Καλημέρα Καλημέρα!

Αυτό που βλέπω είναι οι πρωινές αχτίνες του ήλιου που περνούν μέσα από τα δέντρα

Μισοκλείνεις τα μάτια

Μαθαίνεις να μισανοίγεις τις αισθήσεις

Απ’ την αρχή

Ο πιο τρυφερός από τους ανοιχτόχρωμους σκύλους φέρνει την μπάλα του και διαλέγει γωνία

Τρεις ρίγες

Παγωμένα χέρια

Καθαρός βυθός

 

Το “Three Imaginary Boys” ήταν ο πρώτος δίσκος των Cure, ένας δίσκος που δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην Αμερική. Με τη δημοτικότητά τους να ανεβαίνει, ένα χρόνο αργότερα, η αγγλική μπάντα κυκλοφορεί ένα παράξενο album, το “Boys Don’t Cry” που είναι ταυτόχρονα δίσκος και συλλογή, καθώς περιλαμβάνει το “Three Imaginary Boys” αλλά και μερικά σκόρπια κομμάτια της μπάντας. Έτσι έφτασαν στην Αμερική, έτσι τους γνωρίσαμε: μ’ ένα γεωμετρικό εξώφυλλο που παραπέμπει στο “Killing An Arab” και κατά συνέπεια στον «Ξένο» του Καμύ, ένα δίσκο που έκανε τους πιο πολλούς από εμάς να αγαπήσουν το new wave και να υποκύψουν στην απέραντη γοητεία του.

 

 

Το “Whole Lotta Love” ήταν μια παράξενη εισαγωγή στα άγνωστα μυστήρια ενός έρωτα που θα αργούσε να έρθει. Το “Immigrant Song” έδειχνε το σχήμα του κόσμου που πλησίαζε αλλά δεν ήταν ακόμη εδώ. Το “Black Dog” όμως ήταν εδώ, ήταν ακριβώς εδώ τη στιγμή που έπρεπε. Το “IV” ήταν ο πρώτος δίσκος των Zeppelin που μπορούσα να κατανοήσω από την αρχή μέχρι το τέλος. Ίσως λόγω της ευθύτητας του “Rock n’ Roll”, λόγω της μαγείας του “Going To California”, λόγω της αδυναμίας να περιγράψεις (από τότε μέχρι τώρα) το “Stairway To Heaven”. Ο δίσκος των Zeppelin που αγαπώ ακόμη και τώρα πιο πολύ απ’ όλους, ακόμη κι αν αναγνωρίζω πλέον το μεγαλείο το “II” και του “III”. Άσε που στο “Battle Of Evermore” υπάρχει ακόμη και η φωνή της Sandy Denny.

 

Να γυρίζεις ανάποδα. Να κολυμπάς ανάποδα στο χρόνο. Να παίρνεις ανάποδες. Είναι η στιγμή της τομής: Να είσαι εσύ και να είσαι κι ο ανάποδος εαυτός σου. Να έχεις απέναντι αυτόν που αγαπάς πιο πολύ στον κόσμο. Και γι’ αυτό –ανάποδα- να τον μισείς την ίδια στιγμή. Να γίνεσαι ο Μανόλης, να γίνεσαι η Μαρία, να γίνεσαι πότε ο εαυτός τους και πότε ο ανάποδος εαυτός τους, να κοιτάζεις έξω κι ύστερα να κοιτάζεις μέσα σου, να κοιτάζεις τον άλλο απ’ έξω κι ύστερα από μέσα του. Με γλώσσα σε πρώτο πλάνο ωμή που γίνεται στο πέρασμα των σελίδων το ανάποδό της, βαθιά εσωτερική, η Πέλα Σουλτάτου με τις«Ανάποδες Στροφές» με ανάγκασε να συνεχίσω να διαβάζω αντί να αρχίσω να δουλεύω. Με ανάγκασε να λειτουργήσω ανάποδα απ’ ότι συνήθως. Και να σκεφτώ –επιτέλους- τι σημαίνει να συγχωρείς μέχρι το βάθος της ύπαρξής σου. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτης και το θέλεις.

Η Matador ήταν πάντα μια απίθανη εταιρεία. Μπορούσε συχνά να προβλέπει και να φέρνει σήμερα μουσικές που δεν ήταν ακόμη του κόσμου τούτου μα έμελλε να γίνουν. Οι Algiers είναι μια τέτοια ακριβώς περίπτωση. Έχονται από την Atlanta της Georgia και παίζουν μια μετα-punk δυστοπική soul με hip hop και industrial στοιχεία γεμάτη ένταση. Το τρίτο τους album λέγεται “There Is No Year”, κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες και είναι μεγάλη δισκάρα.

