Καλημέρα Καλημέρα!
Αυτό που βλέπω είναι η αντανάκλαση του φεγγαριού στο νερό των υπονόμων.
Ο ήχος μια καταιγίδας που άλλαξε δρόμο
Οι μακρινές αστραπές ως εκκενώσεις φωτός κάτω από κόκκινα σύννεφα
Το πιο πράσινο από τα κορίτσια του ήλιου χρωματίζει και πάλι τη φωνή του με τους τρόπους που ξέρεις καλά
Ο κόσμος παίρνει πάλι το γνωστό του πρόσωπο.
Από τα σχήματα της folk ψυχεδέλειας, οι Incredible String Band ήταν από τα πιο σημαντικά στην Αγγλία. Πειραματίστηκαν αρκετά με τις λαικές μελωδίες και δημιούργησαν μερικές πολύ σύνθετες δομές στα τραγούδια τους, που σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνούσαν την ψυχεδέλεια και άγγιζαν το progressive. Το “Liquid Acrobat As Regards The Air” δεν φτάνει στο ύψος του “5000 Spirits…” αλλά έχει σπουδαία τραγούδια, όπως το δεκάλεπτο και βάλε “Darling Belle” και το “Red Hair”:
Ο Δημήτρης Μυστακίδης παίζει λαϊκή κιθάρα, ερευνά τη λαϊκή κιθάρα, διδάσκει λαϊκή κιθάρα, γράφει βιβλία για τη λαϊκή κιθάρα, εκδίδει δίσκους για αυτήν. Ο στόχος του είναι να την αποκαταστήσει στη συνείδηση του κόσμου, να αναδείξει τη σημασία και τον πλούσιο χαρακτήρα της. Να μας κάνει να τη γνωρίσουμε ή να τη ξαναθυμηθούμε. Και να την αγαπήσουμε, όπως την αγαπάει και ο ίδιος.
Σ’ αυτή τη διαδικασία, παίρνει τη λαϊκή κιθάρα από τον συνοδευτικό της ρόλο και την κάνει λαμπερή πρωταγωνίστρια, αναδεικνύοντας όλες τις εκφραστικές της δυνατότητες. Ο καινούργιος του δίσκος λέγεται “Here And There”, έχει για ακόμη μια φορά σπουδαίες ερμηνείες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η «Αχάριστη» του Τσιτσάνη:
Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν τι σημαίνει Βίπερ. Πρόκειται για εκείνα τα βιβλία τσέπης που κυκλοφόρησαν νωρίς στη δεκαετία του ’70, πουλιούνταν στα περίπτερα και στα πρακτορεία τύπου ανά την Ελλάδα και ήταν συντομογραφία της ίδια της ουσίας τους: «Βιβλία Περιπτέρου». (Στα πρόσφατα χρόνια η συντομογραφία «Γλύπερ» -Γλυκά Περιπτέρου- ίσως υποψίασε κάποιους ως προς τη σημασία της λέξης «Βίπερ). Στις εκδόσεις αυτές, έβρισκες κλασική λογοτεχνία, ελληνική και ξένη και δεν ένιωθες καμία τύψη να περιφέρεις το βιβλιαράκι σου από παραλία σε παραλία. Το εκατοστό Βίπερ ήταν μια πανηγυρική έκδοση, μια Ποιητική Ανθολογία που περιλάμβανε σχεδόν κάθε Έλληνα ποιητή: από τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Παλαμά και τον Ρίτσο μέχρι τον Άβλιχο, τον Μολφέτα και την Μπαλή. Η αγαπημένη μου απασχόληση είναι να διαβάζω από τον όμορφο αυτόν τόμο των πεντακοσίων σελίδων, τους ποιητές που δεν έμειναν στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, παρά με λίγες γραμμές. Ή ως οδοί: Σκίπη, Πολυλά, Σούτσου, Γρυπάρη. Και ακόμα κι αν τα πιο πολλά από τα ποιήματά τους, στερούνται βάθους, είναι πολύτιμο να τα διαβάζεις κάποια συννεφιασμένα μεσημέρια.
