Καλημέρα Καλημέρα!

Αυτό που βλέπω είναι τα αυτοκίνητα να κινούνται αργά γύρω από την πλατεία

Υγρασία ονείρου λίγο πριν ξυπνήσεις

Χαμηλή νέφωση

Το πιο φωτεινό από τα κορίτσια των νυχτερινών δρόμων, σκορπίζει πράσινες ανταύγειες καθώς ανοίγει την πόρτα και πατάει στο οδόστρωμα

Λέξη

Σιωπή

Λέξη

Βλέμμα

Pure Magic

 

Θα πιάσω το θέμα από ‘κει που το άφησα την προηγούμενη εβδομάδα. Από τον Michael Bloomfield. Εκτός όλων των άλλων, έπαιζε και κιθάρα στα πρώτα albums του Paul Butterfield. Με διαλυμένους τους Paul Butterfield’s Blues Band, η Elektra κυκλοφορεί το 1972 τη συλλογή “Golden Butter”, που βγαίνει και στην Ελλάδα από τη νεοσύστατη τότε, WEA (Warner, Elektra, Atlantic) το 1980. Εδώ συναντάμε ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο κι έναν εξαιρετικό bluesman σε σπουδαίες στιγμές της δισκογραφίας του. Το σκεπτικό της εποχής «δεν τον ξέρω καλά, παίζουν όμως φοβεροί τύποι στον δίσκο, ας πάρω το Best για να μη φάω τα μισά μου λεφτά στις μεμονωμένες κυκλοφορίες, τελικά απέτυχε παταγωδώς». Δεν μου λείπει κανένα του album, μα όταν με πιάνει η νοσταλγία, τελικά αυτό εδώ το Best βάζω στο πικάπ. Κι ας το ‘χω λιώσει ή... επειδή ακριβώς το ‘χω λιώσει. 

 

 

Όταν συναντήθηκαν στο Πανεπιστήμιο της Indiana, το μόνο που τους ένωνε, ήταν η αγάπη τους για τον ήχο των παλιών δίσκων της soul. Στο μεταξύ, γνώρισαν την Daptone, την εταιρεία που κυκλοφορούσε τη νοσταλγική οπτική μουσικών όπως η Sharon Jones και το πράγμα πήρε τον δρόμο του. Οι Durand Jones And The Indications κυκλοφόρησαν πριν από μερικούς μήνες τον τρίτο δίσκο τους. Παίζουν καταπληκτική και καταπληκτικά παλιομοδίτικη soul και αξίζει τον κόπο (και το χρήμα) να ψάξεις όχι μόνο τα LP αλλά τα σινγκλάκια τους. Άκου εδώ, λέμε:

 

Αν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή κάτι ανεκτίμητο, είναι το να ταξιδεύεις. Να περπατάς σε ολοκαίνουργιους κόσμους και να αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να γευτεί την αίσθηση του περιβάλλοντος. Ύστερα, χωρίς να ξεχνάς να τοποθετείς το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, να βυθίζεσαι στον ρυθμό της προσωπικής σου αναπνοής και να  αναπτύσσεις τον προσωπικό σου μονόλογο. Εκείνον που σε κάνει να συνδέεις τον βαθύτερο εαυτό σου με τον νέο κόσμο που απλώνεται μπροστά σου. Αυτό νιώθω να κάνει ο Νίκος Βατόπουλος και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, είτε περπατάει για πρώτη φορά σε μια γειτονιά της Αθήνας, είτε σε μια πόλη της Ελλάδας. Αυτό, και κάτι επιπλέον: έχει την εσώτερη ζεστασιά μέσα από τον φακό της φωτογραφικής του μηχανής αλλά και μέσα από τις λέξεις του, να χτίζει βαθιά σχέση με τον αναγνώστη του, να κοινωνεί την εμπειρία, να τη μετατρέπει σε ύψιστη αισθητική απόλαυση. Το καινούργιο του βιβλίο «Όπου και να Ταξιδέψω – Περπατώντας σε 24 Πόλεις», που κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο, είναι το ίδιο απολαυστικό με τα δύο προηγούμενα και πιο πολύ. Είναι εκείνες οι πρώτες δύο σειρές που δίνουν τον τόνο: «Από το παράθυρο της πίσω θέσης στο αυτοκίνητο του πατέρα, προσπαθώ να ξαναδώ την Ελλάδα, όπως την πρωτοαντίκριζα». Μαγεία!

