Μια ιδέα/πρόταση του Δημήτρη Καμαρωτού που έγινε δεκτή από τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση και υλοποιήθηκε από τον ίδιο – με την ανυπολόγιστα σημαντική συμβολή της Αμαλίας Μουτούση – σε μόνον πέντε παραστάσεις, προς το παρόν τουλάχιστον, στο ιστορικό κτίριο του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός. Ποια ήταν αυτή η ιδέα; Να παρουσιαστεί η τραγωδία του Ευρυπίδη «Ιππόλυτος» με μόνο μια ηθοποιό να ερμηνεύει όλους τους ρόλους θα μπορούσε να πει κάποιος και τυπικά, σύμφωνα τουλάχιστον με το πρόγραμμα της παράστασης, δεν θα είχε άδικο. Θα ήταν όμως πολύ φτωχό ή μάλλον δεν θα είχε καμία σχέση με αυτό που παρακολουθήσαμε....

Θα πω πολύ συνοπτικά ότι η αναπνοή (και όχι η φωνή!) της Αμαλίας Μουτούση  λειτουργούσε ταυτόχρονα ως ηχητική πηγή και, κατά μιαν έννοια, σαν το εκάστοτε «βασικό θέμα» της – σε μεγάλο μεν βαθμό αλλά όχι και αποκλειστικά αυτοσχεδιαστικής - μουσικής του Δ. Καμαρωτού η οποία με την σειρά της λειτουργούσε σαν οδηγός, αν δεν καθοδηγούσε, την εκφορά του λόγου της, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πρωταγωνίστριας της παράστασης. Αν αυτό δεν ήταν αρκετό ο Καμαρωτός έχει φροντίσει να...κάνει την ζωή του ακόμα πιο δύσκολη!

 

Εκεί δηλαδή που οι ενενήντα εννέα στους εκατό άλλοι θα προηχογραφούσαν μια και καλή το υλικό και θα ησύχαζαν αυτός επέμενε να παίζει ζωντανά – και προφανώς κάνοντας κάθε φορά μικρές έστω αλλαγές, συνειδητές ή μη – σε κάθε παράσταση την μουσική του. 

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά – ούτε φυσικά και η τελευταία – που ο Καμαρωτός επιχειρεί κάτι ανάλογο, με την ίδια φιλοσοφία αλλά και μεθοδολογία προηγήθηκαν οι παραστάσεις των τραγωδιών «Αίας» πάλι με την Αμαλία Μουτούση και «Ευμενίδες» με την Στεφανία Γουλιώτη. Αυτή είναι όμως σίγουρα η μέχρι τώρα πιο ολοκληρωμένη αλλά και προωθημένη εκδοχή του εγχειρήματος του. Όλη η διαδικασία πραγματοποιείται μπροστά στον θεατή, ήδη από το γενεσιουργό της στάδιο. Είναι οι δυνατές, έντονες αναπνοές που παίρνει σε ορισμένα σημεία η Α. Μουτούση και πριν από όλα παρέχουν το υλικό για τις «μάσκες ήχου» της, αυτές δηλαδή που υποκαθιστούν τις μάσκες του αρχαίου δράματος και σηματοδοτούν το πέρασμα της από έναν ρόλο σε έναν άλλο.

 

Όσο για την Αμαλία Μουτούση αυτό που επιτελεί είναι πολύ απλά ένας άθλος, όχι μόνον υποκριτικός αλλά γενικότερα εκφραστικός, ακόμα και δημιουργικός. Πριν από όλα γιατί, όπως λέει και ο Δ. Καμαρωτός, κανείς/καμία άλλος/η ηθοποιός δεν θα αποτολμούσε να αναμετρηθεί με ένα θεατρικό και μάλιστα τραγικό κείμενο στην ολοκληρία του ή, ακόμα και αν το έκανε, θα οπισθοχωρούσε αμέσως μόλις συνειδητοποιούσε το μέγεθος του εγχειρήματος. Εκείνη όχι μόνο το τόλμησε αλλά και το έφερε εις πέρας. Αν παίζει καλά όλους τους ρόλους; Τι ακριβώς σημαίνει «καλά» σε αυτή την περίπτωση, ποιος θα μπορούσε να παίξει «καλά» τόσους διαφορετικούς και συχνά επίσης τόσο αντιφατικούς μεταξύ τους ανδρικούς και γυναικείους χαρακτήρες;

 

Η Μουτούση παίζει στην κυριολεξία άψογα κάτι άλλο, ένα υποθετικό πρόσωπο το οποίο υποδύεται όλους αυτούς τους χαρακτήρες. Είναι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται και παραπέμπει συνάμα το σύντομο εισαγωγικό κείμενο του Καμαρωτού το οποίο απαγγέλλει πριν αρχίσει να ερμηνεύει αυτό του Ευρυπίδη. Μια εκ των έσω αποστασιοποίηση άραγε; Η εξαίρετη ηθοποιός πάντως δεν ακολούθησε απλώς πιστά τις οδηγίες του δημιουργού της παράστασης, συντονίστηκε απόλυτα με τον Δ. Καμαρωτό όπως και εκείνος μαζί της. Κάτι που είναι ίσως το δυσκολότερο πράγμα, όχι μόνο στο θέατρο αλλά ακόμα και στην ζωντανή μουσική πράξη...

 

Πέραν όμως από όλα αυτά εκείνο που τελικά  έχει σημασία είναι ότι ο Δ. Καμαρωτός – δίχως να του το επιβάλλει κανένας παρά μόνον ο ίδιος στον εαυτό του για να υπερβεί για άλλη μια φορά τα όρια του – κατά μιαν έννοια έδεσε τα χέρια του και το ένα πόδι του και πήδηξε σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και όχι μόνο δεν πνίγηκε αλλά επέπλευσε, κολύμπησε, έστω και με δυσκολία και με πιο αργό από συνήθως ρυθμό και έφτασε στην απέναντι ακτή...

 

Το στοίχημα αυτού του ακάματου εξερευνητή του δημιουργικού αγνώστου – με ιδανικό όχημα του αυτή την φορά την Αμαλία Μουτούση – κερδήθηκε και με το παραπάνω, έστω και μα κάποιες, αναπόφευκτες το πιθανότερο, απώλειες.

 

Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως το κερδισμένο στοίχημα συνεπάγεται και κάτι άλλο. Αν αλλάξουμε το ονόματα των χαρακτήρων του «Ιππόλυτου» με σύγχρονα τότε η κατά Καμαρωτό/Μουτούση εκδοχή του θα μπορούσε πολύ ωραία να μιλάει για τις ιδεοληψίες  αλλά και τους συναισθηματισμούς χωρίς λογική βάση, όλες δηλαδή τις διανοητικές και ψυχολογικές αυταπάτες που μαστίζουν την εποχή μας πολύ περισσότερο από εκείνη του Ευρυπίδη. Και αυτό, όταν άλλοι ψάχνουν ακόμα την τέλεια απομίμηση των αρχαίων ρούχων, δηλαδή το γράμμα, χάνοντας έτσι εντελώς το διαχρονικό νόημα των τραγικών κειμένων, σημαίνει ότι το στοίχημα που κέρδισε ο Δημήτρης Καμαρωτός αφήνει και μια πολύτιμη υποθήκη για το μέλλον. Για τον ίδιο αλλά και για άλλους, συγχρόνους τε και μεταγενέστερους....