Ο Γιώργος Συμεωνίδης ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των μουσικών, που σε μία πρώτη ανάγνωση χαρακτηρίζονται “αθόρυβοι”, αλλά με μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτεται η παραγωγή μιας μουσικής γραφής που αξίζει πολύ μεγαλύτερης αναφοράς. Από τους πρωτοπόρους της επιστροφής του “Ανατολικού” ήχου στην Ελλάδα, με πιο οικείο εκφραστικό μέσο το νέι (όπου έχει αφήσει και το πιο έντονο στίγμα του), αλλά με ευρεία γνώση που ξεκινά από τη τζαζ, αλλά εκτείνεται σε μουσικά είδη που ξεπερνούν τις “ταμπέλες”. Εσχάτως πειραματίζεται με ένα ιδιαίτερο μουσικό όργανο, την “Eigenharp Alpha”, ενώ μόλις πριν από λίγες μέρες επέστρεψε δημιουργικά με μια υπέροχη σύνθεση υπό τον τίτλο “April”… Το musicpaper.gr και το “Παραδούναι και Λαβείν" ιχνηλατούν τα δημιουργικά βήματα ενός σπουδαίου μουσικού…

 

 
Ποια ήταν τα πρώτα σου μουσικά ερεθίσματα; 
Ο πατέρας μου έπαιζε πιάνο, αλλά όντας το μοναδικό αγόρι της οικογένειας και σε δύσκολα χρόνια, δεν συνέχισε αυτόν τον δρόμο, αλλά έγινε γιατρός. Ήταν, ωστόσο, εξαιρετικά μουσικόφιλος. Η μεγάλη δισκοθήκη του ήταν για εμένα η πρώτη μου μουσική εμπειρία, ωστόσοξεκίνησα να ασχολούμαι πρακτικάμε τη μουσική αργά, στο τέλος του σχολείου. Πήγα για κλαρίνο στο Ωδείο Αθηνών, στην Αμερική για τζαζ, όπου στη διάρκεια των σπουδών μου ξεκίνησα το νέι. 
 
Πως εξελίχθηκε το ενδιαφέρον σου για την πειραματική μουσική; 
Όταν ήμουν στα 16-18 είχα ενδιαφέρον για τους πρωτοποριακούς του προηγούμενου αιώνα όπως Stockhausen, Webern, Varèse. Αυτό το ενδιαφέρον εξελίχθηκε αργότερα σε κάτι που μου άρεσε περισσότερο και ήταν η πειραματική τζαζ. Επίσης, αυτό που μου έμεινε από τη συγκεκριμένη περίοδο και αναζήτηση, είναι η εμφανώς πιο παιχνιδιάρικη διάθεση αυτής της θεώρησης, υπό την έννοια της προθυμίας να τα δοκιμάσει κανείς όλα, χωρίς να υπάρχει κάτι που να υποδεικνύει ότι πρέπει να υπηρετήσεις ένα συγκεκριμένο ύφος ή κανόνες. 
 
Ποιο υπήρξε το κίνητρο για τις σπουδές σου στην Αμερική; 
Ακούγοντας πολλή μουσική, άκουσα και δίσκους του Ran Blake, κάτι αποκαλυπτικό για εμένα. Έμαθα ότι διδάσκει στη Βοστώνη στο New England Conservatory και πήγα χωρίς να το σκεφτώ. Είναι πραγματικά ωραία η εμπειρία του να έχεις δάσκαλο κάποιον που θαυμάζεις εκ των προτέρων. Ο άλλος σημαντικός που υπήρξε η δεύτερη αιτία γι’ αυτό το ταξίδι, ήταν ο Robert Labaree, που δίδασκε Ιστορία της Μουσικής, καθώς επίσης Οθωμανική και τούρκικη λαϊκή Μουσική. Μιλάμε για το 1987. Μέχρι τότε θεωρούσαμε στην Ελλάδα ότι η ανατολική μουσική απαραιτήτως συνόδευε κοινωνικές συνευρέσεις. Εκείνη την εποχή εμφανίζεται μια μουσική, αυτού του είδους, την οποία πας αποκλειστικά για να την ακούσεις. Αυτό ξεκίνησε κυρίως με τον Ross Daly, τις “Δυνάμεις του Αιγαίου”, καθώς και με το συγκρότημα “Βόσπορος” που πρωτοήρθε τότε στην Ελλάδα. Όλα αυτά συνέπεσαν. Μου άρεσε πολύ η συγκεκριμένη μουσική και αποφάσισα να την προσεγγίσω με το να ξεκινήσω νέι, ενώ βρισκόμουν στην Αμερική. 
 
