Καλημέρα Καλημέρα!
Αυτό που βλέπω είναι το αποτύπωμα του μολυβιού στο υποκίτρινο χαρτί.
Μουτζούρα
Όχι μουτζούρα
Ύστερα έχονται οι λέξεις
(ειδικά αυτές που κόβουν ξυραφιές)
Το πιο ιριδίζον από τα κορίτσια των χρωματιστών τραπεζιών, αναζητάει ρίμες στην Αυστραλία
Breath in, Breath out
Voice on, voice off
Μπορεί ο Lee Oskar να είναι Δανός, βρέθηκε όμως την κατάλληλη στιγμή στην California: την ημέρα που δημιουργούνταν εκεί οι War. Ήταν ιδρυτικό τους μέλος, έπαιζε φυσαρμόνικα και τα κομμάτια τους που έχουν δικό του solo, είναι απόλυτα χαρακτηριστικά. Σήμερα κατασκευάζει με μεγάλη επιτυχία φυσαρμόνικες και εξακολουθεί να παίζει μουσική. Τόσο την εποχή που ήταν μέλος των War, όσο και αργότερα ηχογράφησε αρκετούς προσωπικούς δίσκους. Το “I Remember Home” που ανοίγει το ντεμπούτο του album, είναι αξεπέραστο:
Αν ήσουν αρκετά μπροστά, προς το τέλος της συναυλίας, είχες εξασφαλισμένη μια γουλιά Jack Daniels. Τι να σου κάνει όμως μια γουλιά; Στις συναυλίες των Dead Moon, θα μπορούσες να κατεβάσεις ολόκληρο μπουκάλι. Θυμάμαι τον Fred και την Toody στο στουντιάκι του Sky Rock να δίνουν συνέντευξη. Θυμάμαι τον Andrew να ελέγχει τα πάντα πριν το live. Ο Fred κι εκείνος έφυγαν μέσα σ’ ένα χρόνο και κάτι. Κι έχει μείνει μόνη η Toody να τραγουδάει θρασύτατα αλλά και απολαυστικά το “Don’t Play With Me” για λίγο περισσότερο από ενάμιση λεπτό:
Είχα απολαύσει τον Τσακίρογλου να μπαίνει με μια ομπρέλα στη θάλασσα και να εξαφανίζεται και είχα λατρέψει τη μουσική του Σπανουδάκη στα «Χρώματα της Ίριδας». Με είχε πάρει τρεις φορές ο ύπνος στη μέση, πριν καταφέρω να ολοκληρώσω τους «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας». Είχα παρακολουθήσει μάλλον αφηρημένα το «Μελόδραμα». Στο «Βαριετέ» εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που πετούσε το τσιγάρο στο στόμα του ο Γερμανός κι από την πιθανότητα να μπορείς να παρακολουθείς τη ζωή σου σαν εξωτερικός παρατηρητής, σαν να ήταν ταινία. Στο «Βαριετέ» του 1985, ένας σκηνοθέτης, σε υπαρξιακή και δημιουργική κρίση, προσπαθεί να συλλάβει και να μορφοποιήσει το σενάριο της νέας ταινίας του. Επινοεί μια ιστορία με ήρωα έναν επιτυχημένο άνδρα, σε υπαρξιακή κρίση, ο οποίος χωρίζει απ’ τη γυναίκα του. Γνωρίζεται με μία άλλη γυναίκα, ζει μαζί της μια δυνατή ερωτική περιπέτεια και αναζητεί τη συνέχεια της ερωτικής τους ιστορίας σε ένα ταξίδι, αλλά απογοητεύεται πλήρως. Μετά απ’ όλα αυτά επιστρέφει στη γυναίκα του, ένα συναίσθημα όμως μοναξιάς και εγκατάλειψης τρώει τα σωθικά του. Έτσι θέτει τέρμα στη ζωή του. Μια ταινία που είναι ίσως πιο «Νίκος Παναγιωτόπουλος» από οποιαδήποτε άλλη. Ολόκληρη εδώ:
Κι επειδή ανέφερα τον Γερμανό... Παίζει ηλεκτρική κιθάρα σε ολόκληρο τον δίσκο και κάνει δεύτερα φωνητικά –που μπορεί κανείς εύκολα να αναγνωρίσει ως δικά του- στην «Έλσα», το τραγούδι που ανοίγει το «Βρώμικο Ψωμί». Εκείνη, δηλαδή τη δισκάρα του Σαββόπουλου που σκάει το 1972 και στέλνει αδιάβαστο το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού ακροατηρίου της εποχής. Ένας προχωρημένος rock στη σύλληψή του δίσκος, με «Μαύρη Θάλασσα», «Δημοσθένους Λέξις», «Ζεϊμπέκικο», «Εξάγγελο» και πάει λέγοντας. Και όχι, δεν είναι μόνο τα τραγούδια. Το attitude είναι αυτό που παίζει το σημαντικότερο ρόλο...
