Όποιος θελήσει να συμβουλευτεί το πρόγραμμα των εκδηλώσεων του τρέχοντος τετραμήνου (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2019) του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης εύκολα θα διαπιστώσει ότι είναι το φτωχότερο της εικοσαετούς πλέον λειτουργίας του. Ευεξήγητο αυτό αφού από πέρυσι τον Νοέμβριο, μετά την παραίτηση του Γιώργου Λαζαρίδη, μέχρι σήμερα το ΜΜΘ λειτουργεί χωρίς καλλιτεχνικό διευθυντή, αρμοδιότητα του οποίου είναι προφανώς ο σχεδιασμός του προγράμματός του. Η θέση προκηρύχθηκε στα τέλη του Ιανουαρίου 2019 από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, νέα καλλιτεχνική διευθύντρια, με βάση τη μοριοδότηση που προέβλεπε η προκήρυξη, αναδείχθηκε στα τέλη Μαΐου η Ζωή Ζενιώδη. Την ανάδειξη ενέκρινε το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού, η σχετική απόφαση ωστόσο του ΥΠΠΟΑ δεν έχει υπογραφεί μέχρι σήμερα, εξαιτίας προφανώς των πολιτικών αλλαγών.
Έτσι το πρόγραμμα του τετραμήνου του ΜΜΘ δομήθηκε, χωρίς τόλμη και φαντασία, χωρίς πρωτοτυπίες, χωρίς συγκεκριμένη φιλοσοφία. Ξεφυλλίζοντας τη σχετική έκδοση αμέσως αντιλαμβάνεται ο ενδιαφερόμενος ότι αν αφαιρεθούν οι εκδηλώσεις της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης και των Δημητρίων, που φιλοξενούνται στο ΜΜΘ, οι μαγνητοσκοπημένες προβολές National Theatre Live και οι αντίστοιχες The Met Live in HD, οι οποίες συναντώνται σε πλείστα όσα μέρη της οικουμένης, απομένει σχεδόν τίποτα. Αυτό το σχεδόν ωστόσο, μπορεί να εμπεριέχει το ωραίο, το σπουδαίο, το σαγηνευτικό. Ήταν το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, αυτό που περιείχε το ξεχωριστό – μακάρι όλα τα δεκαήμερα να ήταν σαν κι αυτό. Αυτό το ξεχωριστό και ευφάνταστο ήταν το 3ο Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής, του οποίου οι εκδηλώσεις συνοδευόντουσαν από τον τίτλο «Παλαιά και νέα όνειρα».
Πριν δυο χρόνια οργανώθηκε για πρώτη φορά στο ΜΜΘ το Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής με πρωτεργάτη τον Δήμο Γκουνταρούλη, ο οποίος είχε – και έχει – την καλλιτεχνική επιμέλεια. Στόχος του ήταν να κοινωνήσει τους φιλόμουσους της Θεσσαλονίκης και των πέριξ περιοχών με την αειθαλή, σαγηνευτική, αλλά εν πολλοίς άγνωστη, εφηβεία της μουσικής μπαρόκ. Το κατάφερε χρησιμοποιώντας εκτός από τη ζηλευτή γνώση, την εμπειρία, την αφοσίωση και την αγάπη που διαθέτει, τους επιφανέστερους Έλληνες συνοδοιπόρους του, σε αυτό το ταξίδι αναζήτησης της πεμπτουσίας της μπαρόκ μουσικής. Η ανταπόκριση των φιλόμουσων ήταν – και είναι – τέτοια, που αφενός μεν δίνει το δικαίωμα στο Φεστιβάλ να χαρακτηρίζεται ήδη θεσμός, αφετέρου δε προσφέρει τη δυνατότητα μετάκλησης εξαιρετικών ξένων ομότεχνών του και μουσικών συνόλων με ταυτόσημους αισθητικούς προσανατολισμούς, αρχής γενομένης από την παρούσα χρονιά.
Ειρήσθω εν παρόδω, το μπαρόκ υπήρξε μια μακροχρόνια περίοδος (1600-1750) κατά την οποία εμφανίστηκαν κυρίαρχες στις κατοπινές εποχές μουσικές φόρμες, όπως η σονάτα, το κοντσέρτο, η συμφωνία. Η μορφή τους που είχε τότε την ορμή αλλά και την ανωριμότητα της εφηβείας εξελίχθηκε και ωρίμασε στις περιόδους του κλασικισμού και του ρομαντισμού που ακολούθησαν.