 

Ο Κώστας Τουρνάς πρέπει να αγόρασε το “Ziggy Stardust” του Bowie την πρώτη μέρα κυκλοφορίας. Πρέπει να το αγάπησε τόσο που να το έλιωσε στις ακροάσεις. Πρέπει να το αγάπησε τόσο, που να εμπνεύστηκε τα «Αστρόνειρα», τον δίσκο που ήρθε ένα χρόνο αργότερα, στη στενάζουσα ακόμη από τα τανκς της χούντας, Αθήνα του 1973. Κι αν στους Poll και στα «Απέραντα Χωράφια» είχε δείξει ότι μπορεί να κάνει πολλά πράγματα εξαιρετικά καλά, στα «Αστρόνειρα» δείχνει ότι μπορεί επιπλέον να μεταφέρει το φουτουριστικό κλίμα της αμερικάνικης και βρετανικής πραγματικότητας και να το προσαρμόσει στα ελληνικά δεδομένα. Κορυφαίος δίσκος! 

 

Δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον ότι αξίζει να επενδύσει χρόνο και χρήμα στην ακρόαση της πολωνικής jazz. Το box set “Jazz In Polish Cinema”, που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια, με βοήθησε να συστηματοποιήσω τη σχέση μου με τα πιο σοβαρά ονόματα εκείνης της σκηνής. Έτσι, ξεσκόνισα τις κυκλοφορίες της κρατικής –φυσικά- Polskie Nagrania Muza, στην εποχή που δεν κόστιζαν μια περιουσία. Ανάμεσά τους είναι και η δισκάρα του κουιντέτου του Krzysztof Komeda, “Astigmatic”. Κυκλοφόρησε το 1967 και αποτελεί μια βαθύτατα σοβαρή πρόταση όχι μόνο πολωνικής αλλά ευρωπαϊκής jazz. Personnel: Krzysztof Komeda – piano, Rune Carlsson – drums, Zbigniew Namysłowski - alto saxophone, Tomasz Stańko – trumpet, Günter Lenz – bass.

 

Ο Burroughs ήταν μεγάλος σε ηλικία. Σχεδόν παππούς θα ‘λεγες. Ο Ginsberg ήταν φοβερός αλλά άσχημος. Ο Κέρουακ ήταν –ευτυχώς- αρκετά όμορφος. Μα ο Κόρσο, πιο πολύ. Προφανώς, τα -κατά την για δύο μήνες πάλαι ποτέ αγαπημένη μου, Εύη- κριτήρια κατάταξης των beat ποιητών, είχαν αρκετή δόση υποκειμενικότητας. Επιπλέον, καθώς στο πέρασμα του χρόνου, η όποια ομορφιά υποχωρεί, η ίδια η ουσία της κατάταξης αποδεικνύεται ατελέσφορη. Τα Ποιήματα του Γκρέγκορυ Κόρσο, που κυκλοφόρησαν με την Εισαγωγή του Δασκάλου Κώστα Γιαννουλόπουλου και τη μετάφραση που έκανε εκείνος μαζί με τον Φώτη Αθέρα, αποτέλεσαν το 1982, την πρώτη μου επαφή με τον αμερικανό ποιητή. Στην πορεία, τον συνάντησα πολλές φορές και μοιράστηκα μαζί του σκέψεις όπως αυτή: «Ξέρω πως είμαι κάποιος που αν και βλέπει το φως, όμως δεν θα γίνει εντελώς σωστός και καλός για τούτο. Χτες πίστευα στον άνθρωπο, σήμερα όχι και αύριο... Το αύριο παίζεται κορώνα-γράμματα».

 

Προφανώς και έχει τη σημασία του ότι ο Richard Lockwood ήταν μέλος της αυστραλέζικης μπάντας Tully, που ανάμεσα στο 1968 και το 1978 κινείτο με επιτυχία -για την περιοχή του Sydney- στο ύφος της ψυχεδέλειας και του progressive. Έπαιξε και μ’ άλλες μπάντες, έπαιξε πολλά και διαφορετικά όργανα και παρέμεινε πολύ άγνωστος, δυστυχώς. Τελικά, όμως δεν έχει τίποτα από όλα αυτά σημασία, όταν έγραψε ένα τραγούδι, όπως αυτό:

 

Κρατούσαν με το αριστερό χέρι την άκρη της καπαρντίνας τους έτσι ώστε να είναι ελεύθερο το δεξί να τραβήξει το πιστόλι. Δεν είχε και λίγες μονομαχίες το “Silverado”, η ταινία του Lawrence Kasdan, που προβλήθηκε στις αθηναϊκές αίθουσες στα τέλη του 1985 ή τις αρχές του 1986. Kevin Kline, Scott Glenn, Kevin Costner, Rosanna Arquette, Brian Dennehy, John Cleese (himself) και Linda Hunt, ήταν μερικοί από τους πρωταγωνιστές αυτού του μοναδικού νοσταλγικού western. Το είχα δει πρώτη εβδομάδα, αρκετά νέος ώστε να μη γνωρίζω σε βάθος τον John Ford και τον Sam Peckinpah, αρκετά μεγάλος ώστε να νοσταλγώ τη spaghetti εκδοχή του είδους.

