Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου αποκαλεί το νέο του συμφωνικό έργο «Ερωτικός Λόγος» ένα «μουσικό παλίμψηστο». Με αυτό εννοεί ότι όπως αρχικά άκουσε την «υπόγεια» μουσική που διατρέχει αυτό το πρώιμο ποίημα - έμμετρο και ομοιοκατάληκτο σε αντίθεση με την μετέπειτα, στην συντριπτική της πλειοψηφία σε ελεύθερο στίχο, γραφή – του Γιώργου Σεφέρη και πολύ αργότερα άρχισε να κατανοεί το νόημα του έρχεται τώρα και ο ίδιος να προσθέσει ένα τρίτο επίπεδο γράφοντας ένα έργο βασισμένο σε αυτό.

 

Ο έρωτας με όλες του τις έννοιες, βιωματική, πραγματική, διανοητική, ακόμα και την φιλοσοφική, απασχολεί έντονα τον συνθέτη στα τελευταία του ορχηστρικά έργα. Στην συμβολή του στους τρίτους Μετασχηματισμούς τους Ελληνικού Σχεδίου για την περυσινή σεζόν, στη δική του προσέγγιση στο «Χειμωνιάτικο Ταξίδι» του Σούμπερτ, κυρίαρχο στοιχείο ήταν η οργή για τις δυσάρεστες ή και ολέθριες συνέπειες που επιφέρει στον άνθρωπο η εκμετάλλευση, ενίοτε και από τον αποδέκτη του, του ερωτικού πάθους. Το πολύ μεγαλύτερης διάρκειας και πολύ πιο φιλόδοξο «Το Χρονικό Ενός Πρώιμου Φθινοπώρου» που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο στη στέγη ήταν ένα γλυκόπικρος στοχασμός πάνω στην πράξη και τα γεγονότα της ερωτικής διαδρομής ενός ανθρώπου, ένα σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό έργο για τις αναμνήσεις του παρελθόντος, τα βιώματα του παρόντος και τους πόθους του μέλλοντος βασισμένο σε αποσπάσματα κειμένων τεσσάρων ποιητών και με  αρκετά φωνητικά μέρη.

 

 

Στο «Ερωτικός Λόγος» η προβληματική του για τον έρωτα προσλαμβάνει εντελώς διαφορετική μορφή και διαστάσεις. Πρόκειται για ένα αμιγώς ορχηστρικό έργο – η απαγγελία του ποιήματος είναι εμβόλιμη στη μουσική – με πέντε μέρη, όσα δηλαδή και το ποίημα και με τη σειρά εκείνων. Στο ποίημα αυτό ο νέος ακόμα Γιώργος Σεφέρης τολμά να αναμετρηθεί με την ίδια την φύση, ακόμα και την φιλοσοφική υπόσταση του έρωτα. Εμπνεόμενος και βασισμένος σε αυτό ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έγραψε ένα έργο ίσως, κατά μιαν έννοια, ακόμα πιο προσωπικό από το προηγούμενο. Είναι και αυτό αυτοβιογραφικό αλλά ως μια «έσωθεν βιογραφία», η – εκ παραλλήλου με την σωματική βίωση –  πορεία μιας ψυχής από την απόλυτη άγνοια στην πλήρη κατανόηση του τι είναι έρωτας, ποια είναι τα βαθύτερα κίνητρα του, τι τον κάνει τόσο αναγκαίο για τον άνθρωπο όσο και το εκάστοτε αντικείμενο της ερωτικής του επιθυμίας και το πως οδηγεί την ανθρώπινη οντότητα στην εσωτερική ωρίμανση και την συνεχή βελτίωση της στο ταξίδι της διαμέσου του χρόνου προς το φυσικό της τέλος.