Οι Village Of The Sun, που προφανώς παίρνουν το όνομά τους από τη σύνθεση του Frank Zappa, είναι το νέο σχήμα των Binker and Moses (Binker Golding and Moses Boyd) που εδώ συνεργάζονται με τον Simon Ratcliffe, κινητήρια δύναμη των παλιών και καλών πρωτοπόρων του ηλεκτρονικού ήχου, Basement Jaxx. Ένα ατμοσφαιρικό post jazz ακρόαμα για όσους δίπλα στα κλασικά παιξίματα των Binker and Moses χρειάζονται λίγο περισσότερη καλά τοποθετημένη ατμόσφαιρα.
Δεν έχω ασχοληθεί σε βάθος με την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Ξέρω όσα περίπου μου χρειάζονται για τις ραδιοφωνικές μου εκπομπές και όσα τυχαίνει να αλιεύω στις μουσικές διαδρομές μου. Ως άνθρωπος της πόλης, δίνω σαφώς μεγαλύτερη σημασία στις urban εκδοχές της μουσικής έκφρασης. Εκείνο όμως που μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι ο τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος που έρχεται από μακριά μπορεί να προσλάβει το ελληνικό μουσικό φαινόμενο. Έτσι, διάβασα με προσήλωση το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» του Κρίστοφερ Κινγκ από τη Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών και εντυπωσιάστηκα από την αγάπη του στην ελληνική μουσική, το βάθος των παρατηρήσεών του κι τον πλούτο της μουσικής που είχε υπ’ όψιν του όταν ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο. Πλησίασα στοιχεία της ηπςιρώτικής παράδοσης και άκουσα προσεκτικά τη συλλογή “Why The Mountains Are Black”, όπως και τους δίσκους του Κίτσου Χαρισιάδη και Αλέξη Ζούμπα. Το ψάχνω παραπέρα, όχι ότι θ’ αρχίσω να κυνηγάω τα σπάνια 78άρια αλλά ακούω συνεχώς και πιο ενδιαφέροντα πράγματα από εκείνους τους τόπους. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Δώμα και οι δίσκοι από την Third Man του Jack White των White Stripes.
Οι πρώτες κυκλοφορίες της Creep Records είχαν ξένο στίχο: Yell-O-Yell, Villa 21, Headleaders, Reporters. Ύστερα έρχονται οι «Σκιές» των Metro Decay και λίγο αργότερα την ίδια χρονιά τα «Λευκά Κελλιά» των Clown. Είμαστε στο σωτήριον έτος 1983, που όσους από εμάς δεν έσωσε, μας έστειλε σε κινηματογράφους Κυριακή πρωί να παρακολουθούμε αυτές τις απίθανες γκρουπάρες που δημιούργησαν σκηνή, φαινόμενο που εμφανίστηκε ελάχιστες φορές στην Ελλάδα. Τώρα που ένα ιδιότυπο ελληνικό electro με σκοτεινές διαθέσεις εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο, ειδικά εδώ στην Αθήνα, το electro post punk new wave των Clown ακούγεται ως το απόλυτο προπατορικό αμάρτημα.
Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στον κόσμο του underground hip hop της Νέας Υόρκης, θα βρεις από κάτω την Griselda, που είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με τα ονόματα των Westside Gunn, Conway the Machine και Benny the Butcher. Ήθελα να γράψω για έναν από τους δίσκους του Westside Gunn αλλά πριν από μερικές μέρες έσκασε στο youtube αυτό το απίστευτο “Fire In The Booth”, οπότε, no talkin’ nigga:
Μόλις επτά τραγούδια είχε το δεύτερο προσωπικό album του Neil Young, το “Everybody Knows This Is Nowhere”, γεγονός που οφείλεται στα δύο δεκάλεπτα, “Down By The River” και “Cowgirl In The Sand”. Λένε πως για να γράψει τα δύο αυτά τραγούδια ο Young, εκμεταλλεύτηκε τη διαύγεια που προηγείται της επιληπτικής κρίσης, αλλά αυτή η πληροφορία μπορεί και να αποτελεί αστικό μύθο. Το σίγουρο είναι ότι τα δύο αυτά τραγούδια δεσπόζουν, το ένα στο τέλος της πρώτης και το άλλο στο τέλος της δεύτερης πλευράς του δίσκου. Όσοι μεγαλώσαμε με το album αυτό αλλά και με τα υπόλοιπα του Neil, αγαπήσαμε κάθε νότα μα ίσως λίγο περισσότερο απ’ όλα, την ηλεκτρική country του “Loosing End”.
