Η τυπικά παράνομη προφανώς οργάνωση Λευκό Ρόδο ιδρύθηκε από τον Χανς Σολ και την αδελφή του Ζοφί στην ναζιστική Γερμανία. Αν και ακόμα φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο, εμπνευσμένα από τις αρχές του ανθρωπισμού αλλά και από την χριστιανική θρησκεία και όχι λόγω οποιονδήποτε πολιτικών κινήτρων, τα αδέλφια Σολ δημιούργησαν την οργάνωση μαζί με μερικούς φίλους τους για να αντιταχθούν στην λαίλαπα του καθεστώτος του Χίτλερ.

 

Η κατάληξη ήταν αναμενόμενη, συνελήφθησαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε εκτέλεση το 1943, όταν ο Χανς ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων ετών και η αδελφή του τρία χρόνια μικρότερη.

 

Γεννημένος μέσα στη δίνη δευτέρου παγκοσμίου πόλεμου, την ίδια χρονιά που εκτελέστηκαν τα αδέλφια Σολ, ο Γερμανός συνθέτης Ούντο Τσίμερμαν όχι απλά εμπνεύστηκε αλλά συγκινήθηκε από την ιστορία τους και συνέθεσε την πρώτη μορφή της όπερας «Λευκό Ρόδο» το 1967, στην ηλικία δηλαδή που πέθανε ο Χανς. Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα όμως, το 1986, απέρριψε το λιμπρέτο που είχε γράψει ο αδελφός του και ανέθεσε στον Βόλφγκανγκ Βίλασεκ να γράψει ένα νέο. Εκείνος έκανε μιαν υπέρβαση, ξεκινώντας δηλαδή από την αληθινή ιστορία εστίασε ως μοναδικούς πλέον χαρακτήρες στον Χανς και την Ζοφί και μάλιστα στην τελευταία μία ώρα πριν την εκτέλεση τους.

 

Με έμπνευση, φαντασία, ουκ ολίγη τόλμη αλλά και απόλυτη διανοητική και μουσική συγκρότηση ο Τσίμερμαν έγραψε μια παρτιτούρα που ελάχιστα απέχει από το να χαρακτηριστεί αριστούργημα. Εκκινεί μεν από τα ορατόρια και τις θρησκευτικές καντάτες αλλά αυτή είναι μόνον η βάση για μια σύνοψη με γνώση και ευφυία όλων των σημαντικών ρευμάτων της  γερμανικής και όχι μόνον λόγιας μουσικής του εικοστού αιώνα, από τον δωδεκαφθογγισμό των αρχών του μέχρι την ατονικότητα και τον μινιμαλισμό περνώντας ενδιάμεσα από τη συνειδητή όσμωση της με την jazz που πρότεινε ο Kurt Weill.

 

Ενορχήστρωσε το έργο σοφά για ένα δεκαπενταμελές σύνολο στο οποίο υπερτερούν αριθμητικά τα πνευστά (επτά) ενώ το πιάνο και η άρπα προσφέρουν τη δυνατότητα να προστεθούν σαγηνευτικές «λεπτομέρειες» και η παρουσία των κρουστών είναι καταλυτική για να υπογραμμίζει τις στιγμές έντασης. Ενισχύοντας το κουαρτέτο εγχόρδων με κοντραμπάσο και περιλαμβάνοντας δύο τρομπόνια τονίζει τις χαμηλές νότες/συχνότητες που μαζί με την ευρηματική χρήση των κρουστών σκιαγραφούν το βίαιο ψυχολογικό υπόβαθρο του έργου.

 

Για την Ζοφί έγραψε έναν ρόλο σοπράνο ο οποίος προφανέστατα κυριαρχεί στο φωνητικό σκέλος και τέτοιων απαιτήσεων ώστε δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αποτελεί μια δεύτερη, χωριστή και συμπληρωματική της βασικής παρτιτούρα! Εκείνος του τενόρου (αν και παράδοξα δίνει ως δεύτερη επιλογή και βαρύτονο) για τον Χανς, σαφέστατα πολύ πιο χαμηλών τόνων και εντάσεων ερμηνευτικά αλλά και υποκριτικά, λειτουργεί παραπληρωματικά ως προς τον πρώτο.

 

Στην πρώτη για την Ελλάδα παρουσίαση του (στα γερμανικά και με ελληνικούς υπέρτιτλους) στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ ο Θέμελης Γλυνάτσης «διάβασε» πολύ σωστά το σπουδαίο αυτό έργο, αντιλήφθηκε ότι, πάνω από όλα και φυσικά και το λιμπρέτο, σημασία έχει η μουσική και αυτήν φρόντισε να αναδείξει με την σκηνοθεσία του βάζοντας τους ερμηνευτές να κινούνται το ελάχιστο δυνατό μέσα στο αφαιρετικό σκηνικού της Αλεξίας Θεοδωράκη. Συμπλήρωσε τα δρώμενα με δύο μόνο μικρές αλλά ουσιαστικές παρεμβάσεις, τον ηθοποιό Αντώνη Γκρίτση ως βωβό πρόσωπο που δεν ενσαρκώνει κάποιους χαρακτήρες  αλλά μάλλον έννοιες και ένα μικρό κορίτσι που απαγγέλλει στην εισαγωγή μερικά κείμενα του Λευκού Ρόδου και στη συνέχεια παρευρίσκεται «παίζοντας» στη σκηνή για ανά διάστημα σαν επίσης βωβό πρόσωπο.

 

Ο αρχιμουσικός της ΕΛΣ Νίκος Βασιλείου είχε, όπως πάντα άλλωστε, προετοιμάσει και διηύθυνε άριστα το μουσικό σύνολο.

 

Ο Χρήστος Κεχρής, για μιαν ακόμα φορά μετά τον ομώνυμο ρόλο του στο «Ζ» πριν μερικούς μήνες, πραγματοποιεί μια πολύ καλή εμφάνιση. Παραδίδει έναν Χανς μετρημένο, λιτό, σοβαρό και δραματικό όσο χρειάζεται, όπως ακριβώς θα τον ήθελε ο Τσίμερμαν.

 

Η θριαμβεύτρια όμως είναι η μόλις εικοσιεξάχρονη Αφροδίτη Πατουλίδου! Ερμηνεύοντας από την αρχή της παράστασης και για σχεδόν το ένα τρίτο της διάρκειας της πεσμένη στο πάτωμα ανταποκρίνεται στις σχεδόν εξοντωτικές ερμηνευτικές, υποκριτικές, ακόμα και σωματικές σε ένα βαθμό, απαιτήσεις του ρόλου της περισσότερο και από ιδανικά.

 

Αν λοιπόν σας ενδιαφέρει η σύγχρονη μουσική αλλά και η όπερα καθώς και έργα που διαπνέονται από τις θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αξίες και, δίχως να είναι διόλου «στρατευμένα», έχουν ένα απολύτως ορθολογικό πολιτικό πρόσημο καλό θα ήταν να μη χάσετε αυτή την αληθινά θαυμάσια παράσταση τις τρεις ακόμα φορές (μέχρι την Κυριακή 18 Νοεμβρίου) που θα παίζεται!