Ο Γιάννης Καπετανάκης είναι μουσικός, με καταγωγή από την Κρήτη και αυτονόητη, βιωματική σχέση με τη λύρα, ωστόσο είναι και ένας ταξιδευτής στα μέρη που η μουσική του αναζήτηση τον στέλνει. Με όποια προσωπικά εφόδια. Συχνά – πυκνά, παλιότερα, τον συναντούσαμε δίπλα στον Δημήτρη Ζερβουδάκη ή με σχήματα όπως τα «Μακρινά Ξαδέρφια». Ο ίδιος, παρόλα αυτά είχε δείξει ξεκάθαρη διάθεση αυτόνομης πορείας και μετά τον πρώτο, προσωπικό δίσκο («Πίσω απ’ τον καθρέφτη») αφουγκράστηκε ακόμη περισσότερο τις δημιουργικές του ανάγκες. Έτσι, τολμώντας μία εξωστρεφή και άμεση σχέση με το κοινό (παίζοντας στο δρόμο και συνήθως στο πλακόστρωτο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου) κατάφερε να συλλέξει (πρώτα εντός του…) μία σειρά από μελωδίες, που περικλείουν όλα όσα κατά καιρούς τον έχουν συγκινήσει. Από τον ηλεκτρισμό έως την κρητική, παραδοσιακή μουσική. Το cd «Η προσευχή της λύρας» ήρθε αυτονόητα και λυτρωτικά –για τον ίδιο- το περασμένο καλοκαίρι και είναι η αποτύπωση αυτής της συλλογής κομματιών, όπου πρωταγωνιστεί αποκλειστικά ο ίδιος, ο δημιουργός, συνεπικουρούμενος από τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας (ήχοι από λούπες και άλλες «ηλεκτρικές» πηγές). Από αυτό το υλικό, ο Γιάννης Καπετανάκης εμπιστεύεται στο MusicPaper.gr την πρώτη προβολή του βίντεο για το κομμάτι «Voyage»…

 

 

Τι αντιπροσωπεύει για εσένα, σε προσωπικό επίπεδο, η «Προσευχή της Λύρας»;

Είναι ό,τι πιο αθώο και αυθόρμητο έχω κάνει. Τελείωσα όλες τις ηχογραφήσεις σε συνολική διάρκεια μιας ημέρας. Δεν θέλησα να διορθώσω τίποτε, παρότι –σίγουρα- υπάρχουν μερικές λεπτομέρειες που χρίζουν διόρθωσης. Ωστόσο, όλο αυτό ήταν σαν «φωτογραφία» μιας live στιγμής μου. Από την άλλη, υπήρχε και θέμα χρόνου, αφού ήθελα απεγνωσμένα να ταξιδέψω για την Κρήτη. Με τραβούσε ο τόπος. Παράλληλα, ήταν και η ανάμνηση από το Φεστιβάλ στα Μάταλα, όπου έλαβα μέρος, πολύ φρέσκια και έντονη. Πάντως, ηθελημένα δεν επεδίωξα διορθώσεις για να μην χαθεί καθόλου η ουσία, έτσι όπως την αισθάνθηκα. Κι άλλωστε σαν υλικό, έχει ανάγκη να παίζεται, να φύγει προς τα έξω…

 

Πως προέκυψε το ιδιαίτερο ύφος του υλικού;

