Καλημέρα Καλημέρα!
Αυτό που βλέπω είναι ο τρόμος των ανθρώπων πίσω από τις μάσκες.
Φοβάμαι ότι στο μέλλον εύκολα κάποιες συμπεριφορές, θα αποκαλούνται «αντικοινωνικές».
Συμπεριφορές που θα επισύρουν «παραδειγματική τιμωρία».
Το πιο πράσινο από τα κορίτσια των μοναχικών παραλιών, το καλοκαίρι θα μετράει ξανά λευκά βότσαλα και κόκκους άμμου.
Ναι, ξανά, όπως όλοι στα όνειρά μας.
Δεν κατάφερε να φτάσει το “Licenced To Ill” κάνοντας περίπου το ένα τέταρτο των πωλήσεων, η Def Jam και ο Rick Rubin ήταν παρελθόν, η Capitol ένας ολοκαίνουργιος κόσμος, το hip hop ένα νέο σύμπαν με ανοιχτά πεδία σε πειραματισμούς και καινούργιες ιδέες. Έτσι εδώ έρχεται η πρακτική του sampling και του multi-layering. Το “Paul’s Boutique” των Beastie Boys είναι ένα απίστευτο album, που κερδίζει τις εντυπώσεις αργά και σταθερά. Σήμερα θεωρείται από τα πιο σημαντικά –αν όχι το πιο σημαντικό- album της μπάντας που εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη για να βρεθεί στο Λος Άντζελες και να μεγαλουργήσει εκεί.
Φτύναμε τα σωθικά μας στο τέλος των party – οι ροκιές έπαιζαν το ξημέρωμα για τους λίγους εμάς που δεν βγάζαμε άκρη με τη disco. Είμαστε πίσω στο 1978, 1979, 1980 σε κάποιο από τα παραλιακά θέρετρα της ανατολικής Αττικής, ο ήλιος βγαίνει από τη θάλασσα, ο τόπος μοιάζει με πόλη του far west: ένας δρόμος με μαγαζιά και πίσω από τη μια πλευρά η θάλασσα και από την άλλη το τίποτα ή έστω τα σπίτια, ξέρεις, της Πένυς, του Τάκη, του Γιώργου, της Ανθούλας και της Βίκυς, του Γιάννη, του άλλου Γιάννη, του Μίμη, τους άλλου Τάκη (δίπλα), της Βασούλας και της Νανάς - ή της Νανούλας και της Βασάς, κάτι τέτοιο. Και τα πάρτυ. Τα disco, τα blues που χορεύαμε κολλητά –μέχρι και το “Epitaph” μαγαρίζαμε οι άθλιοι- και τα rock στο τέλος. Οι Floyd και στην προκειμένη περίπτωση ο Steve Miller. Που βγάζαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας το “Serenade”.
Μόνο στο δωμάτιό σου και μόνο μόνος, μπορείς να συν-λαλήσεις με τον εαυτό σου αυτή την εποχή. Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης κυκλοφορεί το καινούργιο του βιβλίο «Συλλαλητήρια Στο Δωμάτιό Μου» από τον Gutenberg και γράφει πάντα προσωπικά, πάντα σαγηνευτικά, πάντα συγκινητικά για τον Ντεμπόρ και τον Cave, για τον Παπαγιώργη και τον Waits, για τον Μπέρνχαρντ και τον Van Morrison, για τον Λάγιο, τον Μαγιακόβσκι, τον Γκόγκολ, το Au Revoir, την Κυψέλη. Ο Ίκαρος που διαβάζει συνεχώς, που γράφει συνεχώς, που μεταφράζει συνεχώς, που ακούει μουσική συνεχώς, που έχει με κάποιο μαγικό τρόπο μεγαλώσει τη μέρα τόσο, που να χωρούν όλα όσα θέλει να κάνει. Κάποτε θα το μάθω, κάποτε θα προλαβαίνω κι εγώ. Σε μιαν άλλη, στην επόμενη ζωή.