Το Φεστιβάλ διεξάγεται σε δυο διήμερα στην κατάλληλη για να το φιλοξενήσει Αίθουσα Αιμίλιος Ριάδης. Κατόπιν ευγενικής πρόσκλησης των οργανωτών είχαμε την ευκαιρία, ου μην και την τύχη, να παρακολουθήσουμε το δεύτερο από αυτά, το οποίο πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 29 και το Σάββατο 30 Νοεμβρίου. Μακάρι να είχαμε μπορέσει να παρακολουθήσουμε και το πρώτο διήμερο (22 & 23 Νοεμβρίου) του οποίου τόσο τα προγράμματα, όσο και οι συμμετέχοντες τεκμηρίωναν επίσης σίγουρες απολαύσεις. Το φωνητικό σύνολο Cantores Sancti Pauli, το οποίο διευθύνει ο οργανίστας και τσεμπαλίστας Ιάσων Μαρμαράς, το διεθνές καθιερωμένο, παρά το νεαρόν της ηλικίας του (ιδρύθηκε το 2016), σύνολο La Vaghezza, την πρώτη ημέρα και τα προγράμματα «Las Meninas: Η μουσική πίσω από τον πίνακα» (με τη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα, τον ερμηνευτή κρουστών Αλέξανδρο Ιωάννου και τον Θεόδωρο Κίτσο, μπαρόκ κιθάρες και θεόρβη) και «Fandango: Η Ισπανία του Boccherini και του Goya» (με τρεις ερμηνευτές μπαρόκ βιολιού, δυο μπαρόκ τσέλου, μιας μπαρόκ κιθάρας και κρουστών – όλοι οι ερμηνευτές, πλην του ερμηνευτή κρουστών Αλέξανδρου Ιωάννου, συμμετείχαν στη δεύτερη εκδήλωση του δεύτερου διήμερου), τη δεύτερη, δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις μουσικών μυσταγωγιών.
Το δεύτερο διήμερο του Φεστιβάλ βιώσαμε τη μέθεξη δυο σπάνιων και αποκαλυπτικών προσεγγίσεων της μπαρόκ μουσικής – ξενίζει βεβαίως το γεγονός ότι οι εκδηλώσεις άρχιζαν στις 21:00! Την Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου, ο εξαίρετος Ολλανδός ερμηνευτής μπαρόκ φλάουτου τραβέρσο – γιατί όχι μπαρόκ πλαγίαυλου (!) – Jed Wentz με τους επίσης εξαίρετους μουσικούς συνοδοιπόρους του Job ter Haar, μπαρόκ τσέλο, και Michael Borgstede, τσέμπαλο, που συναπαρτίζουν το σύνολο Musica ad Rhenum, ξενάγησαν το γοητευμένο ακροατήριο στο μουσικό κόσμο των «Βιρτουόζων φίλων του Händel» – ο τίτλος της εκδήλωσης. Πυρήνας του προγράμματος ήταν μουσική του Χαίντελ (1685-1759): Δυο Σονάτες για φλάουτο τραβέρσο και μπάσο κοντίνουο, η επταμερής (!) με αριθμό καταλόγου έργων Χαίντελ (HWV) 367, που όριζε την αρχή και η πενταμερής με HWV 379 που όριζε το τέλος. Πριν από το τέλος ακούσαμε τη συναρπαστική διασκευή για τσέμπαλο της άριας της Αρμίνας από τη δεύτερη πράξη της όπερας του Χαίντελ Ρινάλντο «Vo’ far guerra» (Θέλω να κηρύξω πόλεμο). Την είχε εκπονήσει ο ειδικευμένος σε διασκευές φωνητικής μουσικής για τσέμπαλο Ουίλλιαμ Μπέιμπελ (1690-1723). Ερμηνεύοντάς την ο Michael Borgstede έκανε μια θαυμαστή