Ποιος ήταν ο πρώτος δάσκαλος σου στο νέι; 
Ήταν ο Fred Stubbs. Στο γκρουπ που είχε ο Labaree, έπαιζε ο ίδιος, ο Fred Stubbs και ο Feridun Özgören, ο οποίος ήταν εικαστικός, αλλά έπαιζε μουσική και έφτιαχνε μουσικά όργανα. Ήταν οι τρεις άνθρωποι που εκτός των μαθημάτων, με έβαλαν στο “παιχνίδι”. Τότε είπα και στο Ran Blake ότι “μετακομίζω” από τη τζαζ και πάω στην Οθωμανική μουσική. Ο ίδιος επειδή υποστηρίζει την εκπαιδευτική λογική ότι μαθαίνοντας μουσική, μελετάς τον εαυτό σου, δεν μου παραπονέθηκε. Παρότι ήταν δύσκολο, γιατί δεν υπήρχαν μαθήματα σε σχέση με αυτά που ήθελα να κάνω, οπότε το εκπαιδευτικό μου πρόγραμμα το “χτίσαμε” λιγάκι αυτοσχέδια. 
 

 
Τί σημαίνει για εσένα η Oθωμανική Mουσική; 
Για εμένα, λειτουργεί κάτι που πιθανώς να είναι και ελάττωμα. Συνδέομαι με μια μουσική χωρίς να με απασχολεί καθόλου το πως υπάρχει αυτή η μουσική στον κόσμο. Παράδειγμα, όταν στα 19 μου άκουγα ροκ, ποτέ δεν είχα αντιληφθεί την κοινωνική επιρροή αυτής της μουσικής. Όταν πήγα για πρώτη φορά σε ροκ συναυλία (σ.σ. του Rory Gallagher), σοκαρίστηκα. Αναλόγως, επειδή γνώρισα την οθωμανική μουσική στην Αμερική, που είναι πολύ “ξένη” προς αυτόν τον τόπο, δεν είχα ούτε την φυσικήκοινωνική τηςτοποθέτηση, ούτε τη λάθος που υπάρχει στην Ελλάδα και που έκρυβε εθνικιστικό ανταγωνισμό. Αυτό με βοήθησε, διότι δεν μου επιβλήθηκε κάτι που θα μπορούσε να είναι και απωθητικό. Στην Οθωμανική μουσική είδα ένα σύστημα πάρα πολύ “ανοιχτό”, με την έννοια του ότι μπορείς να δημιουργήσεις σε τεράστιο φάσμα. Όχι ότι η τζαζ δεν είναι έτσι, αλλά αισθάνθηκα κάτι παρόμοια ανοικτό, πιο οικείο και παράλληλα πολύ αισθησιακό, χωρίς όμως να χάνει από ευγένεια. Μια μουσική που σου επιτρέπει να κάνεις πράγματα σύνθετα δομικά χωρίς να της στερείς την αμεσότητά της. Αυτό αισθάνθηκα ότι μου ταιριάζει “γάντι”. 
 
Αυτό δεν ισχύει για άλλα είδη μουσικής;  
Υποθέτω ότι ισχύει, αλλά προσωπικά είδα αυτές τις ποιότητες στην Οθωμανική μουσική. Τώρα που ξέρω αυτή τη μουσική καλύτερα, βλέπω ότι δεν είναι τόσο “ανοιχτή” όσο την είδα αρχικά, ειδικά σε σχέση με τη τζαζ που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ως μια μουσική του μη κατεστημένου και είχε το περιθώριο να εκφράζει οτιδήποτε αλλιώτικο ήθελε. Η Οθωμανική μουσική έχει ωριμάσει κατεξοχήν στο πλαίσιο του κατεστημένου, ως μουσική του παλατιού, οπότε δεν είχε την ίδια ελευθερία. Ωστόσο, αυτή την αίσθηση ελευθερίας, την είχα εξαρχής υπό την έννοια ότι την μελέτησα προερχόμενος απο άλλη μουσική παιδεία. Είμαι από μια εποχή που δεν κυριαρχεί πλέον αυτή η μουσική, άρα έχω την ελευθερία για μια άλλη προσέγγιση. Πράγμα, το οποίο λίγο - πολύ έχω καταλάβει ότι ισχύει και γι’ αυτό που λέμε δημοτική μουσική στην Ελλάδα. Ένας μουσικός όμως που παίζει σε πανηγύρι, αντίθετα, δεν μπορεί να σκεφτεί έτσι, διότι θα σταματήσει ο άλλος από κάτω να χορεύει! Εκεί τα πράγματα .είναι πολύ συγκεκριμένα. 
 
