Έθνους των Ρομά”, δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί μια μεγάλη μουσική ιδιοφυΐα του 20ου αιώνα, τον Τζάνγκο Ράινχαρντ (Django Reindhardt), έναν μεγάλο μουσικό της τζαζ, που έζησε και μεγαλούργησε μέσα στο χρόνια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
γράφει η Φωτεινή Μπακαδήμα
Έχοντας γεννηθεί το 1910, πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε καταυλισμούς Ρομά κοντά στο Παρίσι, ενώ το ταλέντο του στην κιθάρα και τη σύνθεση έγινε φανερό από μικρή ηλικία. Παρότι μετά από ένα σοβαρό ατύχημα παρέλυσαν 2 δάχτυλα του αριστερού του χεριού, αυτό δεν τον σταμάτησε από το να συνεχίσει να παίζει κιθάρα, παίζοντας σόλο κιθάρας με τα δύο δάχτυλα, ενώ χρησιμοποιούσε τα δύο τραυματισμένα ως βοηθητικά για τις συγχορδίες και καταφέρνοντας, τελικά, να δημιουργήσει ένα στυλ τεχνικής τζαζ κιθάρας που είναι εξαιρετικά δημοφιλές, αποτελώντας, πλέον μουσική παράδοση στην γαλλική κι όχι μόνο τσιγγάνικη κουλτούρα.
Ο ιδιοφυής μουσικός μαζί με τον Στέφανο (Στεφάν) Γκραπέλι δημιούργησαν το κουϊντέτο του Hot Club de France και ήταν ήδη αρκετά γνωστός πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, το ξέσπασμα του οποίου τους βρήκε σε περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Ράινχαρντ επέλεξε να επιστρέψει στη Γαλλία, όπου και συνέχισε να παίζει, αναμένοντας πως οι Ναζί θα εξαπέλυαν κυνήγι κατά των Ρομά, αλλά ήταν μόνο ενδείξεις, χωρίς να έχει την πλήρη εικόνα του τι θα ακολουθούσε.
Αξίζει να σημειώσουμε δυο πράγματα. Πρώτον, από το 1933 στη Γερμανία απαγορευόταν να διαμένουν στις πόλεις οι Γερμανοί Ρομά, ενώ οι άντρες ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ένα καφέ διακριτικό τρίγωνο στα ρούχα τους, παρόμοιο με το ροζ που είχαν επιβάλει στους ομοφυλόφιλους και το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ στους Εβραίους, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, σφαγιάσθηκαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στη Γαλλία, χρησιμοποιούνταν ως σκλάβοι σε φάρμες, αγροκτήματα και βιομηχανίες.
Δεύτερον, η τζαζ, ως είδος μουσικής, δεν έχαιρε καμίας εκτίμησης εκ μέρους των Γερμανών, καθώς ήδη από το 1916 είχε απαγορευτεί και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, μεταξύ 1922 και 1933, κατέβαλε κάθε προσπάθεια περαιτέρω καταπίεσης του είδους. Έτσι, όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, ο δρόμος είχε ήδη ανοίξει ώστε να απαγορευθεί ακόμη εντονότερα, καθώς ο ίδιος αλλά και ο Γκέμπελς θεωρούσαν την τζαζ ως έκφραση μιας παγκόσμιας συνομωσίας που στόχευε στην υπονόμευση του γερμανικού μεγαλείου.
Παρόλα αυτά, οι προθέσεις τους προσέκρουσαν σε ένα μικρό γερμανικό κοινό που αγαπούσε τη τζαζ κι έτσι δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν πλήρη απαγόρευση της.
Στην κατεχόμενη Γαλλία, η επίσημη πολιτική ήταν λιγότερο αυστηρή, γι' αυτό και ο Ράινχαρντ παρέμεινε από τους πιο γνωστούς εκφραστές του είδους, καταφέρνοντας, παρά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, να επεκτείνει τους ορίζοντές του, τόσο συνθετικά όσο και παικτικά.
Αναγνωρίζοντας, όμως, τον αυξανόμενο κίνδυνο, προσπάθησε να περάσει στην Ελβετία για να συλληφθεί για πρώτη φορά. Λέγεται πως χρειάστηκε να παρέμβει ένας Γερμανός αξιωματικός που ήταν θαυμαστής του ώστε να απελευθερωθεί, ενώ τη δεύτερη, τον επέστρεψαν οι ελβετικές αρχές. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ακριβώς λόγω του ταλέντου του, που αγαπήθηκε ακόμη και από Ναζί, κατάφερε, παρότι ήταν Ρομά, να αποφύγει τη σύλληψη και την κατάληξη που είχαν πολλοί άλλοι ομοεθνείς του.
Μολονότι αγαπήθηκε από τους κατακτητές, ποτέ δεν τους προσεταιρίστηκε, με πολλές από τις συνθέσεις του, με κορυφαίο το κομμάτι “Nuages”, να έχουν συνδεθεί με την ελευθερία και ειδικά το “Nuages” θεωρείται πλέον ως “ανεπίσημος παριζιάνικος ύμνος για την ελευθερία”.
Μετά τη λήξη του Πολέμου, έκανε περιοδείες σε Ευρώπη και ΗΠΑ, για να χαθεί εντελώς πρόωρα και αιφνίδια από τη ζωή, σε ηλικία, μάλιστα, των 43 χρονών, το 1953.
Δυστυχώς, για πολλά χρόνια μετά τον χαμό του, δεν κατάφερε να έχει τη θέση που του άρμοζε στην παγκόσμια μουσική ιστορία. Αρκετοί θεωρούν ότι αυτό οφείλεται στο ότι η κιθάρα δεν θεωρούνταν παραδοσιακό όργανο της τζαζ, με το μυαλό των περισσοτέρων στο άκουσμα του όρου να πηγαίνει στο πιάνο, το σαξόφωνο, την τρομπέτα, τη Νέα Ορλεάνη, τους Κρεολούς και μουσικούς όπως ο Τζον Κολτρέιν, ο Θελόνιους Μονκ, ο Ντίζι Γκιλέσπι, ενώ άλλοι το αποδίδουν στην Ρομά καταγωγή του.
Όμως, η τζαζ είναι συνυφασμένη με την ελευθερία και μια ελεύθερη ψυχή, όπως εκείνη του Ρομά Τζάνγκο Ράινχαρντ, δεν θα μπορούσε παρά μόνο να την εκφράζει απόλυτα.
* Η Φωτεινή Μπακαδήμα είναι ιστορικός-μουσικολόγος και Βουλευτής του κόμματος ΜέΡΑ25