Διαβάζω ότι ο «Γέρος με το Τσιμπούκι» κοσμεί το 80% των σπιτιών της Καρδίτσας. Επιπλέον, κοσμεί και τα περισσότερα σπίτια των ψαράδων της Νορβηγίας. Προσωπικά, τον θυμάμαι να βρίσκεται στο 100% των σπιτιών που με πήγαιναν οι γονείς μου επίσκεψη. Πρόκειται για τη χαρακτηριστική ζωγραφιά του Γερμανού ζωγράφου Harry Haerendel, που έζησε από το 1896 μέχρι το 1991. Λέγεται «Ο Ψαράς» και παρουσιάζει έναν Ολλανδό ψαρά, που δεν είναι ψαράς. Είναι ένας διασώστης της εποχής, που έσωσε πολλούς ανθρώπους από τη μανία των κυμάτων. Απαντάται ΚΑΙ σε κέντημα. Αν τον βρείτε, υιοθετήστε τον. Δεν ξέρω γιατί τον αναφέρω εδώ. Στο σπίτι της παιδικής μου ηλικίας, δεν υπήρχε, πάντως. Ούτε στο σημερινό μου. Για το μέλλον, δεν παίρνω όρκο...
Κάπου στο Tennessee γεννιέται στα 1899 o Sleepy John Estes. Εκείνος ο πολύ καλός κιθαρίστας των blues που τραγουδάει θλιμμένα, σχεδόν κλαψιάρικα. Κυκλοφορεί καμιά δεκαριά δίσκους και θεωρείται μια πολύ επιδραστική φιγούρα στην ιστορία της μουσικής. Ο ίδιος ο Robert Plant των Led Zeppelin, τον θεωρεί μεγάλη επιρροή:
Ο Ηλίας Λάγιος είναι μεγάλος ποιητής. Ή τουλάχιστον είναι πολύ κοντινός μου ποιητής. Οικείος. Είδος ανεξιχνίαστου συγγενή ή παράξενου οικογενειακού φίλου. Εκείνου που οι γονείς μου θα έλεγαν ότι έχει «πετριά». Έχει. Ή δεν έχει. Καμία σημασία. Το μόνο που παίζει ρόλο είναι ότι κατάφερε να πει όσα θα ήθελα να πω, διαλέγοντας κάθε φορά τη λέξη που ταίριαζε απόλυτα με το αχαρτογράφητο συναίσθημά μου. Όχι μια φορά ή δύο. Κάθε φορά. Πολύ καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσα σε τρεις ζωές. Η «Πράξη Υποταγής» είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία ever.
Άρχοντά μου, σβησμένη σάρκα, μάτια χωρίς τα μάτια σου,
σβώλε από χώμα, αχερουσία, μεσάνυχτα του κανενός,
μα πώς βαστάς την τόση απουσία;
Δεν σ’ το ’πανε, ψυχούλα μου, που ο θάνατος νικήθηκε για πάντα;
Σφαλισμένη η πόρτα μου• κλειστά τα παραθυρόφυλλα• μπορείς
να μπης.
Παλιέ μου και μονώτατε, έλα να με γιορτάσης,
ν’ ανάψη η μια στιγμή χαράς, δικιά σου και δικιά μου,
κι αχ, μου δίνεις το χέρι σου κι αχ, μου λες τ’ όνομά σου.
Απόψε οι πεθαμένοι ξαγρυπνούν μες στων κεριών τις φλόγες,
Και μοναχή παρηγοριά τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα•
γίνε αγερίτσα του Θεού και πέταξε εδώ πάνω.
