Είχα ξεκινήσει να γράφω για τον Θόδωρο Αντωνίου όταν έφυγε από κοντά μας κι ο Χριστόδουλος Χάλαρης. Η λυπηρή συγκυρία γεννά την ανάγκη μιας ευρύτερης αναφοράς σε όσα απασχόλησαν δημιουργικά τους δύο εκλιπόντες - πού συναντώνται, πού αποκλίνουν και πού συνδιαλέγονται, χωρίς να συμπλέουν απολύτως η οπτική τους και η ατομική τους αντίληψη για τις προτεραιότητες της τέχνης τους.

 

O Αντωνίου ξεκινά από την ακαδημαϊκή θέση ενός μουσικού που έχει σπουδάσει Δυτική μουσική κι αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως συνθέτη, όπως έχει καθιερώσει ο Δυτικός πολιτισμός το είδος αυτό του δημιουργού: "Γράφει" οργανωμένα στην παρτιτούρα, "συνθέτει" μουσικά έργα, προορισμένα να ερμηνευθούν από μουσικά σύνολα και ερμηνευτές (μουσικούς και φωνητικούς σολίστ), αντίστοιχα σπουδασμένους κι εκπαιδευμένους. Γράφει σε "τονικό" σύστημα αλλά και σε “δωδεκαφθογγικό”, “σειριακό”, “αλλεατορικό”, "προγραμματικό" - χρησιμοποιεί το σύνολο των δομικών κατακτήσεων της Δυτικής ακαδημαϊκής μουσικής στο πεδίο της ηχητικής αντίληψης και οργάνωσης, πολλές φορές με "μικτές τεχνικές" (ο όρος δανεισμένος από την ζωγραφική και πολύ… εύγλωττος). Επίσης διδάσκει, διευθύνει ορχηστρικά σύνολα (πολλές φορές δικής του ευθύνης, πχ. η Allea), μέσω των οποίων επιχειρεί συνομιλία με μουσικές και μουσικούς της "άλλης πλευράς", αυτής που ονομάζουμε Παράδοση- με όργανα, συνθέσεις και ηχητικό υλικό που παραμένει "προφορικό" και μαθαίνεται ως τέτοιο (ακόμα κι αν έχει επιχειρηθεί μουσικολογική καταγραφή του) από τους "επόμενους", που διδάσκονται με τρόπο λειτουργικό (επί σκηνής και "επί τελετών" της Κοινότητας - γλέντια, πανηγύρια, λαϊκά δρώμενα κάθε είδους και αφορμής) από τους "προηγούμενους".

Η σχέση με την Παράδοση αποτελεί διαχρονική ευλογία αλλά και "τύψη" για την Δυτική ακαδημαϊκή μουσική: Είναι γεγονός πως η Δυτική μουσική έχει διαχρονικά ενσωματώσει μελωδίες και ρυθμούς παραδοσιακούς, ενώ με τις λεγόμενες "εθνικές σχολές" επισημοποίησε την συνομιλία της με τις λαϊκές μουσικές παραδόσεις διαφόρων χωρών και περιοχών της Ευρώπης. Ωστόσο η σχέση αυτή δοκιμάστηκε στον εικοστό αιώνα από την εμφάνιση του δωδεκαφθογγικού συστήματος και του Μοντερνισμού ως γενικότερης οπτικής περί την καλλιτεχνική δημιουργία και το Έργο Τέχνης.

 

Φυσικά το υποσυνείδητο λαών και δημιουργών περιέχει και ανακαλεί τα αρχετυπικά ηχητικά πεδία της Παράδοσης - τα ανακαλεί μάλιστα απρόβλεπτα και αιφνιδιαστικά ακόμη και στο μουσικό υλικό έργων εντελώς "αφηρημένων" σε πρώτο επίπεδο. Κάτι όμως έχει χαθεί, κάτι θερμό και παρηγορητικό, ένα αίσθημα αδιατάρακτης συνέχειας και ζωτικής αλληλεπίδρασης.

