Ενα από εκείνα τα project, άπαντα ιδέες του αρχιμουσικού και καλλιτεχνικού διευθυντή της ΓιώργουΠέτρου, με τα οποία συνηθίζει να μας αιφνιδιάζει ευχάριστα τα τελευταία χρόνια η Καμεράτα, δύο συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής από τις οποίες παρακολούθησα την δεύτερη.  Στο πρώτο μέρος παρουσιάστηκαν τέσσερα από τα πολλά κοντσέρτα και στην πλειοψηφία τους για έγχορδα τα οποία είχε γράψει ο μέγας Αντόνιο Βιβάλντι, ο συνθέτης που όχι μόνον ουσιαστικά θεμελίωσε την φόρμα που α αποκαλούμε μπαρόκ αλλά και επηρέασε καταλυτικά αυτόν ο οποίος την έφτασε στο απόγειο της, δηλαδή τον Γιόχαν ΣεμπάστιανΜπαχ.

 

Η Καμεράτα και ιδιαίτερα ο Γιώργος Πέτρου όχι μόνο δεν έκρυψαν ποτέ την αγάπη τους γενικότερα για τη μουσική της εποχής του μπαρόκ και ειδικότερα για τον Βιβάλντι αλλά και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την αποδείξουν. Αυτή ήταν και η αιτία για να εισάγουν πρώτοι στην Ελλάδα την πρακτική της ιστορικά τεκμηριωμένης εκτέλεσης, χρησιμοποιώντας δηλαδή όργανα εποχής, τα περίφημα έγχορδα ντι γκάμπα, με εντέρινες και όχι τις συνηθισμένες χορδές.

 

 

Με δεδομένο ότι μαέστρος και ορχήστρα κατέχουν στην πράξη αυτό το ρεπερτόριο και, ακόμα περισσότερο, τα έργα του Βιβάλντι τόσο πολύ ήταν αναμενόμενο ότι και τα τέσσερα κοντσέρτα εκτελέστηκαν περισσότερο και από άψογα. Τα δύο για σύνολο εγχόρδων είναι βέβαια πολύ όμορφα αλλά την παράσταση εύλογα έκλεψαν τα άλλα δύο.

 

 

Αυτό για δύο μαντολίνα και έγχορδα σε σολ μείζονα ήταν πραγματικά μια ευκαιρία να απολαύσουμε ακέραια την ανεπιτήδευτη γοητεία της μουσικής του πρώιμου μπαρόκ έτσι όπως την άκουγαν οι άνθρωποι τότε. Ένα «μουσικό στιγμιότυπο» από το παρελθόν με την μορφή μιας χαρωπής, ακόμα και παιγνιώδους (αλλά καθόλου...αβαρούς!) σύνθεσης που σου μεταφέρει μιαν αίσθηση πανηγυριού από έναν καιρό στον οποίο η ζωή ήταν πολύ πιο απλή από σήμερα και οι άνθρωποι επικοινωνούσαν πολύ περισσότερο και πιο άμεσα, ίσως είχαν και πολύ μεγαλύτερη ουσιαστική αλληλεγγύη μεταξύ τους από όσο εμείς.

 

 

Σε αυτό βέβαια συνέτεινε πριν από όλα τα άριστο δίδυμο των εκτελεστών μαντολίνου Γιώργου Γουμενάκη και Chiara Ligoi με την ιδανική υποστήριξη της Καμεράτα η οποία για την περίσταση ήταν ενισχυμένη και με τον βιρτουόζο του τσέμπαλου Ιάσονα Μαρμαρά. Αντίστοιχα το κοντσέρτο για δύο βιολιά και έγχορδα σε λα ελάσσονα δεν απαιτεί απλά την δεξιοτεχνία των σολίστ του αλλά μάλλον είναι όχημα για αυτήν. Ο εξάρχων της Καμεράτα Sergiu Nastasa και η Otilia Alitei ανταποκρίθηκαν και με το παραπάνω στις τόσο υψηλές απαιτήσεις του.

 

Το κυρίως μέρος όμως της συναυλίας και αυτό που της έδωσε τον τίτλο της ήταν βέβαια το δεύτερο, ένα από τα πολύ λίγα ορχηστρικά έργα του Μάνου Χατζιδάκι αλλά όχι απλά από τα κορυφαία του μα και η πανηγυρική απόδειξη ότι ήταν ένας αληθινά χαρισματικός συνθέτης και όχι μόνον δημιουργός πολύ καλών τραγουδιών. Δεν είναι καθόλου δύσκολο μάλιστα να αντιληφθεί κανείς το πως προέκυψε στον Γ. Πέτρου η ιδέα για το πρώτο μέρος μέσα από αυτό, εκτός του ότι είναι φανερό κατά τη ακρόαση του ο ίδιος ο Μ. Χατζιδάκις αναφέρει τον Βιβάλντι στις σημειώσεις του στην πρώτη δισκογραφική κυκλοφορία του το 1965, καταδεικνύοντας έτσι πόσο μεγάλη επιρροή είχε στην σύνθεση του η μουσική του Ιταλού ομότεχνου του. Το ότι όμως κανείς πριν τον Πέτρου δεν είχε σκεφτεί να το κάνει αυτό σίγουρα σημαίνει πολλά.