 

Τις περισσότερες ποιητικές συλλογές τις αφήνω στη μέση. Όχι ότι δεν είναι καλοί οι ποιητές. Η καθημερινότητα είναι που λειτουργεί παράξενα και ελάχιστους μόνο χωράει. Στην περίπτωση αυτή θα συνέχιζα. Αμέριμνος διάβαζα το ένα ποίημα μετά το άλλο. Καθένα είχε να προσθέσει κάτι στην ιστορία των ωρών μου. Οι μνήμες. Οι σκέψεις. Τα ταξίδια. Ακόμη και ο τίτλος: «Η Επιστροφή Των Νεκρών». Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη γράφει την αλήθεια της. Σε κάθε ποίημα. Σε κάθε λέξη. Ναι, επιτέλους μια πολύ καλή ποιητική συλλογή. Κι επιπλέον στο τέλος χάνεις τον κόσμο: «... όλη η ζωή ήταν μπροστά σου ακόμα / κι ο ήλιος έδυε κι έφλεγε τα όνειρά σου. / Μια νέα αρχή βράζει και κρύβεται στο τέλος της ημέρας / κι ο ουρανός ατέλειωτος». (Ξέρεις, εμένα έφυγε δυο χρόνια τέσσερις μήνες και είκοσι τέσσερις ημέρες πριν και δεν είχα κλάψει έτσι μέχρι που το διάβασα. Ευχαριστώ). Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις.

Είμαστε προγραμματισμένοι να γκρινιάζουμε ότι η δεκαετία του ’70 δεν είχε τίποτα να προσφέρει μέχρι την εμφάνιση του punk. Εντάξει, υπήρξαν πολύ βαρετές πλευρές στο progressive, αλλά υπήρξαν και σπουδαίες στιγμές στο σύνολο του ήχου που τσουβαλιάζουμε κάτω από την ταμπέλα του κλασικού rock. Ο Tom Waits δεν χωράει σε καμιά κατηγορία και κάτω από καμιά ταμπέλα. Όσοι από εμάς, θυμόμαστε το 1976 μόνο και μόνο επειδή ήταν η χρονιά πριν από την κυκλοφορία του “Never Mind The Bollocks”, αγνοούμε δισκάρες όπως το “Small Change”. Εδώ είναι το “Piano Has Been Drinking”, εδώ είναι το “Invitation Blues” (που διασκεύασε ο Φοίβος Δεληβοριάς στο «Χάλια»), εδώ είναι και το “Tom Traubert’s Blues”.

 

Μια που ανέφερα το «Χάλια», νιώθω ότι χρειάζεται γερή δόση αυτοπεποίθησης να ονομάσεις μόλις τον τρίτο σου δίσκο έτσι. Και μάλιστα, όταν ο δεύτερος είναι και ο πρώτος επιτυχημένος σου. Ο Δεληβοριάς το τολμάει, ενδεχομένως ξέροντας ότι εδώ μέσα υπάρχουν μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του. Τραγούδια που τον ακολουθούν ακόμα. Επτά από τα έντεκα παίχτηκαν τρελά στα ραδιόφωνα αλλά δεν είναι αυτό το θέμα: ο Φοίβος γίνεται τόσο προσωπικός που μόλις ακούσεις προσεκτικά τον δίσκο, νιώθεις να τον ξέρεις καλά.

 

Το Other Music στη Νέα Υόρκη και το Replay στο Bristol είναι τα πιο αγαπημένα μου δισκοπωλεία πάνω στον πλανήτη. Κανένα από τα δύο δεν υπάρχει πλέον, κι έτσι το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κινητοποιήσω τη μνήμη μου να ψάξει αντί για μένα στα ράφια τους. Όταν μπήκα για πρώτη φορά στο Replay, είχα την αίσθηση ότι ο ιδιοκτήτης του είχε στήσει το δισκοπωλείο του πάνω ακριβώς στα μουσικά μου γούστα. Είχε διαλέξει υλικό μόνο από τα είδη που μ’ ενδιέφεραν, όσο διαφορετικά κι αν ήσαν και είχε αγνοήσει όλα τα άλλα. Στο Other Music πάλι, τα πράγματα ήταν δυσκολότερα: εδώ ο ιδιοκτήτης είχε αγνοήσει κάθε δίσκο που είχα και είχε διαλέξει από κάθε είδος, μόνο τα albums που μου έλειπαν. ΟΛΑ τα albums που μου έλειπαν. Κάποτε θα γράψω και για το ζωντανό δισκοπωλείο της καρδιάς μου: το Rough Trade. Τόσο αυτό στο Notting Hill όσο και αυτό στην παλιά μπυραρία. Και νιώθω ότι πλησιάζει η στιγμή που θα μπω για πρώτη φορά στο Rough Trade του Bristol. Πλησιάζει η στιγμή για μια επιστροφή στην πατρίδα. Και ναι, θα αφήσω την περίπτωση του Williamsburg για πιο μετά.