Ο Χάλαρης ξεκινά απο διαφορετική αφετηρία, εξίσου ενδιαφέρουσα: Γνωρίζει την Δυτική μουσική πολύ καλά, γνωρίζει εξίσου όμως πως ο δικός μας μουσικός πολιτισμός (και μαζί του μάλλον οι περισσότεροι αντίστοιχοι στον κόσμο) δεν πέρασε από την εξελικτική διαδρομή Μεσαίωνα-Αναγέννησης-Διαφωτισμού, δεν έζησε magna charta και Γαλλική Επανάσταση, άργησε πολύ να εδραιώσει αστική δημοκρατία και ποτέ δεν υιοθέτησε πλήρως - σε λαϊκό ("μαζικό") επίπεδο - την Δυτική πολυφωνική μουσική ως κεντρικό του εκφραστικό "εργαλείο". Στην Ελλάδα δε, μια χώρα με πολιτισμική "προίκα" βαρυσύμαντες εκδοχές συνύπαρξης Μουσικής και Λόγου σε κοινή αφηγηματική δράση (απο την Οδύσσεια ως την Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, τις Παραλογές, τον Ερωτόκριτο κ.α.), κεντρικό ρόλο έπαιξε (και συνεχίζει) η φωνητική μουσική, το Τραγούδι. Ο Χάλαρης αντιμετωπίζει (ορθά και εύλογα) την Βυζαντινή μουσική ως ακαδημαϊκή, έντεχνη, εφόσον έχει "όργανο" καταγραφής και αναπαραγωγής: Παρτιτούρα με σημειογραφία αυθεντική και αντίστοιχη εργογραφία, με έργα επωνύμων (και ανώνυμων) συνθετών. Δεν σταματά όμως εκεί: Θεωρεί την Βυζαντινή μουσική (και την Δημοτική μουσική) ως ευγενείς κατιόντες της Αρχαίας Ελληνικής μουσικής - και συνηγορούν σε αυτήν του την πεποίθηση πολλά: Οι μουσικές κλίμακες είναι στην ουσία οι ίδιες, το "σύστημα" επίσης, η ρυθμολογία σχετική.

Το σημαντικότερο: Διατηρούνται στις επιγονικές εκδοχές οι μικρότονοι, τα "μόρια" - μικροδιαστήματα ανάμεσα στο διάστημα ημιτονίου (που είναι το μικρότερο στην Δυτική μουσική, όπως εξελίχθηκε και κωδικοποιήθηκε). Υπάρχει λοιπόν, σκέφτεται ο Χάλαρης, αδιατάρακτη συνέχεια, μείζων Παράδοση, με αυθεντικά διδάγματα στη σχέση Λόγου και Μουσικής. Επιβιώνει μια διαφορετική (εν μέρει) Γλώσσα - ένα δημιουργικό σύμπαν παράλληλο με εκείνο της Δυτικής μουσικής αλλά και τεμνόμενο μαζί της, ένα σύμπαν προγονικό της σύνολης Ευρωπαϊκής μουσικής, βαθύτατα επιδραστικό και σε άλλους, εξωευρωπαϊκούς μουσικούς πολιτισμούς, Μεσογειακούς και της Ανατολής. Ο Χάλαρης ερευνά το σύμπαν αυτό, του αφιερώνει την δημιουργική του ζωή: Συνθέτει, ηχογραφεί, σχεδιάζει (με βάση τις παλιές πηγές και μαρτυρίες) και κατασκευάζει μουσικά όργανα, επιχειρεί μια συστηματική αποκατάσταση του, με όρους σύγχρονης καλλιτεχνικής οπτικής. Και είναι ακριβές να ειπωθεί πως - μέσα από αυτή την προσέγγιση - ενοποιούνται και συνυπάρχουν αρμονικά όλες οι διαχρονικές μουσικές παραδόσεις που συνέβησαν (και συνεχίζουν) έχοντας ως προνομιακό συνομιλητή μία εκδοχή της Ελληνικής γλώσσας - από την αρχαϊκή ως την σημερινή δημοτική: Ορφικοί ύμνοι, χορικά τραγωδιών, παιάνες, λειτουργίες εκκλησιαστικές, Δημοτικό τραγούδι, Λαϊκό τραγούδι - όλα σε συνεκτική ακολουθία.


Μερικές παρατηρήσεις του γράφοντος:


 

Η "ηχώ" της αρχαιοελληνικής μουσικής διατηρείται ενιαία σε Δυτική και Ανατολική εκκλησιαστική μουσική μέχρι το Γρηγοριανό Μέλος (που έχει εμφανή "τροπικά" χαρακτηριστικά). Απο εκεί και πέρα σταδιακά η Δύση περνά στην πολυφωνία. Θα χρειαστούν κάποιοι αιώνες ώσπου η νέα διαδρομή να δώσει αριστουργήματα, εντός και εκτός εκκλησίας.

Η λαϊκή μουσική της Δύσης διατήρησε ενεργή συνάφεια με εκείνη της καθ' ημάς Ανατολής (κέλτικη μουσική, αγγλοσαξονική, ισπανική, πορτογαλική, Ιταλική Ναπολιτάνικη και του Νότου γενικότερα της γειτονικής χώρας κλπ.).