Δεν το ’νιωσες, κορμάκι μου, που ο θάνατος μας κέρδισε για πάντα;
Με τους Third Eye Foundation, τα πράγματα ήταν απλά: Ή σου άρεσε αυτό το ιδιαίτερο ηλεκτρονικό τους ύφος ή δεν το πλησίαζες καθόλου. Όταν όμως ο Matt Elliott αποφασίζει να μετατρέψει τους ηλεκτρονικούς του ήχους σε post folk μελωδίες, πρέπει να πάρεις τη μεγάλη απόφαση: Σκοπεύεις να αγνοήσεις αυτό το υλικό ή να ζήσεις μαζί του; Και μπορεί ο Matt να σε κεράσει πίκρες, θα σου ετοιμάσει όμως σπουδαία τραγούδια:
https://www.youtube.com/watch?v=gn7k3yNoMhY&list=PLB996CBC2FFF49CCE&index=6
Αν είσαι εξοικειωμένος με το kraut των Embryo, με το freak out των Mothers Of Invention, με την prog ψυχεδέλεια των Floyd, με το jazz rock των Mahavishnu και τη μελωδικότητα των Moody Blues (όλα αυτά μαζί απαραιτήτως), τότε όχι μόνο θα ακούσεις με χαρά το Nightmare Forever” των Nolan Potter’s Nightmare Band αλλά και θα τους λατρέψεις. Αρκεί να μη σε ενοχλεί η εφιαλτική θεματολογία. Σπουδαίο album, που νομίζεις ότι έχει ηχογραφηθεί σε κάποιο υπόγειο των early seventies. Από τους καλύτερους δίσκους του 2019. Και σπουδαίο εξώφυλλο!
https://www.youtube.com/watch?v=SYecpMdEecg
Στο οισθόφυλλο διαβάζεις αυτό: «Νέα Υόρκη, παραμονή πρωτοχρονιάς του 1977. Σε μια πόλη που βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, καθώς πλησιάζουν μεσάνυχτα και τα πυροτεχνήματα φωτίζουν τον ουρανό, δύο απανωτοί πυροβολισμοί στο Σέντραλ Παρκ διαλύουν τη γιορταστική ατμόσφαιρα. Ο Αφροαμερικανός καθηγητής Μέρσερ Γκούντμαν βρίσκει αιμόφυρτη μέσα στους θάμνους τη Σαμάνθα Τσιτσάρο, μια νεαρή γυναίκα που έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη και στο πανκ-ροκ. Καθώς ένας δημοσιογράφος και ένας αστυνομικός προσπαθούν να ανακαλύψουν τον ένοχο, διασταυρώνονται με ένα πλήθος χαρακτήρων, που οι ζωές τους ακολουθούν άλλοτε συγκλίνουσες και άλλοτε παράλληλες διαδρομές. Το περίφημο μπλακ άουτ που θα βυθίσει στο σκοτάδι τη Νέα Υόρκη τον Ιούλιο του 1977 βρίσκει τους ήρωες σε αμηχανία, με τις ζωές τους να έχουν αλλάξει δραματικά...».
Οι πιθανότητες είναι να μην το πάρεις. Ακούγεται τραγικά mainstream αλλά δεν είναι. Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Αναστασόπουλος στην Ελευθεροτυπία τις ημέρες που κυκλοφόρησε το βιβλίο: «Ο συγγραφέας αναζητάει τη μαγεία του παρελθόντος στους δρόμους μιας πόλης που ο δήμαρχος Τζουλιάνι μεταμόρφωσε σε ένα ασφαλές και απολύτως ελεγχόμενο θεματικό πάρκο. Έτσι, καταφέρνει να ζωντανέψει την παλιά μάχη ανάμεσα σε αυτούς που ήθελαν να μεταλλάξουν την πόλη σε ένα αποστειρωμένο καταφύγιο για νεόπλουτους γιάπις και σε αυτούς που επιθυμούσαν την επέλαση στην ουτοπία μέσα από τα ρημαγμένα κτίρια που άφησε η ύφεση, με μουσική υπόκρουση έναν παγανιστικό ρυθμό». Επιπλέον, πρόκειται για ένα βιβλίο που υπερβαίνει τις 1000 σελίδες. Πράγμα που σημαίνει ότι θα ζήσεις τις ζωές των χαρακτήρων του για καιρό. Ανεκτίμητη εμπειρία!
Δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ αποφασίσεις αν ο Kassa Overall παίζει jazz, hip-hop ή soul. Στην πραγματικότητα, δεν έχει καμία σημασία, φυσικά. Κι αυτό γιατί, τόσο το καινούργιο του κομμάτι για τη νέα εταιρεία του, Brownswood Recordings, όσο και το album που κυκλοφόρησε στην αρχή του 2019, είναι αριστουργηματικά. Νιώθω ότι αυτή η σύνθεση των ιδιωμάτων που συγκροτούν τη μαύρη μουσική, μόνο καλό μπορεί να κάνει στη μουσική και σ’ εμάς τους ίδιους.
Εκείνο που πάντα με συνέδεε με τη ζωγραφική του Μανώλη Χάρου, ήταν ότι έχει έναν μοναδικό τρόπο να μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε τόπο φανταστικό, σε τόπο θελκτικό, σε τόπο που θα κατέφευγα για να εγκατασταθώ για πάντα εκεί.
Στη νέα του έκθεση, η έμπνευση για τη συγκεκριμένη ενότητα έργων του, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο κοινό, αντλήθηκε από κλασικά αριστουργήματα, μύθους, αστυνομικές νουβέλες που παρά το πέρασμα τόσων χρόνων εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και να αποτελούν ένα πολυπρισματικό όχημα για την έκφραση κριτικής βασικών κοινωνικοπολιτικών συμπεριφορών.
Η έκθεση χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες και περιλαμβάνει περίπου 50 δισδιάστατα εικαστικά έργα μικτής τεχνικής (ζωγραφική, χαρακτική) και μία κατασκευή τριών διαστάσεων. Οι τίτλοι των έργων είναι όλοι λέξεις ή φράσεις από πηγές που είναι για τον δημιουργό η υπόγεια αναφορά στο Νησί των δικών του Θησαυρών. Οι ήρωες των λέξεων και των παραμυθιών είναι ξεναγοί για τα εικαστικά έργα, τα οποία μέσα από τη μορφή τους (ζωγραφική -χαρακτική- προβολή, κλπ.) προσκαλούν τον θεατή να μετέχει στη σκέψη του δημιουργού και τη φαντασιακή λειτουργία της έμπνευσης.
Πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι αρχετυπικές φιγούρες του πειρατή, του εύζωνα, του στρατιώτη και του cowboy αλλά και οι στιγμές-φράσεις της κλασικής λογοτεχνίας που βοηθούν τον θεατή να ανακαλύψει την πορεία σκέψης του δημιουργού και τα σημεία αναφοράς ενός έργου ζωής˙ μια βύθιση στις πηγές έμπνευσης του καλλιτέχνη, που δίνονται στον θεατή, σαν πρόσκληση μετάβασης στο προσωπικό νησί των θησαυρών του ζωγράφου.
Την έκθεση συνοδεύει πλούσια εικονογραφημένη έκδοση με τίτλο Μανώλης Χάρος – Το νησί των θησαυρών, 84 σελίδων με 70 φωτογραφίες και κείμενο της ιστορικού τέχνης και επιμελήτριας της έκθεσης Ελένης Αθανασίου.
Μανώλης Χάρος.
Το νησί των θησαυρών
Μουσείο Μπενάκη, Κουμπάρη 1 & Βασ. Σοφίας, Κολωνάκι 04/12/2019 - ΕΩΣ 26/01/2020
Άγιες μέρες έρχονται και δεν θα μπορούσε να μη συμμετέχει και ο «Μονομανής» στο εορταστικό κλίμα. Έτσι, αγοράζοντας μεταχειρισμένα στο δικό μου μαγαζί, ψάχνοντας δηλαδή στα ράφια μου παλαιότερους δίσκους, έπεσα πάνω στους Bad Religion και το “Christmas Songs”. Ένα album, στο οποίο οι απίστευτοι αυτοί τύποι διασκευάζουν χριστουγεννιάτικα τραγούδια τέρμα γκάζια. Κι ας έχουν για logo τους έναν σταυρό με απαγορευτικό κι ας αποκαλούνται Κακιά Θρησκεία Επί παραδείγματι,
Η πληγή των ήχων. Η απειλή των καταιγίδων. Η σιωπή των αμνών (ορατών τε πάντων και αοράτων). Η ζωή μου όλη.
Καλές ακροάσεις!
P.S.: Ο Μονομανής νοσταλγεί πολλά πράγματα. Όχι τις «παλιές καλές σχολικές μέρες». Σίγουρα όμως τις παλιές καλές σχολικές διακοπές. Έτσι, επιστρέφει στο Musicpaper την Παρασκευή 10 Ιανουαρίου.
Να περάσετε όμορφα!