Οι δύο συναυλίες των Γερμανών Ζeitkratzer που αποτέλεσαν το φινάλε του εφετινού Borderline Festival στη Στέγη Γραμμάτων Και Τεχνών. Παρουσιάζοντας την δική τους εκδοχή για ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο έργο όχι μόνο της rock αλλά και της ευρύτερης ποπ κουλτούρας, το άκρως ανανεωτικό αυτό σύνολο που χρησιμοποιεί αποκλειστικά ακουστικά όργανα της τυπικής κλασικής ορχήστρας, έγραψε μιαν από τις λαμπρότερες σελίδες της πειραματικής μουσικής οι οποίες έχουν παιχτεί και ακουστεί ποτέ στη χώρα μας!
To Metal Machine Music που κυκλοφόρησε το 1975 είναι ο δίσκος του αείμνηστου Lou Reed που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον του δίσκο δίχασε ακόμα και τους φανατικότερους οπαδούς του. Οι μισοί τον θεωρούν ένα παραγνωρισμένο διαμάντι της πρωτοπορίας και οι άλλοι μισοί ένα ανέμπνευστο σκουπίδι.
Οπως και αν έχει πρόκειται για έναν διπλό δίσκο που πάνω – κάτω κάνει πράξη αυτό ακριβώς το οποίο λέει ο τίτλος του, με την διαφορά ότι επειδή ο Reed δεν ήξερε καλά ή δεν εμπιστευόταν τα πρωτόλεια ακόμα ηλεκτρονικά όργανα, χρησιμοποίησε ως μέσα μόνον δύο ηλεκτρικές κιθάρες, ενισχυτές και εφέ. Με άλλα λόγια τέσσερις πλευρές βινυλίου που δεν περιλαμβάνουν παρά ένα «όργιο» κυρίως από feedback (ανάδραση) και άλλους τύπους θορύβου, λευκού στην πλειοψηφία του.
Η πρώτη φορά που οι Ζeitkratzer το παρουσίασαν ζωντανά ήταν το 2002 σε ένα φεστιβάλ με τον ίδιο τον Lou Reed στην ηλεκτρική κιθάρα. Φαίνεται όμως ότι μετά τον θάνατο του το ’13 βρήκαν το θάρρος να το πλησιάσουν ακόμα πιο ανατρεπτικά και έτσι πέρυσι κυκλοφόρησαν μιαν ακόμα, «βελτιωμένη» και επίσης ζωντανά ηχογραφημένη εκδοχή της εκτέλεσης τους, αυτή τη φορά αφήνοντας έξω την παραμικρή υποψία ηλεκτρισμού και αυτοπεριοριζόμενοι μόνο στα κλασικά όργανα τους, ακόμα και το ακορντεόν της πρώτης φοράς απουσίαζε. Και προφανώς αυτή την εκδοχή παρουσίασαν και στην Στέγη...
Η «ανάγνωση» αυτή του Metal Machine Music απότους – εννεαμελείς σε αυτές τις εμφανίσεις – Ζeitkratzer ουσιαστικά είναι ένα ατονικό κύμα με την ορμή και την δύναμη του... παλιρροϊκού και με τις ελάχιστες «νησίδες» τονικότητας που αναδύονται στιγμιαία να διαλύονται μέσα του σχεδόν ακαριαία. Δεν χρειάζεται πολλή ώρα ακρόασης για να αντιληφθείς «την μέθοδο της τρέλας τους», για να θυμηθούμε και την κλασική σεξπιρική ρήση από τον Άμλετ, οι όγκοι θορύβου που αποτελούν τα βασικά δομικά υλικά του έργου του Reed ουσιαστικά μετεγγράφονται για δύο ομάδες φυσικών και μάλιστα ακουστικών οργάνων. Τα πνευστά (βαρύτονο σαξόφωνο και λιγότερο το κλαρινέτο του ίδιου εκτελεστή, γαλλικό κόρνο και τρομπόνι) το πράττουν με ανεξάρτητα μεταξύ τους συνεχή, ατέρμονα, οξεία και «συριστικά» κρεσέντο μέχρι που συναντιούνται – κατά καθόλου τακτά διαστήματα – σε ένα πολύ σύντομο ουνίσονο το οποίο δεν χρησιμεύει παρά ως πλατφόρμα εκτόξευσης για ακόμα υψηλότερες κορυφές του ηχητικού φάσματος.