Το “Countless Branches” είναι ο ολοκαίνουργιος τρίτος δίσκος της δεύτερης εποχής του Bill Fay, εκείνου του singer/songwriter που κυκλοφόρησε ένα απίστευτο κι ένα λιγότερο καλό album στα early seventies κι επανήλθε το 2012 με ένα πολύ συγκινητικό album για να κυκλοφορήσει (και πάλι) ένα λιγότερο καλό στη συνέχεια. Να όμως που η παράδοση σπάει και ο Βρετανός δημιουργός επιστρέφει με τρίτο δίσκο μέσα σε μια δεκαετία, για πρώτη φορά στην καριέρα του. Δε το άκουσα ολόκληρο στο youtube, το περιμένω να έρθει και να μπει στο πικάπ. Τον παρακολουθώ μόνο στο “Salt Of The Earth”, έτσι όπως μεγαλώνει και μεγαλώνω κι εγώ μαζί του και βλέπω τα χέρια του να τρέμουν κι ακούω τη φωνή του να τρέμει, πού ήσουν φίλε το 1970, πού ήμουν κι εγώ, πού μας πηγαίνει ο χρόνος έτσι που κυλάει;

 

Οι Diggin' in the Crates Crew ήταν μια παρέα από τη Νέα Υόρκη που εμφανίστηκε το 1992 στον κόσμο του hip hop μ’ ένα όνομα που σήμαινε τη διαδικασία του να ψάχνεις υλικό για να σαμπλάρεις. Δίσκους στα τελάρα, δηλαδή. Ανάμεσα στα μέλη αυτής της παρέας ήταν και ο Buckwild, που έχει συνεργαστεί με πολλούς MCees στο πέρασμα του χρόνου. Η πιο πρόσφατη συνεργασία τους είναι με τον αγριεμένο Pounds για να κάνουν μαζί το “Trafficante”. Αρκετοί γκρινιάζουν ότι ο δίσκος είναι μονοθεματικός (on drugs), πράγμα που τον κάνει να υπολείπεται σε ζητήματα ποικιλίας. Από την άλλη, τόσο ο Buckwild όσο και ο Pounds είναι σε σπουδαία φόρμα. Επιπλέον, ο δίσκος κυκλοφορεί στη Daupe!, μια σπουδαία εταιρεία του είδους, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενώς πολύ σύντομα.

 

Επειδή στον ελεύθερο χρόνο μου, μ’ αρέσει να πειραματίζομαι εικαστικά (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) με το τυπωμένο αντικείμενο, ιδίως το βιβλίο, εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που ο Μάριος Σπηλιόπουλος, γνωστός καλλιτέχνης και τέως πρύτανης αλλά και καθηγητής της ΑΣΚΤ δουλεύει με την εφημερίδα, το περιοδικό ή το διαφημιστικό φυλλάδιο.

Παρουσιάζει στην νέα του έκθεση 114 έργα, για το «εφήμερο» των εφημερίδων, μια αναστοχαστική ματιά, πάνω στην επικαιρότητα των 9 τελευταίων χρόνων (2010-2019), όπως την κατέγραψαν τα έντυπα μέσα ενημέρωσης, (εφημερίδες, περιοδικά, διαφημιστικά φυλλάδια κ.ά).  

Επεμβαίνοντας πάνω στο σώμα του τυπωμένου χαρτιού, με το χρώμα, το κολάζ και το σχέδιο, με διαγραφές και επισυνάψεις, με αλλαγές τίτλων και παραμορφώσεις, ο Σπηλιόπουλος σχολιάζει τα γεγονότα και τις αποτυπώσεις τους, αλλάζοντας τη μορφή και το περιεχόμενο της τυπωμένης σελίδας, σε μια προσπάθεια να εκφράσει την προσωπική του θέση απέναντι στα γεγονότα, δημιουργώντας μια δική του αφήγηση για την πρόσφατη ιστορία.  

