Μετά από ένα σχετικά μεγάλο «διάλειμμα» από την τραγουδοποιία που οφείλεται στο ότι τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια επικεντρώνεται στη σύνθεση συμφωνικών έργων ο Δημήτρης Παπαδημητρίου επέστρεψε σε αυτήν με την τελευταία για την εφετινή σεζόν εκδήλωση του Ελληνικού Σχεδίου του. Στη συναυλία αυτή (με την μικρή σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση να είναι sold out αρκετές ημέρες πριν) παρουσίασε το πρώτο από τα τρία μέρη, δώδεκα τραγούδια συγκεκριμένα, ενός νέου κύκλου με τίτλο «Ο Μεγάλος Ερωτικός». Σε αυτόν μελοποιεί ποιήματα παλαιότερων και νεότερων, Ελλήνων και μη «αιρετικών» ποιητών ή «αιρετικά» αποσπάσματα από το έργο άλλων που κινείται σε πιο τυπικό πλαίσιο.

Αν και όμως ο κύκλος αυτός προβλήθηκε εστιάζοντας στο ομολογουμένως ασυνήθιστο στιχουργικό περιεχόμενο για εμένα τουλάχιστον πολύ περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μουσικό σκέλος του. Αιτία για αυτό είναι πολύ απλά ότι ο Δ. Παπαδημητρίου, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά αλλά και  ολοφάνερα, δοκιμάζει μιαν αρκετά διαφορετική από το παρελθόν προσέγγιση στη σύνθεση τραγουδιών και μάλιστα κατά κύριο λόγο λαϊκών. Αυτό ήταν ορατό ήδη πριν αρχίσει η συναυλία καθώς ένα δεκαμελές σχήμα είναι αρκούντως πιο πολυάριθμό από αυτά που τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι συνθέτες χρησιμοποιούν σε συναυλίες σε μουσικές σκηνές ή ακόμα και μεγάλους ανοιχτούς χώρους και όχι στην, όνομα και πράγμα, μικρή σκηνή της ΣΙΩ.

 

Προσέχοντας μάλιστα τη σύνθεση αυτού του σχήματος (πιάνο, βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κλαρινέτο, τρομπέτα, μπουζούκι/μαντολίνο, κλασική/ηλεκτρική κιθάρα, κοντραμπάσο /ηλεκτρικό μπάσο και ένα πληρέστατο σετ συμφωνικών κρουστών) και το γεγονός ότι το διεύθυνε ο ίδιος ο δημιουργός εύκολα καταλάβαινες τι αποκάλυπτε έμμεσα η παρουσία αυτής της, επί της ουσίας, πολύ συμπτυγμένης και με πολλές τροποποιήσεις βέβαια, εκδοχής της κλασικής ορχήστρας. Τίποτα άλλο από την – αναπόφευκτη πιθανότατα - επίδραση που έχει δεχθεί η τραγουδοποιητική γραφή του Παπαδημητρίου από την συμφωνική του.

 

Θα διαχωρίσω από όλα τα άλλα τραγούδια την μελοποίηση του ποιήματος του Μπέρτολντ Μπρέχτ «Η Παιδική Σταυροφορία». Παρά την εξαίρετη μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη τόσο η πολύ μεγάλη έκταση όσο και η δομή του ποιήματος το κάνουν ίσως κατάλληλο για ένα συμφωνικό έργο μέσης διάρκειας (όπως δηλαδή είχε παρουσιαστεί πριν λίγο καιρό στο Μέγαρο Μουσικής σε συναυλία της ΚΟΑ της οποίας άλλωστε ήταν ανάθεση) αλά όχι και για την συντομία μα και την αμεσότητα που απαιτεί η φόρμα του τραγουδιού και για αυτό θεωρώ την ιδέα της μετατροπής του σε τέτοιο απλά ατυχή.