Ποια είναι η δική σου θεώρηση για την παραδοσιακή μουσική στην Ελλάδα;  
Δεν νομίζω ότι ένα μουσικό είδος καθορίζεται από το παρελθόν και μόνο. Τα πάντα αλλάζουν. Οπότε εκ φύσεως και η παραδοσιακή μουσική δεν γίνεται να μένει σταθερή. Αυτό που εμένα με διευκολύνει να κατηγοριοποιώ τα πράγματα είναι να αντιλαμβάνομαι τον κοινωνικό και πρακτικό τους ρόλο. Θέτω ερωτήσεις όπως: “Τι δουλειά κάνει ένα πανηγύρι σήμερα;” ή “Με το ίδιο ρεπερτόριο μπορούν να δημιουργηθούν νέες κοινωνικές χρήσεις;”. Η εξέλιξη των μουσικών έχει τα θετικά και τα αρνητικά της. 
 
Όταν επέστρεψες από την Αμερική ποιες ήταν οι πρώτες συνεργασίες; 
Ήθελα να κάνω μαθήματα μουσικής, οπότε έψαξα την Agnes Αgopian, Γαλλίδα με Αρμένικη καταγωγή που είχε μάθει κανονάκι στην Πόλη. Μάλιστα, συμμετείχα και στο γκρουπ που είχε φτιάξει. Μετά γνώρισα τον Ross Daly, τον καιρό που είχε έρθει στην Αθήνα, ενώ λίγο αργότερα το Νίκο Γράψα. 
 
Η γνωριμία σου με τον Ross Daly εξελίχθηκε και σε γόνιμη συνεργασία…  
Ξεκινήσαμε να παίζουμε λίγο αφότου γύρισα από την Αμερική. Ο Ross δεν ασχολείται μόνο με μία μουσική, αλλά η Οθωμανική είναι ένα από τα πεδία που τα ξέρει πολύ καλά. 
 
 
Πως ξεκίνησες να παίζεις με τον Νίκο Γράψα;  
Γνωριστήκαμε με έναν πολύ αστείο τρόπο. Ήθελε ο Κακογιάννης να κάνει μια παράσταση με την Ειρήνη Παππά, για την οποία έχει κάνει τη μουσική ο Παπαθανασίου και αναζητούσε μουσικούς σε ρόλο “γλάστρας” επί σκηνής. Κάπως έτσι βρήκε εμένα, τον Γράψα και τον Amin Ala Gabou. Βιώσαμε μια σουρεάλιστική κατάσταση, αφού μας ζήτησε να μην παίζουμε στ’ αλήθεια, αλλά να προσποιούμαστε οτι παίζουμε πάνω στην προηχογραφημένη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Με τον Νίκο προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε με νοήματα, ώστε να έχουμε τουλάχιστον κοινές μουσικές “απαντήσεις”. Τελικά φύγαμε γιατί δεν ήταν καθόλου καλή η πρόταση, αλλά μεταξύ μας αποφασίσαμε να παίξουμε στην πραγματικότητα. Είχαν διαλυθεί οι “Δυνάμεις του Αιγαίου” και ήθελε να κάνει κάτι άλλο και αυτός. 
 