 

 

Πριν από όλα δείχνει τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε ο Πέτρου το «Το Χαμόγελο Της Τζοκόντας». Το έργο παίζεται σπάνια στην ολοκληρία του και έτσι είναι ακόμα πιο νωπή στη μνήμη μου η εκτέλεση της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ υπό την διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, στο Μέγαρο και πάλι τον Νοέμβριο του ’15. Δεν θα υπεισέλθω στην αξιολογική σύγκριση των δύο εκτελέσεων αλλά έκαναν για εμένα ακόμα πιο φανερό ότι στην περίπτωση ισοδύναμων ορχηστρών όπως οι δύο συγκεκριμένες  την διαφορά κάνει ο μαέστρος. Χωρίς δηλαδή να μειώσω ούτε στο ελάχιστο τον πλέον έμπειρο ίσως που έχουμε αυτή την στιγμή στην Ελλάδα το «Το Χαμόγελο...» του Λ. Καρυτινού ήταν η δική του, ιδιαίτερα πλούσια ενορχηστρωτικά, ίσως και ολίγον... μεγαλοπρεπής εκδοχή του έργου.

 

 

Αντίθετα ο Πέτρου, δίχως καν να το δηλώνει, έδωσε μια σχεδόν ιστορικά τεκμηριωμένη εκτέλεση του, πολύ πιο κοντά δηλαδή στο πνεύμα του Χατζιδάκι με την Καμεράτα αυτή τη φορά ενισχυμένη όχι μόνον από πνευστά αλλά και πάλι το τσέμπαλο του Ι. Μαρμαρά, δύο κλασικές κιθάρες, δύο μαντολίνα, άρπα και τρεις εκτελεστές κρουστών. Η διεύθυνση του ήταν πολύ πιο πιστή στην αυθεντική ενορχήστρωση και επίσης διεύθυνση του Χατζιδάκι.

 

 

Στην πράξη αυτό σήμαινε την ίδια λιτότητα μέσων με αυτή του δημιουργού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το εναρκτήριο και πιθανώς καλύτερο μέρος του έργου, το «Όταν Έρχονται Τα Σύννεφα». Στο  γύρισμα του υπέροχου θέματος που κάνουν τα μαντολίνα, πριν το πάρουν για να το ξεδιπλώσουν με το γκλισάντο τους τα έγχορδα, κράτησε «πίσω» αλλά και πιο χαμηλά την υπόλοιπη ορχήστρα αναδεικνύοντας έτσι ακόμα περισσότερο τον τόσο γλυκό ήχο του λαϊκού οργάνου.

 

 

Γενικότερα το κατά Πέτρου «Χαμόγελο...» ήταν πολύ πιο «κοφτό» μα και ανάλαφρο από όσο θα το έκαναν οι περισσότεροι άλλοι, έτσι ακριβώς δηλαδή όπως ήταν και το ήθελε ο Χατζιδάκις αλλά και έτσι επίσης όπως ήταν η πηγή έμπνευσης του για αυτό, δηλαδή η μουσική του Βιβάλντι. Το διέπνεε ένας απέραντος σεβασμός για τον μεγάλο δημιουργό (ο οποίος εκφράστηκε με το πολύ ενδιαφέρον εύρημα της ανάγνωσης από την ηθοποιό Νάντια Κοντογεώργη των σημειώσεων του για το έργο εμβόλιμα στα κομμάτια) αλλά όχι και δέος καθώς δεν δίστασε να κάνει μικρές αλλά καθοριστικές παρεμβάσεις στην ενορχήστρωση, για παράδειγμα η ηλεκτρική (!) κιθάρα που υπήρχε σε μερικά σημεία. 

 

Ενδεικτική επίσης της διαφορετικής αντίληψης του για το έργο ήταν οι επιλογές του για τα encore που δεν περιλάμβαναν το γνωστότερο μέρος του, το προαναφερθέν «Όταν Έρχονται Τα Σύννεφα», αλλά τρία άλλα.

 

 

Εν κατακλείδι μια πάρα πολύ καλή συναυλία που, συνεπής με αυτό που αναφερόταν στο πρόγραμμα, όντως είχε άρωμα άνοιξης και μετά το τέλος της η ψυχή σου ήταν κατά τι έστω πιο ελαφριά από όσο πριν αρχίσει!