 

Τα υπόλοιπα διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες. Εκείνα της πρώτης ήταν η συνέχεια της «κλασικής» πλέον για εκείνον προσέγγισης του συνθέτη στην μελοποίηση ποίησης όπως την εγκαινίασε στον πρώτο δίσκο του με ελληνικό στίχο «Βίος Ελληνικός» το 1990. Δεν είναι συμπτωματικό ότι την επιφύλαξε  στους παλαιότερους ποιητές (Φρανσυά Βιγιόν, Ζιλ Λαφόργκ, Τζον Ντον, Ρίλκε, Παλαμάς και Εμπειρίκος) με το πιάνο, τα έγχορδα και τα πνευστά να έχουν τον πρωταγωνιστικό ενορχηστρωτικό ρόλο και χρήση περισσότερο του μαντολίνου αντί του μπουζουκιού, ενίοτε και με την κιθάρα και το κοντραμπάσο να αντικαθίστανται από τις ηλεκτρικές εκδοχές τους.

 

Αντίθετα στις περιπτώσεις των Καβάφη, Σεφέρη και Βύρωνα Λεοντάρη όπου το μπουζούκι είχε τουλάχιστον ισάξιο ρόλο με τα υπόλοιπα όργανα – αν δεν πρωταγωνιστούσε – ο συνθέτης εντρυφεί ίσως περισσότερο από ποτέ στην λαϊκή ελληνική μουσική και μάλιστα όχι μόνο στο μεγάλο πρότυπο του, τον Μάνο Χατζιδάκι αλλά και στον Μίκη Θεοδωράκη, ακόμα και στο...αρχοντορεμπέτικο! Το τελευταίο συνέβη στο τραγούδι που ξεχώρισε εύκολα και για αυτό παίχτηκε ξανά στο encore.

 

Πρόκειται για ένα χορικό από την κωμωδία του Αριστοφάνη «Πλούτος», όχι μόνο σε μετάφραση στην δημοτική αλλά και σε ευφυέστατη μετατροπή του σε στίχους τραγουδιού από τον Γιώργη Έξαρχο που με την εύθυμη και εξαιρετικά άμεση μελωδία του και την ξεσηκωτική χρήση των κρουστών ενθουσίασε τόσο το ακροατήριο ώστε προβλέπω να γίνει και μεγάλη ραδιοφωνική επιτυχία! Ηταν σε αυτό και στις μελοποιήσεις δύο ποιημάτων του Φρανσουά Βιγιόν (διόλου συμπτωματικά μάλιστα σε μετάφραση του ιδίου του δημιουργού) που φάνηκε η πιο χαρούμενη, σκωπτική, ακόμα και σαρκαστική πλευρά της προσωπικότητας του Παπαδημητρίου η οποία εμφανίζεται μάλλον σπάνια στο έργο του.

 

Οοσν αφορά στις ερμηνείες ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός (που προφανώς ερμήνευσε τα περισσότερα τραγούδια της πρώτης κατηγορίας) με την πολύ μεγάλη εμπειρία του και όντας ο μόνος που είχε συνεργαστεί ξανά με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου σε συμφωνικά έργα του απέδωσε σε πολύ υψηλό επίπεδο και με μεγάλη άνεση, τόση ώστε ίσως και κάτι να αφαιρούσε από το σύνολο κάποιες στιγμές. Ο Πάνος Παπαϊωάννου, αυθεντική λαϊκή φωνή, έφερε την σοβαρή και στιβαρή παρουσία του στα μέτρα των τραγουδιών και όχι το αντίθετο.

 

Τέλος η Βερόνικα Δαβάκη, παρότι κυρίως προέρχεται από την ηθοποιία και οι μουσικές σπουδές της ήταν κατά βάση κλασικές, από ιδιοσυγκρασία αλλά και ηχόχρωμα ακόμα σαφέστατα έχει κλήση στην λαϊκή μουσική. Ο συνδυασμός της προσωπικότητας, του ταμπεραμέντου και πιθανότατα και της αγάπης της για τα σμυρναίικα ρεμπέτικα συνιστούν μιαν ιδιαίτερα εξωστρεφή και κεφάτη ερμηνευτική μα και σκηνική παρουσία (αν και το ερμήνευσαν ντουέτο με τον Π. Παπαϊωάννου το προαναφερθέν χορικό από τον «Πλούτο» ήταν δική της υπόθεση) που κάτι μου λέει ότι ο δημιουργός θα αξιοποιήσει δεόντως και καταλλήλως στο μέλλον.