Θα ήθελα να ρωτήσω τη γνώμη σου για τον όρο “Ρωμιοί συνθέτες Πόλης”  
Κάποτε, είχα γνωρίσει κάτι ηθοποιούς που έκαναν μία παράσταση με παραλογές και τους είχα βοηθήσει με ηχογραφήσεις. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μιλούσα με έναν από αυτούς, ο οποίος έπαιζε και λαούτο και μου έλεγε πως “παίζω ηπειρώτικα, νησιώτικα, κρητικά και Ρωμιούς συνθέτες της Πόλης”. Του απάντησα πως “οι Ρωμιοί συνθέτες της Πόλης δεν είναι μουσικό είδος. Δεν υπάρχει κάτι στις συνθέσεις τους που να το προσδιορίζει χωριστό ως τέτοιο. Υπάρχει το προσωπικό υφος του συνθέτη, όπως και σε κάθε συνθέτη, αλλά γράφουν όλοι Οθωμανική μουσική. Κάλλιστα μπορούμε να έχουμε κάποια ολόιδια κομμάτια που να είναι γραμμένα και από Τούρκους”. Δεν πτοήθηκε καθόλου. Κατάλαβα, ότι αυτό το ιδεολόγημα έχει αναπαραχθεί ως “Ρωμιοί συνθέτες της Πόλης”. Με ανησυχεί ότι μπορεί αυτή η μουσική να είναι αρεστή για ιδεολογικούς λόγους και όχι για την άμεση εμπειρία. Όλο αυτό υπήρξε ένα ιδεολόγημα που ξεκίνησε από μια πολύ έξυπνη επιλογή του Νικηφόρου Μεταξά, όταν έβγαλε τον πρώτο δίσκο του Βοσπόρου με τον τίτλο “Ρωμιοί συνθέτες της Πόλης”. Πολύς κόσμος νόμιζε πως πρόκειται για Ελληνική μουσική και πως έπαιζαν Έλληνες. 
 
Έχει αλλάξει αυτό με τα χρόνια;  
Ναι. Μου φαίνεται ότι η εθνικιστική προσέγγιση της μουσικής έχει υποχωρήσει. 
 
Αναλόγως και η Οθωμανική μουσική έχει τις ρίζες της, ωστόσο…  
Δεν υπάρχει τίποτε από μόνο του. Ακόμη και ο μέγας κλασσικός, Ελληνικός πολιτισμός έχει καταγωγές. Αυτό που τελικά συμβαίνει, είναι ότι αυτοί οι πολιτισμοί σε συγκεκριμένες ιστορικές εποχές αποκτούν μεγάλη ωριμότητα και συνεπακόλουθα έντονο και μοναδικό στίγμα. Ακόμη και στην περίπτωση του Μπετόβεν μπορούμε να φτάσουμε πίσω - πίσω έως το Ιράκ. Δεν είμαι ιστορικός, αλλά αυτό που έχω καταλάβει, είναι ότι οι Τούρκοι ήρθαν ως νομάδες από την Ασία και άρα ήταν -ως νομάδες- πάρα πολύ επιρρεπείς σε επιρροές πολιτισμών πιο ισχυρών και οργανωμένων. Έχτισαν τα πρώτα σουλτανάτα τους συναντώντας τους Άραβες που είχαν δυναμικό και φρέσκο πολιτισμό, λόγω του πρώιμου Ισλάμ και τους Πέρσες που ήταν παλαιός και πολύ ώριμος πολιτισμός. Πήραν από τους Άραβες τα γνωστικά στοιχεία και από τους Πέρσες τις Τέχνες. Δημιουργήθηκε το Σουλτανάτο τις Μπούρσας το 1200μ.Χ. και μέχρι το 1453μ.Χ. που κατέλαβαν την Πόλη, είχαν ένα Κράτος -πλέον- στημένο και όχι νομαδικό. Υιοθέτησαν γλώσσα και θρησκεία από τους Άραβες και τους Πέρσες, καθώς και μουσική. Αυτή την χρονική περίοδο προσάρμοσαν τις γνώσεις και τον πολιτισμό τους στις ανάγκες ενός μεγάλου και οργανωμένου κράτους, κάτι που με την κατάληψη της Βυζαντινής πρωτεύουσας δεν χρειάστηκε να ξαναγίνει. Όλες οι μουσικές της Μέσης Ανατολής δεν είναι άσχετες μεταξύ τους. Ο Βυζαντινός πολιτισμός γεννήθηκε από τον ντόπιο πολιτισμό που υπήρχε πριν πάνε οι Ρωμαίοι, δηλαδή αυτόν της Μικράς Ασίας, της Μεσοποταμίας κ.λπ. Βεβαίως, υπάρχει το ελληνικό στοιχείο, το οποίο επηρεάζει και επηρεάζεται από τον πολιτισμό των γειτονικών λαών και ο Βυζαντινός πολιτισμός είναι κι αυτός “παιδί” της περιοχής. Οι Τούρκοι αρχικά φέρνουν μουσικούς από την Περσία και ο πολιτισμός τους ωριμάζει γύρω στα 1600μΧ. Τότε μπορούμε να πούμε οτι έχουμε Οθωμανική μουσική. Ίσως αυτοί που υποστηρίζουν την καταγωγή της Οθωμανικής μουσικής απο την Βυζαντινή βασίζονται σε μια γενική ομοιότητα, η οποία όμως έχει να κάνει με το ότι όλα αυτά συμβαίνουν στην ίδια περιοχή. 
 