 

 

Το ποίημα του Σεφέρη εστιάζει στην ματαιότητα των ερωτικών σχέσεων, στους ακυρωμένους, διαψευσμένους, ανεκπλήρωτους ή και θνησιγενείς εν τη γενέσει τους έρωτες. Κάθε άλλο όμως παρά στην ματαιότητα του έρωτα ως κινητήριας δύναμης για την ανθρώπινη ζωή, της μόνιμης αναζήτησης που μετατρέπεται σε ασίγαστη επιθυμία για το υπερβατικό ιδανικό. Είναι όμως και η μόνη που μπορεί να φέρει την λύτρωση από την υπαρξιακή αγωνία, την απόλυτη ταύτιση με ένα άπιαστο και ταυτόχρονα τόσο οικείο Άλλο η οποία ισοδυναμεί με την πολυπόθητη θέωση. Το να γίνει δηλαδή ο άνθρωπος ο μόνος κυρίαρχος της υλικής ζωής του και της όποιας  - ή μη – συνέχειας της και να συμφιλιωθεί με την θνητότητα του διαμέσου της διαπίστωσης της οργανικής και ισότιμης με όλων των άλλων όντων θέσης του μέσα σε ένα αενάως μεταλλασσόμενο σύμπαν.

 

 

Τόσο η γλώσσα όσο και ακόμα περισσότερο τα νοήματα του ποιητή σε αυτό το κείμενο είναι παράξενα, τις περισσότερες φορές σκοτεινά, κάποτε ακόμα και άγρια αλλά φυσικά με τον γνωστό «Σεφερικό» τρόπο συνάμα όμως και εξαιρετικά σαγηνευτικά. Και στην κατάληξη του δεν είναι καθόλου απαισιόδοξο, αντίθετα δεν μπορεί παρά να ενισχύσει και να κάνει μεγαλύτερη την αγάπη για την ζωή και, κατά συνέπεια, ακόμα πιο ισχυρή την διάθεση να γευτεί κανείς τις λίγες μεγάλες και τις πάρα πολλές μικρές χαρές της. Ανάλογο είναι και το έργο που ενέπνευσε στον συνθέτη, το ίδιο ή και περισσότερο λυρικό με το «Το Χρονικό Ενός Πρώιμου Φθινοπώρου», χωρίς ίσως τις δραματικές εξάρσεις εκείνου αλλά πιο ομοιογενές, «συμπυκνωμένο» ως προς την μουσική του γλώσσα και εντέλει στο σύνολο του, αν και όχι απαραίτητα πιο όμορφο, μάλλον τέρποντας αισθητικά περισσότερο τον ακροατή.  

 

Οι αναφορές του Δ. Παπαδημητρίου και πάλι πάρα πολλές και εξαιρετικά ποικίλες, αυτή τη φορά ήταν αρκετά πιο έντονη η παραπομπή του στην ρωσική σχολή. Από συγκυρία παρακολουθήσαμε το δεύτερο μέρος της συναυλίας, μετά το διάλειμμα, μαζί. Αυθόρμητα σε μια στιγμή έσκυψα και του είπα «τελικά τον Χατζιδάκι τον κουβαλάς πάντα σε οτιδήποτε και αν κάνεις, ακόμα και αν δεν είναι τραγούδια» και απάντησε χωρίς να διστάσει «είναι ο δάσκαλος όλων μας, τελικά μπορεί να έχει περάσει υποσυνείδητα σε αυτό που κάνω πολύ περισσότερο από όσο πιστεύω, ίσως και αντιλαμβάνομαι». Οπως ακριβώς λοιπόν ο Χατζιδάκις συνδιαλεγόταν δημιουργικά με πολλούς σύγχρονους του έτσι και αυτός ο πανάξιος μαθητής του, ζώντας σε μιαν εποχή στην οποία η μουσική πληροφορία είναι πολύ περισσότερη αλλά και πολύ πιο εύκολα προσβάσιμη, συνομιλεί με ακόμα περισσότερους ομότεχνους του από εξίσου πολλά μήκη και πλάτη της γης και όχι μόνο την Ευρώπη.