Αγαπώ το punk. Το βρετανικό πιο πολύ από το αμερικάνικο. Τους Pistols, τους Buzzcocks, τους Stiff Little Fingers από το Belfast: αυτή την απίθανη πόλη των 8 βαθμών, Ιούνιο μήνα, που δεν έλεγε να νυχτώσει – έντεκα και πιο μετά. Οι Stiff Little Fingers που περιόδευαν το 1978 με τον Tom Robinson και ταυτόχρονα ηχογραφούσαν το απίστευτο πρώτο album τους, το “Inflammable Material”. Εκεί είναι το “Wasted Life”:
Τώρα που διαβάζω ότι το αγαπημένο μου “Ragnarok” πάει για δεύτερο κύκλο στο Netflix, νιώθω δικαιωμένος. Κι έτσι, ευτυχής πλέον, προχωρώ σε νέες περιπέτειες, που ασφαλώς έχουν να κάνουν με τη Νορβηγία, αυτή την σκοτεινή πατρίδα από την οποία με κάποιον τρόπο, για κάποιον λόγο, σε μυστικό χρόνο κάποιος μοχθηρός και άθλιος άνθρωπος με εξόρισε. Τελειώνω λοιπόν, τον πρώτο κύκλο από τους “Vikings”, προφανώς γιατί ξέρω περισσότερα από έναν κανονικό άνθρωπο για τον Odin, είναι θεά λέμε η Lagertha, έχει ένα πολύ πονηρό χαμόγελο ο Ragnar κι ελπίζω αν πάει στραβά όλο αυτό το σκηνικό με τον Covid 19 να βρεθώ στη Valhalla.
Έτσι όπως μερικά από τα βράδια βγαίνουν μοναχικά και δύσκολα, μπορείς να ονειρεύεσαι μόνο τα ταξίδια. Κι ακόμη κι αν προτιμάς το αεροπλάνο για το Bristol ή τη Νέα Υόρκη της καρδιάς σου, αν προτιμάς το καράβι για τη Νάξο της νοσταλγίας σου, κάτι βράδια Τετάρτης σαν κι αυτό, θα πάρεις το τρένο, το “Blue Train” με τον John Coltrane στο τενόρο, τον Lee Morgan στην τρομπέτα, τον Curtis Fuller στο τρομπόνι, τον Kenny Drew στο πιάνο, τον Paul Chambers στο μπάσο και τον Philly Joe Jones στα τύμπανα. Και θα φύγεις:
Το 1991 δεν ήταν ακριβώς η κορυφή της καριέρας των Motorhead. Το «1916» ήταν όμως ένα από τα πιο εσωτερικά και χαμηλόφωνα –if I’m allowed to say- albums του Lemmy και της απίθανης παρέας του. Έχουν περάσει άπειρα χρόνια από την εποχή της ενασχόλησής μου με το metal, έχουν πολλά ξεχαστεί από εκείνη την εποχή, πολλά έχουν καταχωρηθεί ως λιγότερο σημαντικά απ΄ όσο φαίνονταν το 1995, αλλά οι Motorhead δεν είναι ανάμεσα σ’ αυτά. Δηλαδή, άπιστε φίλε μου, άκου τραγούδι:
Θα έπρεπε να περιμένεις την Άνοιξη ή να ζεις την Άνοιξη ή να είσαι η Άνοιξη αλλά αυτή η ζοφερή εποχή, δεν σ’ αφήνει με τίποτα να το λειτουργήσεις το σχέδιο έτσι. Η Άνοιξη είναι η εποχή των πουλιών. Δεν τ’ ακούς, ακριβώς. Ή τ’ ακούς και τα απομονώνεις. Και τα νοσταλγείς, έτσι όπως κουρνιάζουν στο μεγάλο δέντρο, σούρουπο σε κάποιο περιβόλι του κάμπου των Εγγαρών. Και πιάνεις το «Εγκώμιο των Πουλιών» του Giacomo Leopardi, γραμμένο το 1824. Ναι, σκέφτεσαι, «τα πουλιά είναι από τη φύση τους, τα ευτυχέστερα πλάσματα του κόσμου».