Νόμιζα ότι επειδή μου άρεσε το Ragnarok, θα μπορούσα εύκολα να πλοηγηθώ στις σειρές του Netflix και να επιλέξω κάτι που να μου αρέσει εξίσου. Γελάστηκα! Ενδεχομένως, οι πιο έμπειροι έχουν βρει κάποιον τρόπο να επιλέγουν τις σειρές που βρίσκονται κοντά στο γούστο τους, εγώ όμως έπεσα πάνω στο “The Stranger”, όπου μια μάλλον αντιπαθής τύπισσα μαρτυράει τα μυστικά κάποιων ανθρώπων στους οικείους τους, οδηγώντας κάποιους από όλους τους εμπλεκόμενους στον φόνο, κάποιους άλλους στην αυτοκτονία, κάποιους στο πένθος και όλους στην απόλυτη δυστυχία. Έτσι, έχασα αρκετές ώρες από τη ζωή μου ασχολούμενος με ένα θέμα που δεν με αφορά διόλου: την αποκάλυψη κάθε είδους μυστικών. Ενδεχομένως να είμαι η μειοψηφία που θα πλήρωνε για να ΜΗΝ μάθει τα περσινά –ξινά- μυστικά των οικείων. Ενδεχομένως, αν και θα έμπαινα στη διαδικασία να ακούσω έναν δίσκο που δεν μου άρεσει, να διαβάσω αποσπάσματα από ένα βιβλίο που δεν με αφορά, να δω μια ταινία ή ένα θεατρικό έργο που δεν εφάπτεται ακριβώς στον κόσμο μου, αρνούμαι να παρακολουθήσω μια σειρά που δεν είναι απολύτως εγώ. Ίσως γιατί η «σηριαλική» τέχνη μου φαίνεται κατώτερη από κάθε άλλη. Ίσως γιατί μου φαίνεται ενοχλητικό να παρακολουθείς μια σειρά επειδή νιώθεις τυχερός που η ζωή σου δεν έχει τα χάλια της ζωής των χαρακτήρων της σειράς, ειδικά στον βαθμό που αυτό σε εμποδίζει να αλλάξεις τη δική σου ζωή –και όχι αυτή των χαρακτήρων- προς το καλύτερο.
Η έκθεση «Διαχρονίες» που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 2018 στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας σε διοργάνωση του Μουσείου, αφορά σε έναν οργανικό διάλογο μεταξύ πρωτότυπων εκθεμάτων διαφορετικών χρονικών περιόδων από τις συλλογές του Μουσείου, με έργα σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών. Η μεταφορά της στον «Ελληνικό Κόσμο» του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού στην Αθήνα, αποτελεί για όλους τους συντελεστές της εξαιρετική χαρά και τιμή.
Ακολουθώντας την αντίστοιχη χρονολογική διαδρομή που καλύπτουν τα εκθέματα του Μουσείου -σημαντικά προϊστορικά ευρήματα όπως ομοιώματα οίκων, εργαλεία και ειδώλια, όπλα της εποχής του σιδήρου, αρχαϊκά αντικείμενα, κλασικά και ρωμαϊκά γλυπτά και επιτύμβιες στήλες, κοσμήματα, γυάλινα αντικείμενα και σκεύη, νομίσματα και χρυσά στεφάνια, ψηφιδωτά ρωμαϊκά δάπεδα με έμφαση στη Λατρεία και την απεικόνιση του Διονύσου, πρωτοβυζαντινά ανάγλυφα, κεραμικά πιάτα, βυζαντινές εικόνες και τοιχογραφίες, εβραϊκές ταφικές στήλες, σπαράγματα τοιχογραφιών από τα μοναδικά σπίτια στα του Σβαρτς στα Αμπελάκια καθώς και ισλαμικά αντικείμενα-, 52 διακεκριμένοι Έλληνες εικαστικοί, σε συνεργασία με την επιστημονική ομάδα του Μουσείου και την επιμελήτρια της έκθεσης, Ίριδα Κρητικού, επέλεξαν παλαιότερα σχετικά έργα τους ή δημιούργησαν σημαντικά νέα, σε συνομιλία με τα μόνιμα εκθέματα του Μουσείου, με πρόθεση τον οργανικό διάλογο με αυτά, καθώς και την πιστοποίηση της έννοιας της Διαχρονίας που διατρέχει την ελληνική τέχνη τόσο θεματικά και τεχνικά, όσο και αισθητικά ή συμβολικά.