Πρόσφατα “ανέβηκε” στο διαδίκτυο ένα κομμάτι από το καινούργιο σου project… 
Πρόκειται για την απόφασή μου να αντικαταστήσω το νέι από ένα ηλεκτρονικό controller, ώστε να κάνω ηλεκτρονική μουσική. Σε κάποια φάση που ήμουν απογοητευμένος με το νέι, είχα δύο επιλογές. Είτε να κάνω το νέι να παίξει αυτά που θέλω, είτε να σκεφτώ το τι διαφορετικό με ενδιαφέρει. Άρα, έπρεπε να σκεφτώ εξαρχής κάποια πράγματα. Η σύνθεση είναι εγγενής σε όσα θέλω να κάνω και επιδιώκω να έχω ελευθερία για να πειραματίζομαι. Οταν παίζεις ένα παραδοσιακό ρεπερτόριο με διαφορετικό τρόπο μπορεί να είναι προσβλητικό μέχρι ένα σημείο, όμως όταν κάνεις δικά σου κομμάτια έχεις πλήρη ελευθερία. Όλα τα όργανα έχουν τα δυνατά τους σημεία και τα ασθενή τους. Και αυτό ισχύει και με το νέι. Δεν είναι το καταλληλότερο όργανο για να δοκιμάσεις καινούρια πράγματα στη σύνθεση. 
 
Ποια είναι η διαφορά του να παίζεις νέι σε σχέση με ηλεκτρονικά όργανα;  
Είναι μεγάλη και πρέπει να ομολογήσω πως δεν έχω αποβάλει τη σκέψη του νεΐστα. Το θέμα με τα ηλεκτρονικά είναι ότι επειδή δεν έχεις μόνο έναν ήχο, κάθε φορά είναι σαν να φτιάχνεις ένα άλλο όργανο. Κάθε ήχος που φτιάχνεις είναι ένα ολόκληρο σύστημα το οποίο αντιδρά με τον τρόπο που έχεις αποφασίσει εσύ να παίζεις. Αυτό είναι ενδιαφέρουσα εμπειρία. 
 
Το “Eigenharp Alpha” αποτελεί βασική αναφορά στη νέα σου δουλειά…  
Η ιδέα ήταν να γράψω καινούργια κομμάτια, αλλά και να παίξω άλλα που ήδη υπάρχουν. Μάλιστα, αυτή τη στιγμή, είμαι πιο κοντά στο να παίζω Οθωμανικό ρεπερτόριο για να εξελίξω τις ερμηνευτικές μου ικανότητες όπως θα έκανα μαθαίνοντας οποιοδήποτε άλλο όργανο. Γράφω κομμάτια και τα συγκεντρώνω. Το Eigenharp, ανήκει σε μια τάση σύγχρονων controllers, που έχει ξεκινήσει τα τελευταία πέντε - έξι χρόνια, τα οποία ελέγχουν τον ήχο πληρέστερα και πιο λεπτομερειακά από ό,τι ένα απλό πληκτρολόγιο. Αυτό για έναν άνθρωπο που είναι μαθημένος στα ακουστικά όργανα είναι πολύ σημαντικό. Αυτό δημιούργησε μια ευκαιρία για μένα, διότι ανάμεσα σε άλλα πλεονεκτήματα μου δίνουν τη δυνατότητα να χρησημοποιήσω τα ιδιαίτερα κουρδίσματα της μουσικής της Μέσης Ανατολής. Μπορείς να ελέγχεις πολλές παραμέτρους του ήχου, και να τον κάνεις πιο “ζωντανό”. Αυτό που προσωπικά, έχω πολύ ανάγκη είναι να υπάρχει φωνητική ποιότητα και τονική ελευθερία. Αυτά τα καινούργια όργανα σου δίνουν αυτή τη δυνατότητα.