Λοιπόν, «Όλα Μπερδεύονται Γλυκά», τα κόκκινα τηλέφωνα-κερματοδέκτες, το “Dirty Dancing” που αγαπάς, η Μελίνα Τανάγρη της δεκαετίας του ’80 και προσπαθείς να διαλέξεις: «Βυζάκια Έξω» ή «Μελίνα Από Το Μέλι» και είναι και τα δύο δίσκοι που σε συντρόφευαν μέρες και μέρες. Από εκείνες τις ημέρες που είχαν άλλο φως -όπως θα έλεγαν και οι Floyd- εκτυφλωτικό φως. Από album, διαλέγεις και τα δύο, από τραγούδια, τη «Βροχή», τη «Βροχούλα»:
Η gallery genesis παρουσιάζει την έκθεση «Nostro Caro Scuro» των Αποστόλη Ιτσκούδη, Βασίλη Γαρυφαλλάκη και Νίκου Κιτμερίδη, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιώργου Τζάνερη.
Μια ζωγραφική για την παλλόμενη καρδιά του σκότους
Ιχνογραφώντας με οξυδερκή ενδελέχεια μια πρωτότυπη εικονοποιητική περιπέτεια, τις εκλεκτικές ιστορικές, εννοιολογικές, αισθητικές και αισθαντικές συγγένειες της οποίας μοιράζονται ουσιαστικά, ο Βασίλης Γαρυφαλλάκης, ο Αποστόλης Ιτσκούδης και ο Νίκος Κιτμερίδης, στενοί φίλοι και συνοδοιπόροι στην διηνεκή τους καλλιτεχνική αναζήτηση, παρουσιάζουν το «δικό τους» αγαπητό μέσο, το ιδιοχρησιακό εκείνο και ιδιοσυγκρασιακό chiaroscuro που διατρέχει τις τρέχουσες ενότητες της δουλειάς τους.
Αντλώντας με προσηλωμένη ελευθερία και κατακτημένη γνώση από τον συναρπαστικό άτλαντα της ιστορίας της τέχνης, οι τρεις ζωγράφοι βουτούν με διάθεση γενναιόφρονα και αποτέλεσμα ευφρόσυνο στις σκοτεινές κοιλάδες και τους φωτεινούς λόφους της Ιταλικής Αναγέννησης και του μεγαλειώδους Μπαρόκ, στις θνήσκουσες σκιές, στα αναστάσιμα φώτα και τα δραματικά κοντράστ της ανεξίτηλης εικονοποιητικής και σωματοποιημένης πλαστικής μνήμης του Leonardo και του Vermeer, του Hugo van der Goes και του Rembrandt, του Caravaggio και της Artemisia Gentileschi, του de La Tour και του Goya.