Το μεγαλύτερο βάρος όμως για αυτό πέφτει στα έγχορδα, τα οποία στην περίσταση αυτή είναι το τυπικό κουαρτέτο τους αλλά με το κοντραμπάσο να παίρνει την θέση του δεύτερου βιολιού. Οσο όμως και αν τόσο το πρώτο όσο φυσικά και το βιολί και το βιολοντσέλο συνεισφέρουν και με το παραπάνω στο στην αρχή φαινομενικά κακόφωνο αλλά όσο περνάει η ώρα όλο και πιο «υπνωτιστικό» drone βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το ότι τον πρώτο ρόλο τον έχει η βιόλα.
Και αυτό γιατί νομίζω ότι αυτό αποτελεί μια άκρως συνειδητή παραπομπή – άρα και μια σαφέστατη απότιση φόρου τιμής – στην δουλειά επάνω σε αυτό ακριβώς το όργανο του John Cale στο συγκρότημα από το οποίο τόσο ο ίδιος όσο φυσικά και ο Lou Reed ξεκίνησαν τις μετέπειτα λαμπρές προσωπικές τους πορείες, τους Velvet Underground.
Ανάμεσα στα πνευστά και τα έγχορδα δύο άλλα όργανα, το πιάνο και τα κρουστά, αναλαμβάνουν τις μικρές ίσως αλλά υπαρκτές αν κανείς ακούσει προσεχτικά μετατροπίες που ο Reed έβαλε στο Metal Machine Music. Ο Reinhold Friedl, καλλιτεχνικός διευθυντής και ολοφάνερα ηγετική φυσιογνωμία των Ζeltkratzer, είναι ένας κυριολεκτικά απίστευτος πιανίστας και στο συγκεκριμένη δουλειά τους το αποδεικνύει και με το παραπάνω! Παίζει τόσο «εντός» του πιάνου – σε «προετοιμασμένες» ή μη χορδές – όσο και στο κλαβιέ, στη δεύτερη περίπτωση με τα ασύλληπτης ταχύτητας μα και ακρίβειας clusters του να τα διαδέχονται αστραπιαία ανεβοκατεβάσματα σε μικροκλίμακες τριών - τεσσάρων γειτονικών πλήκτρων, μόνο λευκών/ολοκλήρων νοτών και όχι των μαύρων/διέσεων σημειωτέον (είχα την τύχη η θέση μου να μου επιτρέπει να βλέπω πολύ καλά τις κινήσεις των χεριών του!).
Ο Maurice De Martin από την άλλη είναι ένας rock ντράμερ που θα τον ήθελε οποιοδήποτε γκρουπ του οποίου το ρυθμικό τμήμα θα ήταν πολύ δυνατό αλλά και απαιτητικό τεχνικά, θα μπορούσε για παράδειγμα να αντικαταστήσει πολύ άνετα τον Neil Peart στους Rush, αν βέβαια παρουσιαζόταν ποτέ αυτή η ανάγκη! Ταυτόχρονα όμως καταφανέστατα έχει και κλασική παιδεία στα κρουστά, συνδυασμός που σημαίνει ότι μπορεί να εκμαιεύει από αυτά ήχους που ίσως δεν είναι καν σχεδιασμένα για να παράγουν, χρησιμοποιώντας εκτός του ντραμ σετ του ξυλόφωνο, μεταλλόφωνο, διάφορα μεταλλικά ελάσματα αλλά και περνώντας ένα...δοξάρι από τα πιατίνια του μερικές φορές!
Με δυο λόγια εννέα μουσικοί που φρόντισαν να κατέχουν τόσο καλά την κλασική παράδοση και τις τεχνικές εκτέλεσης της μόνο και μόνο για να μπορούν να την ανατρέψουν σε ένα «ανηλεές» μπαράζ θορύβου που μοναδικό όριο του είναι η υπέρβαση αυτού που φαίνεται ως το επόμενο, τελικό και οριστικό όριο του...
Το κλείσιμο του πέμπτου Borderline Festival επιφύλασσε την μεγαλύτερη έκπληξη του, συνοψίζοντας συνάμα με τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα που διέπει αυτή την ετήσια διοργάνωση. Μια «διασκευή» ενός έργου που, ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις, αναμφίβολα δεν κατάφερνε να πραγματώσει περισσότερο από το μισό τους σκοπούς του δημιουργού του, η οποία το αναβιβάζει κατά τουλάχιστον δέκα επίπεδα και με το τελικό αποτέλεσμα να φτάνει σε σημεία που δεν πιστεύω ότι είχαν καν περάσει από το μυαλό του Lou Reed όταν ηχογραφούσε το Metal Machine Music. Μια συναυλία που αποτελούσε αληθινή εμπειρία της «σωματικής» βίωσης τους ήχου, κάτι που, όπως τονίζουν οι ίδιοι, αποτελεί και βασική επιδίωξη τους.