Με αναφορά στα "Dazibao" (Νταζιμπάο) – Dazibao στα κινέζικα σημαίνει κατά λέξη «χειροποίητη αφίσα με μεγάλους χαρακτήρες» και σε ελεύθερη απόδοση «χειροποίητη εφημερίδα τοίχου». Στην αυτοκρατορική Κίνα υπήρχε η παράδοση της ανάρτησης dazibao από τους πολίτες είτε για να διαμαρτυρηθούν για πράξεις ή παραλείψεις της διοίκησης είτε για να θέσουν σε δημόσιο διάλογο πολιτικά ή ηθικά ζητήματα. Αυτή η παράδοση αναβίωσε κατά την «πολιτιστική επανάσταση» της Κίνας και χρησιμοποιήθηκε από τους ερυθροφρουρούς σαν εργαλείο επίθεσης εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του Mao Zedong-.

Ο Μάριος Σπηλιόπουλος κρεμάει τα δικά του "Dazibao"στους τοίχους της γκαλερί, προσκαλώντας τον θεατή – αναγνώστη να συμμετάσχει σε μια ιδιόμορφη επαν-ανάγνωση των γεγονότων.   Πρόκειται για μια επίπονη και επίμονη χειρωνακτική δουλειά πάνω στα αυθεντικά φύλλα των εντύπων ενημέρωσης, σε μια μεταιχμιακή εποχή για τον έντυπο τύπο, όπου τα ψηφιακά μέσα εκτοπίζουν το τυπωμένο χαρτί, ενώ ο τοίχος του facebook μοιάζει να αποτελεί τη σημερινή εκδοχή των "Dazibao".   Οι "Handmade Newspapers", οι «Χειροποίητες Εφημερίδες», του Μάριου Σπηλιόπουλου μας μεταφέρουν στην «προοθονική» εποχή (την εποχή πριν από την οθόνη του υπολογιστή), και ανασύρουν τη σημασία της ενημέρωσης μέσω των εντύπων και την επίδρασή τους στη ροή των γεγονότων που δημιουργούν την Ιστορία.   Τα "Dazibao" του Μάριου Σπηλιόπουλου συνθέτουν ένα είδος προσωπικού ημερολογίου 114 ημερών – είναι σαφής εδώ, η αναφορά στο πολιτικό σύνθημα «Ένα-Ένα-Τέσσερα» της δεκαετίας του 60-. Και, ταυτοχρόνως, ένα είδος μνημείωσης του εφήμερου των εφημερίδων, μέσα από τη «λοξή» ματιά του καλλιτέχνη, που με την ζωγραφική του πράξη σχολιάζει σκωπτικά συμβάντα της τρέχουσας επικαιρότητας, μεταφέροντας στο «εδώ και τώρα» τα παρελθόντα, που επηρέασαν την καθημερινότητα μας τα τελευταία χρόνια.

Από 24/01 έως 29/02 ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΔΛ Ακαδημίας 6, Κολωνάκι, 210 3646818-9 Τετάρτη - Σάββατο 11:00 - 16:00 | Τρίτη - Πέμπτη - Παρασκευή 11:00 - 20:00, Είσοδος ελεύθερη

 

 

Ο μοναδικός δίσκος που αυτός εδώ ο τύπος κυκλοφόρησε στη Blue Note, ένας από τους καλύτερους δίσκους στην ιστορία της jazz, αρκεί να μην ξεκινήσεις τη σχέση σου με τη jazz από αυτόν. Το “Out To Lunch” είναι το αριστούργημα του Eric Dolphy που πατάει στον κόσμο της avant-garde jazz με οδηγό τη λόγια μουσική του 20ου αιώνα. Δύσκολα θα βγάλεις άκρη εδώ αν δεν έχεις γερή επαφή με τη jazz των sixties καθώς κι αν αγνοείςτη μουσική του 20ου αιώνα. Αν όμως έχει επαφή και με τα δύο αυτά, θα πάθεις πλάκα. Το “Hat And Beard”, ο Dolphy το αφιερώνει στον Thelonius Monk.

 

 

Ο χειμώνας που συνεχίζεται. Η πόλη που αναπνέει. Η αγωνία μπροστά σε κάτι που δεν έχεις ξαναζήσει. Όλα θα πάνε τέλεια: ούτε στιγμή μη φοβηθείς.