Κουβεντιάζοντας μαζί τους με αφορμή το κοινό ετούτο πνευματικό και οπτικό τους άθυρμα, επιστρέφω - όπως κι εκείνοι – στην αρχαία ελληνική τέχνη της σκιαγραφίας, στη μαγική επινόηση του Αθηναίου ζωγράφου του 5ου π.Χ. αιώνα Απολλόδωρου και στο ανεξίτηλο πάθος των σκηνών του κυνηγιού των ελαφιών που σώζονται στα ελαφρώς μεταγενέστερα ψηφιδωτά της Πέλλας. Στη δαντελωτή οπτική εναλλαγή φωτός και σκιάς της βυζαντινής επιτοίχιας σχηματοποίησης του κόσμου και στην επίπονη γεωμετρία των δυτικών μεσαιωνικών χειρογράφων που υπαινίσσονται την απεικόνιση ενός σύμπαντος ένθεου και μεταφυσικού, οδηγώντας μας με προαναγγελθείσα ακρίβεια στις ξυλογραφίες του Mantegna, του Cranach και από εκεί στη διηνεκή αναζήτηση του τρισδιάστατου όγκου, στη λουσμένη από το φως του κεριού, της πυροστιάς ή του σιωπηλού φεγγαριού νυχτερινή όψη του κόσμου - στη μονάκριβη κληρονομιά του Raphael, του Michelangelo, του Donatello και του Caravaggio ξανά και ξανά. Κι ύστερα οι κουβέντες μας μάς φέρνουν αναπόφευκτα στο κατώφλι μιας νέας γης: στην αρχετυπική δυναμική του chiaroscuro των γιαπωνέζικων cartes postales του περασμένου αιώνα που αναδίδουν την απλότητα, την ευγένεια και την ιαπωνική αισθητική και στα ίχνη του λόγιου Okakura Kakuzō και της παραδοσιακής ιαπωνικής ζωγραφικής Nihonga. Κι ακόμη, στις αισθητικές αναζητήσεις της μαυρόασπρης φωτογραφίας των απαρχών της εφεύρεσής της ή στην αναζήτηση του «ρεμπραντικού φωτός» και στην μεταγενέστερη οπτική ποιητική του Koudelka ή της Leibovitz, αλλά και στην αξεπέραστη μυθολογία της κινηματογραφικής Εδέμ και των αλλεπάλληλων χροιών σε έργα όπως το Εργαστήριο του Dr. Caligari, το Nosferatu ή το Metropolis, των δραματικών chiaroscuro του Eisenstein και των ρεαλιστικών του Bergman ή στις ένθεες σκηνές της Θυσίας του Tarkovsky και στις ιδιοφυείς επινοήσεις του Kubrick και του Barry Lyndon του. Στις αυτοαναφορικές παιδικές μνήμες μιας σκοτεινής μυστηριακής κάμαρας ή μια αιωρούμενης φωτεινής εστίας. Στην αβίαστη κληρονομιά της εξακολουθητικής εκείνης κοιτίδας που θα συνεχίσει να σώζει την ψυχή και να αγλαΐζει το βλέμμα μας.
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Γιώργος Τζάνερης
Επιμελητικό Κείμενο: Ίρις Κρητικού
Gallery Genesis, Χάριτος 35, Κολωνάκι
Θυμάμαι ότι ο Richard Allen, ο άνθρωπος πίσω από την αγγλική δισκογραφική εταιρεία Delerium, είχε έναν γαλάζιο σκαραβαίο. Έμενε κάπου στο Βόρειο Λονδίνο, εκτός από το label είχε ένα απίθανο mail order και ήταν ο άνθρωπος που είδε στον Steven Wilson, όσα εκείνος επρόκειτο να γίνει στο μέλλον. Το “The Sky Moves Sideways” είναι για μένα ο πιο αγαπημένος δίσκος των Porcupine Tree. Ο δίσκος που άκουσα pre-release σε κασέτα που την έχω ακόμα και την αγαπώ ιδιαίτερα. Ο δίσκος που μου θυμίζει τους Floyd του “Wish You Were Here”, ο δίσκος που έχω αγοράσει σε καμιά δεκαριά εκδόσεις, αμερικάνικος, με μπλε βινύλιο, re-mastered, σε νέα έκδοση, σε cd, σε re-mastered cd και πάει λέγοντας. “Phase 1” στο repeat, είκοσι πέντε χρόνια τώρα.
Η ερημιά των δρόμων. Η ησυχία των μπαλκονιών. Η συνεχής απουσία. Η θάλασσα κάπου μακριά, κάπου αόριστα. Όπως στην “Πρωινή Περίπολο” του Νικολαΐδη.