 

Στη δεκαετία του ’60 είχες να απαντήσεις αν προτιμάς τους Beatles ή τους Stones. Στα 70s ήσουν υποχρεωμένος να πεις αν ήσουν Floyd ή Zeppelin. Και στα 80s αν προτιμάς τους Cure ή τη Siouxsie. Προφανώς επειδή ήμουν αρκετά μικρός (στην ηλικία και το μυαλό) ώστε να μπαίνω σε τέτοιου είδους χαζωπές διαμάχες, δήλωνα τότε, οπαδός των Cure. Και μάλιστα με εκνεύριζε η Siouxsie, επειδή είχε απoκαλέσει τον Robert Smith, fatty. Ουδείς γνωρίζει αν αυτό το τελευταίο ισχύει και μάλιστα αν ήταν αυτός ο λόγος που ο Smith έφυγε από το σχήμα της Siouxsie. Το σίγουρο είναι ότι η Siouxsie και ο Severin είχαν και γαμώ τα attitudes εκείνη την εποχή (συγγνώμη για την έκφραση αλλά έχω μπει στο κλίμα της πρώιμης μετα-punk αισθητικής). Ως υπέρμaχος των Cure όμως, θα προσθέσω ότι οι δίσκοι των Banshees, που έπαιζε ο Smith κιθάρα, ήταν και οι καλύτεροί τους. Με απολύτως υποκειμενικά κορυφαίο, το διπλό live “Nocturne”. Period.

 

Περισσότερα από 200 πορτρέτα κορυφαίων Ελλήνων φωτογράφων που έχουν συνεργαστεί με τη LiFO θα συνθέσουν την προσωπογραφία της πόλης μας ως ένα μοντέρνο θησαυροφυλάκιο της ταυτότητάς της που αλλάζει ιλιγγιωδώς, παραμένοντας ταυτόχρονα ίδια: πολυμήχανη, φιλόξενη, δημιουργική, τολμηρή, εξωστρεφής. Ταυτόχρονα, αποθεώνουν την Αθήνα και τους κατοίκους της αλλά και (πράγμα σπάνιο πια) την τέχνη της φωτογραφίας στα ελληνικά έντυπα. 
Συμμετέχουν οι φωτογράφοι: Αναστασία Βουτυροπούλου, Πάρις Ταβιτιάν, Freddie F., Παντελής Ζερβός, Charlie Makkos, Στάθης Μαμαλάκης, Γιάννης Μπουρνιάς, Σωκράτης Σωκράτους, Ειρήνη Μιχοπούλου, Νικος Κατσαρός, Photoharrie, Manteau Stam. Όμως για μένα, η συμμετοχή του Σπύρου Στάβερη είναι αυτή που έχει την πιο μεγάλη σημασία. Όχι μόνο επειδή ο προσωπικός μου θαυμασμός για την τέχνη του, γεννήθηκε πολύ νωρίς. Πιο πολύ γιατί πρόκειται, πέρα από έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, για έναν σπουδαίο διανοητή της Τέχνης και για έναν εξαιρετικό άνθρωπο. Να, πώς τα λέει ο ίδιος στη Lifo, ως προς το ζήτημα του πορτρέτου:
«Στην αρχή της φωτογράφισης υπάρχει πάντα μια ισορροπία τρόμου. Μια βουβή αναμέτρηση όπου ο ένας ζυγίζει τον άλλον. Μπορεί να διαισθανθείς τότε στον αέρα είτε μια προσμονή είτε μια καχυποψία. Συνηθέστερα μια αμηχανία και μια ανασφάλεια και από τις δυο μεριές. Το καλύτερο είναι να παρουσιάζεσαι σχεδόν «γυμνός», χωρίς κραυγαλέο εξοπλισμό, χωρίς βοηθούς, μακιγιέρ κ.λπ. και να δημιουργείς μια απλή και καλοπροαίρετη πάντα σχέση. Τότε μόνο το πορτρέτο θα μπορέσει να βγει από ένα προκαθορισμένο πλαίσιο και να οδηγήσει σε μια νέα ισορροπία, στη μύτη ενός διαβήτη, όπου θα έχει συμβεί κάτι το αστάθμιστο και το ενδιαφέρον. Ο ένας θα έχει παρασύρει τον άλλον. Όταν, βέβαια, έχουμε να κάνουμε με κάποιον αντιπαθή —υπάρχουν και τέτοιοι—, είναι νόμιμο να υποκύπτουμε στον πειρασμό της σκανταλιάς. Όλο και κάποια ειρωνική μικρολεπτομέρεια θα γλιστρήσει στο πορτρέτο εν αγνοία του αντιπαθούς».

Οι Αθηναίοι της LiFO Μουσείο Μπενάκη - Κτίριο Οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου, Γκάζι, 210 3453111) Διάρκεια έκθεσης: 27/11/19 - 2/2/20.

 

Ημερολογιακός χειμώνας. Μυρωδιά από τζάκι. Τσούξιμο στο λαιμό και στα μάτια.

 

Καλημέρα και πάλι. Καλές ακροάσεις!