Πρόθεση της επιστημονικής ομάδας και της επιμελήτριας, αποτελεί η πολυσχιδής συνομιλία εμβληματικών εκθεμάτων του Μουσείου αλλά και μη εκτεθειμένων στη μόνιμη έκθεση αρχαίων αντικειμένων που παρουσιάζονται για πρώτη φορά με αφορμή την έκθεση, με σύγχρονα εικαστικά έργα που αφηγούνται με τρόπους παράλληλους και εξίσου συναρπαστικούς την ανθρώπινη περιπέτεια στο χώρο και το χρόνο. Τα έργα των συμμετεχόντων εικαστικών, αυτοφερόμενα έργα - γλυπτά, κοσμήματα και εργαλεία, σκεύη, εγκαταστάσεις και κατασκευές καθώς και ζωγραφική, συντάσσουν μια συνομιλία πολυσχιδή, μια συνομιλία οργανική, αισθητική και εννοιολογική με τα πρωτότυπα εκθέματα από τις Συλλογές του Μουσείου.
Στην έκθεση συμμετέχουν οι εικαστικοί Αλεξάνδρα Αθανασιάδη, Όλγα Αλεξοπούλου, Στέλιος Αλεξάκης, Κώστας Ανανίδας, Ρούλα Αντωνοπούλου, Νεκτάριος Αποσπόρης, Άννυ Αρχιμανδρίτου, Άννα Αχιλλέως, Βαγγέλης Βλαχοδήμος, Μίκα Βογιατζή, Έλενα Βότση, Μάριος Βουτσινάς, Μάρκος Γεωργιλάκης, Κατερίνα Γιάννακα, Στρατηγούλα Γιαννικοπούλου, Ειρήνη Γκόνου, Άκης Γκούμας, Γεωργία Γκρεμούτη, Δικαία Δεσποτάκη, Γιώργος Ζογγολόπουλος, Σταυρούλα Καζιάλε, Βάσω Καλουδιώτη, Μάρκος Καμπάνης, Αντώνης Καρακωνσταντάκης, Βούλα Καραμπατζάκη, Μάρω Κορνηλάκη, Ιωσηφίνα Κοσμά, Έλενα Κυρκιλή, Αγγελος Κωνσταντακάτος, Μαρία Κώτσου, Αλέκος Λεβίδης, Αφροδίτη Λίτη, Ηρώ Μανδηλαρά, Χριστίνα Μαντζαβίνου, Παναγιώτης Μαρίνης, Βαρβάρα Μαυρακάκη, Κυριακή Μαυρογεώργη, Χαρίτων Μπεκιάρης, Γεωργία Μπλιάτσου, Παναγιώτης Μπρέντας, Δέσποινα Πανταζοπούλου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Μίλτος Παπαστεργίου, Παναγιώτης Πασάντας, Βαγγέλης Πολύζος, Εφη Σδούκου, Δήμητρα Σίλιαλη, Ανθή Σουλτάνη, Ελένη Σουμή, Σοφία Τερζίδου, Πραξιτέλης Τζανουλίνος και Γιώργος Χουλιαράς, καταθέτοντας κυριολεκτικά τον ανθό της παρατήρηση, της δημιουργικής σκέψης και της εφαρμοσμένης δυναμικής τους.
Το 1992 ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το “Jehovahkill”, το όγδοο κατά σειρά album του Julian Cope. Εκείνη τη χρονιά έκανα εκπομπή στο υπόγειο του Ηχώ FM στον Βύρωνα και είχα ανάγκη από καλούς και μελωδικούς καινούργιους δίσκους που να έρχονται από τη Βρετανία, καθώς η Sub Pop, το grunge και ο σκληρός ήχος παρουσίαζαν τόσο μεγάλη παραγωγή, που θα μπορούσε κανείς να παίζει ένα συνεχές μονότονο γρατζούνισμα. Ο Cope με αυτό το σκοτεινό παγανιστικό pop ύφος και την έμφυτη μελωδικότητά του, καταφέρνει να κάνει έναν πολύ καλό δίσκο με τρεις πλευρές κι ένα περίτεχνο σχέδιο στην τέταρτη. Αργότερα, οι τρεις φάσεις του album έγιναν έξι. Το ακούω αρκετά συχνά μέχρι σήμερα.
Υπόγειες διαδρομές. Συνταγές αλχημείας. Κόσμοι που συγκρούονται. Όψεις ανείπωτης μελαγχολίας.