επίδειξη δεξιοτεχνίας, φορτισμένη με υποδειγματική μουσικότητα. Απέδειξε έτσι περίτρανα ότι η λειτουργία του τσέμπαλου την εποχή του μπαρόκ δεν περιοριζόταν στη μάλλον υποτιμημένη λειτουργία του συνεχούς βάσιμου (μπάσο κοντίνουο). Το πρόγραμμα της συναυλίας ήταν εμπλουτισμένο - το δήλωνε άλλωστε ο τίτλος της – με έργα τριών άγνωστων στους πολλούς μουσουργών της μπαρόκ εποχής: του Αγγλοολλανδού Πιέτερ Χέλλεντααλ (1721-1799) – Σονάτα VII για βιολοντσέλο και μπάσο κοντίνουο – του Σουηδού Γιόχαν Χελμιχ Ρόμαν (1694-1758) – Σονάτα για φλάουτο τραβέρσο και μπάσο κοντίνουο, BeRI 210 – και του Ιταλού Φραντσέσκο Τζεμινιάνι (1687-1762) – Τέσσερα Σκωτσέζικα τραγούδια για φλάουτο τραβέρσο και μπάσο κοντίνουο. Από τους τρεις ο τελευταίος είναι σίγουρα ο λιγότερο άγνωστος. Τα λόγια δύσκολα μπορούν να περιγράψουν την ωραιότητα των ερμηνειών. Ήταν βλέπετε και η εικόνα – περί αυτής πιο κάτω. Και ως γνωστόν μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Στο έργο του Χέλλεντααλ απολαύσαμε και τις αξιοζήλευτες ερμηνευτικές ικανότητες του Job ter Haar. Στα υπόλοιπα έργα οι ερμηνείες κυριαρχήθηκαν, εξ ορισμού, από τον μπαρόκ πλαγίαυλο του Jez Wentz. Κάθε του φράση φώναζε πιστότητα. Φώναζε αλήθεια. Η γοητεία του μπαρόκ αναδυόταν άσπιλη και αμόλυντη. Συν τον εγγενή μελωδισμό που κορυφώθηκε στα Σκωτσέζικα τραγούδια του Τζεμινιάνι. Το άκουσμά τους γέννησε αυθόρμητα την επιθυμία της επανακρόασης.
Η συγκίνηση που προκαλούσαν οι ζηλευτές ερμηνείες ενισχυόταν και από τη μορφή, την εικόνα του Wentz. Έμοιαζε να έχει αναδυθεί από πίνακα ζωγράφου της εποχής.
Η τελευταία συναυλία, 30 Νοεμβρίου, ήταν αφιερωμένη αποκλειστικά στη δημιουργική προσφορά του Αντόνιο Βιβάλντι (1678-1741). Το πρόγραμμά της, που είχε την ονομασία «Η μουσική του Αντόνιο Βιβάλντι – Λάμψη, δεξιοτεχνία και εξτραβαγκάντσα», δομήθηκε με επτά από τα περίπου πεντακόσια πενήντα (!) κοντσέρτα που συνέθεσε ο Ιταλός πρωθιερέας της μπαρόκ μουσικής. Κοντσέρτα για έναν, δυο ή τρεις σολίστες που αποκαλύπτουν αστείρευτη φαντασία, ευρηματικότητα και μελωδική αμεσότητα – και ας επιμένει ο κακεντρεχής Αμερικανός μουσικολόγος (μου διαφεύγει τούτη τη στιγμή το όνομά του) ότι ο Βιβάλντι δεν συνέθεσε 550 κοντσέρτα, αλλά ένα κοντσέρτο 550 φόρες!!! Αν παρακολουθούσε τη συναυλία, ελάχιστο δείγμα της συνεισφοράς του Βιβάλντι, σίγουρα θα άλλαζε γνώμη. Σε όλα τα κοντσέρτα του Βιβάλντι τα σολιστικά όργανα – δεν λείπουν σε αυτά πρωτότυποι, ου μην και απρόσμενοι, συνδυασμοί – συνοδεύονται από έγχορδα και μπάσο κοντίνουο (τσέλο και τσέμπαλο, συνήθως).