 

Η έμφυτη μελωδικότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό του Δημήτρη Παπαδημητρίου που όχι μόνο δεν τον εγκαταλείπει ποτέ αλλά αντίθετα γίνεται όλο και βαθύτερη και εμπλουτίζεται στο πέρασμα του χρόνου. Πέραν αυτού έχει προ πολλού κατακτήσει την συνθετική τεχνοτροπία του η οποία ωριμάζει ολοένα και περισσότερο. Πολύ σπάνια τα θέματα του εξαντλούνται στην βασική μελωδική γραμμή τους, κάτω από αυτήν εξελίσσονται ουκ ολίγες διαφορετικές αναπτύξεις ή αντιστίξεις της. Σε κάποιες περιπτώσεις ο ακροατής που τον παρακολουθεί από νωρίς διακρίνει γνώριμα σημεία. Είναι εκείνες οι κυκλοτερείς γραμμές που τον «στοιχειώνουν» ήδη από το πρωτοποριακό ηλεκτρονικό «Τοπία» του ’81 αλλά και το progressive rock «Time Of Growing» του ’85, «υπόγεια» όπως θα έλεγε και ο ίδιος μακροσκελή μελωδικά θέματα που φαίνονται να εμφανίζονται ξαφνικά και εξίσου αναπάντεχα επιστρέφουν στο αόρατο ηχητικό σύμπαν το οποίο τα γέννησε.

 

 

Στο «Ερωτικός Λόγος» είναι περισσότερο ορατό από άλλες φορές ένα στοιχείο που δεν είναι εμφανές στην δημόσια παρουσία του, ο ρομαντισμός του. Ενας ρομαντισμός όμως με την πιο αυθεντική έννοια της λέξης, ένα μόνιμο εσωτερικό Sturm und Drang που χαρακτηρίζει τόσο την ανθρώπινη όσο και την μουσική του προσωπικότητα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό εκδηλώθηκε με κάποια  λυρικά περάσματα, βασισμένα κυρίως στα pizzicati των εγχόρδων, αληθινά πανέμορφα.

 

 

Αλλά και ενορχηστρωτικά το ύφος του Παπαδημητρίου είναι πλέον όχι μόνο προσωπικότατο αλλά και άμεσα αναγνωρίσιμο. Αντίθετα με τους περισσότερους θα έλεγα Έλληνες σύγχρονους του που επιδίδονται σε συμφωνικά ή γενικότερα οργανικά έργα έχει το χάρισμα να γνωρίζει και να μπορεί να αξιοποιεί όλο το εύρος αλλά και το βάθος των ηχοχρωμάτων μιας ορχήστρας. Για ακόμα μια φορά παρατήρησα το πως δεν χρησιμοποιεί το σύνολο των εγχόρδων σαν κάτι «μασίφ» όπως κάνουν οι πιο πολλοί. Οι βιόλες και ιδίως τα βιολοντσέλα δεν υποστήριζαν απλά τα βιολιά ή έστω περιορίζονταν στο να παίζουν ισοκράτες στη δική τους γραμμή. Είχαν την δική τους, ανεξάρτητη κίνηση, προσθέτοντας στα θέματα των βιολιών ή σχολιάζοντας τα με περίτεχνες λεπτομέρειες, με την βοήθεια μερικές φορές ακόμα γοητευτικών «υπαινιγμών» της μεσαίας περιοχής των κοντραμπάσων. 

Ο Νίκος Καραθάνος με το γνωστή του αμεσότητα απήγγειλε με ειλικρίνεια και παλμό τα διαδοχικά αποσπάσματα του ποιήματος αν και, προσωπικά για εμένα, θα αρκούσε η προβολή τους κατά την διάρκεια της εκτέλεσης του έργου.

 

Η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ (ενισχυμένη για την περίπτωση όχι μόνο με πιάνο αλλά και με τσελέστα και τσέμπαλο) στάθηκε επάξια αν και, κακά τα ψέματα, δεν είναι ΚΟΑ και ούτε διαθέτει την εκτελεστική αρτιότητα της τελευταίας. Υπήρχαν ατέλειες και κυρίως ελλείψεις, ιδίως στα χάλκινα πνευστά που σε ορισμένα σημεία τους απουσίαζε η λαμπρότητα αλλά και ο όγκος τα οποία επιβάλλει η άκρως απαιτητική ομολογουμένως παρτιτούρα του έργου.

 

Η πολύ καλή όμως προετοιμασία και η εξαιρετικά προσεκτική και σοβαρή διεύθυνση της ορχήστρας από τον Μιχάλη Οικονόμου συνέτειναν στο να μην αναδείξει μεν όλες τις – κρυμμένες και μη – αρετές του έργου αλλά τουλάχιστον να υπηρετήσει το όραμα μα και τις προθέσεις του συνθέτη με ευσυνειδησία και επάρκεια.