«Άνθρωπος και Υπολογιστής είναι ακριβώς ίδια» λέει επί σκηνής ο Δημήτρης Αποστολάκη, «με τη μόνη διαφορά ότι ο πρώτος είναι από άνθρακα και ο δεύτερος από πυρίτιο». Πάνω σε αυτήν την μπρεχτική, θα λέγαμε, διαλεκτική και σημειολογία, στήνεται μια ογδονταλέπτη παράσταση η οποία κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις του θεατή κατά μια αναγεννησιακή πρόσμειξη των τεχνών.

 

 

Κι αυτό γιατί ο Αποστολάκης είναι από τους ελάχιστους σήμερα επιφανείς δημιουργούς, όπου σαν άλλος ανθρωπιστής της Αναγέννησης, ερευνά το φιλοσοφικό παρελθόν, αφομοιώνει παγκόσμιες παραδόσεις Δύσης και Ανατολής, θεολογεί χωρίς να θρησκεύεται,  αρθρώνει λόγο και όχι λέξεις, είναι μύστης των πρακτικών και φυσικών επιστημών και βεβαίως εξαιρετικός στιχουργός, μουσικός και εσχάτως και μαθητοδιδάσκαλος της εσωτερικής πολεμικής τέχνης, Τάι τσι. Μια πολυσχιδής προσωπικότητα, που σπάει τις νόρμες μιας συμβατικής ή μεταμοντέρνας νοοτροπίας και λειτουργεί άχρονα ως δημιουργός ζώντας όπως έχει δηλώσει ο ίδιος σε μια «παροντική κάψουλα». 
 
Όλα αυτά μαζί συνθέτουν τη νέα του παράσταση, «Η εκδίκηση του πυριτίου»  όπου εξελιγμένα όντα τεχνητής νοημοσύνης μέσα σε ένα φουτουριστικό σκηνικό,  προσεδαφίζονται στο πλανητικό μας σύστημα και παίρνουν τον τελευταίο επιζώντα μιας πυρηνικής καταστροφής, ένα σπάνιο εύρημα από άνθρακα, έναν, δηλαδή άνθρωπο. Αυτό το αρχαϊκό πια ον, γίνεται η αιτία να ξεκινήσει μια φυσική/φιλοσοφική/ υπαρξιακή/θεολογική/μελλοντολογική πραγματεία που υποστηρίζεται με χορό, ακροβασίες, μουσική, αυτοσχεδιασμούς, τραγούδι και καταγεγραμμένους ήχους με την αρωγή της  ομάδας ελλήνων χορευτών και ακροβατών «κι όμΩς κινείται», (Χριστίνα Σουγιουλτζή –η οποία υπογράφει και τη σκηνοθεσία/ χορογραφία- Αντιγόνη Λινάρδου και Αναστάσης Καραχανίδης) και του επίσης συμπαντικού Μιχάλη Σιγανίδη (μουσική, κοντραμπάσο, αφήγηση, ήχοι). 
 
Καθόλου τυχαία η επιλογή και των δυο αυτών συντελεστών της παράστασης,  αφού τόσο η ομάδα ««κι όμΩς κινείται», όσο και ο Σιγανίδης, λειτουργούν τις τέχνες τους μέσω της διάχυσης μιας κινητικότητας, οι μεν ως σωματική δράση, ο δε ως αυτοσχεδιαστής και πειραματιστής ήχων. Έτσι το πυκνό, αλληγορικό, δυσνόητο, και ειδικά στην αρχή μη εκλαϊκευμένο επιστημονικό κείμενο του Αποστολάκη, με τον ίδιο στον διπλό ρόλο του μουσικού επί σκηνής, αλλά κυρίως του μέλους της παράστασης, σωματοποιείται και μουσικοποιείται όχι απαραιτήτως αναπαραστατικά, αλλά ως μορφή μιας ομαδικής διαδικασίας όπου η κάθε τέχνη αλληλοσυμπληρώνεται. Έτσι οι γήινοι χορευτές ως τα εξελιγμένα πυρίτια όντα του κειμένου, αλλά και ως μέλη ενός πλανόδιου τσίρκου, κινούνται στη σκηνή έχοντας επιφορτιστεί τα αγωνιώδη ερωτήματα που τίθενται σχετικά με μια φαινομενικά υποθετική πάλη μεταξύ του αρχαίου εκστατικού παρελθόντος και του  υπολογιστικού μέλλοντος. Στην ουσία όμως είναι το ίδιο ερώτημα που έθεσε ο πρωτόγονος άνθρωπος όταν για πρώτη φορά «βγήκε» από το σώμα του και κοίταξε τον εαυτό του από απόσταση αρχίζοντας έτσι μια σειρά επίπονων ανακαλύψεων εντός και εκτός του. 
 
Ο Αποστολάκης επιβαρύνεται θεατρικά, αλλά και ψυχικά και με τον ρόλο επί σκηνής του τερατώδους μελλοντικού ρομποτοειδούς ανθρώπου, αυτοκαθαιρείται όμως στην καρέκλα του μουσικού κρατώντας τη ψυχωμένη λύρα στα αιμάτινά του χέρια… Αυτός ο ανατριχιαστικός και συνάμα ρεαλιστικός δυισμός του, αυτή η δισυπόστατη σύγχρονη φύση του ανθρώπου, μηχανιστικός και συνάμα ακόμα αγωνιώδης μπροστά στα ερωτήματα του θανάτου, του έρωτα, της μοίρας, είναι η αλληγορική «κραυγή» που κληροδοτεί στους θεατές ο Αποστολάκης, ως άλλος Ευαγγελιστής: «Εδώ είναι η σοφία• όστις έχει τον νούν, ας λογαριάση τον αριθμόν του θηρίου, διότι είναι αριθμός ανθρώπου• και ο αριθμός αυτού είναι χξς'»  («Η Αποκάλυψη του Ιωάννη»,13:18)