Και τα επτά κοντσέρτα του προγράμματος ήταν για διαφορετικούς σολιστικούς συνδυασμούς. Με τη σειρά που ερμηνεύτηκαν ήσαν: ένα για έγχορδα – χωρίς συγκεκριμένο σολίστ –, RV157, ένα για δυο βιολοντσέλα, RV531, ένα για μαντολίνο, RV425, ένα για δυο βιολιά και βιολοντσέλο, RV565, ένα για βιολοντσέλο, RV413, ένα για βιολί, RV242, και ένα για δυο βιολιά, RV522. Τα ερμήνευσε το σύνολο La Stravaganza Greca, το οποίο έχει συγκροτηθεί ως η μικρή μπαρόκ ορχήστρα του Φεστιβάλ. Συναπαρτίζεται από τους εξαίρετους ειδικευμένους στη μουσική μπαρόκ ερμηνευτές Σίμο Παπάνα, μπαρόκ βιολί, Δήμο Γκουνταρούλη, μπαρόκ τσέλο και βιολοντσέλο πίκολο, Γιώργο Σαμοΐλη, μπαρόκ βιολί, Άντζυ Κασδά, μπαρόκ βιολί, David Bogorad, μπαρόκ βιολί, Ιάσωνα Ιωάννου, μπαρόκ τσέλο, Δημήτρη Τίγκα, βιολόνε, Θεόδωρο Κίτσος, θεόρβη, μπαρόκ κιθάρα και μπαρόκ μαντολίνο, Ιάσωνα Μαρμαρά, τσέμπαλο και όργανο δωματίου.
Οι ερμηνείες των Κοντσέρτων του Βιβάλντι υπήρξαν αποκαλυπτικές για το ακροατήριο, που παρακολουθώντας τες εκστασιασμένο, διαπίστωνε πρώτα απ’ όλα την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα σε αυτό που άκουγε και σε αυτό που έχει συνηθίσει να ακούει. Έλλειπε ο ηχητικός όγκος που προσφέρουν οι σύγχρονες ερμηνείες, οι οποίες καταφεύγουν σε έναν μάλλον ακατάληπτο οργανικό γιγαντισμό. Το ολιγάριθμο μουσικό σύνολο ήταν ανάλογο αυτών που χρησιμοποιούσε ο Βιβάλντι και οι σύγχρονοί του. Αυθεντικότητα και πιστότητα λοιπόν, στην οποία αν προστεθεί και η ευλογία των ιστορικά ενημερωμένων ερμηνειών παράγεται το υπέρτατο επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Δήμος Γκουνταρούλης, ψυχή και κινητήρια δύναμη του Φεστιβάλ έχοντας μεταλαμπαδεύσει τη γνώση και το πάθος του για τη μουσική μπαρόκ στους συνοδοιπόρους του, τους έχει καταστήσει άξιους συνεργούς των μουσικών οραμάτων του. Έτσι δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το άπειρον της μουσικής Μπαρόκ κάλος, ευεργετήθηκε από απείρου κάλους ερμηνείες! Και του ανκόρ μόνον η ακρόαση θα έπειθε και τον πλέον απαιτητικό ακροατή για αυτό. Ένα υπνωτικό, λυρικό και ατμοσφαιρικό δεύτερο μέρος, Λάργκο, από τον Χειμώνα, όπως δεν έχει ακουστεί ξανά στην Ελλάδα· ίσως και στον κόσμο ολόκληρο.
Οι δυο αυτές βραδιές του 3ου Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής της Θεσσαλονίκης θα μείνουν αλησμόνητες για έναν ακόμη λόγο: Για τις ταυτόχρονες με τις ερμηνείες προβολές εικόνων, για τις οποίες είχε φροντίσει ο Αλέξανδρος Σεϊταρίδης. Δεν ήταν μόνον οι επιλογές των εικόνων, πίνακες του Ρέμπραντ την πρώτη βραδιά – 350 χρόνια από την εκδημία του – πίνακες του Καναλέττο, δοξαστικοί της Βενετίας, τη δεύτερη. Ήταν και ο τρόπος που οι εικόνες «ζωντάνευαν» στην οθόνη – δύσκολο να το περιγράψει κανείς με λόγια. Χωρίς ωστόσο το οπτικό ερέθισμα να αποδυναμώνει το ακουστικό. Μεγάλο πράγματι επίτευγμα.
Ένα εύγε σε όλους για όλα είναι το λιγότερο. Ανυπομονούμε για το 4ο!