Η λαϊκή μουσική του Ελληνισμού αντίστοιχα κράτησε πάντα ανοιχτό το αυτί στον Δυτικό τρόπο και υιοθέτησε πολλά δυτικά μουσικά όργανα (κλαρινέτο, βιολί, ακορντεόν, κιθάρα, λαούτα κλπ.), των οποίων την χρήση μετασχημάτισε προς όφελος της αυθεντικής της εκφραστικής δυναμικής.

Ένα από τα σημαντικότερα λαΐκά μας όργανα, το μπουζούκι, αποτελεί προϊόν συνάντησης Δυτικών και Ανατολικών επιρροών και αντιλήψεων - είναι ένα χαρισματικό υβρίδιο.

Σημαντικοί ακαδημαϊκοί Έλληνες συνθέτες υιοθέτησαν την οπτική της "Εθνικής Σχολής" (αυστηρά ή με προσωπικές εκδοχές) και συνομίλησαν με την μουσικη μας Παράδοση (ενδεικτικά: Καλομοίρης, Λαυράγκας, Σκαλκώτας, Κωνσταντινίδης, Σισιλιάνος αλλά και Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Μαρκόπουλος, Μικρούτσικος, φυσικά Αντωνίου και Χάλαρης κ.α.). Ακόμη και η μουσική δημιουργική συνάντηση με τον σύγχρονο Ελληνικό ποιητικό Λόγο (αλλά και στιχουργικές εκδοχές του σχετιζόμενες με την Παράδοση) αποτελεί ιστορική συνέχεια των εξαιρετικά αποτελεσματικών διδαχών της συνύπαρξης Μουσικής και Λόγου διαχρονικά στο πεδίο της Ελληνικής γλώσσας (ενδεικτικά: Άξιον Εστί, Μεγάλος Ερωτικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Θητεία, Τροπάρια για φονιάδες, Δροσουλίτες κ.α.).

Εκφράζεται συλλογικά ο Νεοέλληνας μέσω της Ακαδημαϊκής Δυτικής Μουσικής; Σαφώς όχι - έχει όμως την δημιουργική "υποχρέωση" να το πράξει, με διάθεση θετική, σε ένα πολυπολιτισμικό παγκόσμιο περιβάλλον.

Αντιλαμβάνεται η Δύση το αδιέξοδο μιας "εγκεφαλικής" ακαδημαϊκής μουσικής δημιουργίας σήμερα; Εν μέρει - αλλά πληθαίνουν οι θετικές φωνές υπέρ μιας οικουμενικής μουσικής προσέγγισης στην δημιουργία, χωρίς "σνομπισμούς" και τεχνοκρατικές θεωρήσεις (ψευδούς) υπεροχής.

Η τεράστια δημοφιλία της Τραγουδοποιΐας παντού στον κόσμο αποδεικνύει το ενιαίο λαϊκό υπόστρωμα της αντίληψης για την μουσική πράξη ως κοινωνικό, ψυχολογικό και ηθικό γεγονός. Το Τραγούδι διατηρεί ζωντανή τη συνομιλία Λόγου και Μουσικής, επικοινωνώντας με καταγωγές καλλιτεχνικής δράσης που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Το πρόσφατο Νόμπελ στον Ντύλαν συνηγορεί.

Ο Τσιτσάνης κι ο... Μότσαρτ! Ο Ολιβιέ Μεσσιάν έλεγε πως "κάθε ψυχή έχει την μουσική της και κάθε μουσική την ψυχή της. Υπάρχει ωστόσο μόνο μία Ψυχή, μόνο μία Μουσική".

 

Συγκρούονται λοιπόν οι διαδρομές, οι ιδέες κι οι πραγματώσεις του Αντωνίου και του Χάλαρη; Κάθε άλλο! Ο συνδυασμός τους αποτυπώνει με εξαιρετική διαύγεια τις συνθήκες που καθορίζουν τις ιδιαιτερότητες του μουσικού μας Τρόπου, τις αντιθέσεις και τις συνθέσεις, την ιστορική καταγωγή και τις συγκλίνουσες και αποκλίνουσες διαδρομές, το μικρό αλλά και το μεγάλο τοπίο, τα χαμένα και κερδισμένα στοιχήματα. Περισσότερο όμως υπογραμμίζουν πως η Ιστορία γράφει και γράφεται. Από τους γενναίους των θαυμάτων.