Από το 2005 βγαίνω έξω να παίξω σαν μουσικός του δρόμου και την περασμένη Άνοιξη εκεί, πάνω σε αυτά τα παιξίματα, μου γεννήθηκαν πολλές ιδέες. Έτσι, ζήτησα από τον αγαπημένο φίλο, Λευτέρη Χαβουτσά να μου δανείσει τον λουπαδόρο του. Αυτός όχι μόνο ανταποκρίθηκε, αλλά μου αγόρασε έναν καινούργιο και μου τον έκανε δώρο. Αρχικά, δεν ήξερα να τον χρησιμοποιώ. Έμαθα όμως τα βασικά και ξεκίνησα να παίζω στο δρόμο με τον λουπαδόρο. Μου γεννιόντουσαν συνεχώς καινούργιες μελωδίες και στην ουσία έχω εμπνευστεί τα κομμάτια, έξω στο δρόμο παίζοντας. Άλλωστε, δημιουργικά ήμουν σε ξηρασία για πολύ καιρό και διψούσα. Όλο το υλικό, λοιπόν, γεννήθηκε και δοκιμάστηκε στο δρόμο. Έχει μέσα του –αναπόφευκτα- και τον παλμό της πόλης.

 

Ποια υπήρξε η αντίδραση του κόσμου;

Είχε πολύ καλή απήχηση. Έχω πάρει πολλά από τον κόσμο που ερχόταν να με ακούσει. Έτσι κι αλλιώς αυτό που τελικά νιώθω είναι ότι εισπράττω και παίρνω από τον κόσμο την ενέργεια του, τη μετατρέπω σε μουσική και αυτή μετά επιστρέφει εκεί όπου γεννήθηκε. Δεν μετατρέπω εγώ τη μουσική. Αυτό, προκύπτει μέσα από τα δικά μου χέρια, αλλά πιστεύω ότι έρχεται από κάπου αλλού, συμπαντικά. Δεν το λέω με έπαρση, ότι –και καλά- είμαι ο εκλεκτός, αλλά αισθάνομαι τυχερός που βιώνω αυτή την εμπειρία, του να πλησιάζω πρώτη φορά τόσο κοντά στον εαυτό μου. Άλλωστε, για μια ζωή, τον εαυτό ψάχνουμε μέσω της μουσικής. Πρώτη φορά νιώθω μία τόσο αληθινή συγκίνηση, που μερικές φορές παίζοντας αυτές τις μελωδίες, χαίρομαι τόσο που κλαίω. Ίσως και από ευγνωμοσύνη.

 

Μελωδικά ξεχωρίζει η λύρα, αλλά έχεις προσθέσει και άλλα στοιχεία…

Πρόκειται για πολύ προσωπικό υλικό. Αν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω έναν τίτλο, αυτός θα ήταν από το τραγούδι «Η ζωή μου όλη». Ό,τι έχω ακούσει και με έχει συγκινήσει με κάποιο τρόπο, αποτυπώνεται σε αυτές τις μελωδίες. Τρόπο τινά, αυτό το υλικό είναι ένα «ψυχεδελικοκρητικό ροκ», αλλά περιέχει μέχρι και στοιχεία trance και άλλα πολλά. Μου βγήκε τόσο πηγαία, επειδή ζω έντονα όλες τις στιγμές στη ζωή μου. Έτσι και ό,τι έχω μέσα μου αποτυπώνεται έντονα και έχει αποτυπωθεί σε αυτά τα κομμάτια.

 

Ποια είναι η «εικόνα» πίσω από το κομμάτι «Voyage»;

Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι ό,τι λέει και η λέξη: «ταξίδι». Έτσι, το χαρακτήριζαν και όσοι το άκουγαν στο δρόμο και μου έλεγαν «Μας ταξίδεψες». Το ίδιο συναίσθημα όμως είχα κι εγώ. Με ταξιδεύει γι’ αυτό και το ονόμασα έτσι. Γενικότερα, όμως οι τίτλοι των κομματιών προέκυψαν μέσα από μία σπουδαία συζήτηση που είχα με έναν Σέρβο φίλο μου, τον Ντέγιαν, μουσικό και γραφίστα που γνώρισα και αυτόν όταν έπαιζα στον δρόμο. Με βοήθησε πολύ στη νοηματική αποτύπωση των τίτλων και των ιστοριών στα κομμάτια μου. Τέλος, θέλω με την «Προσευχή της λύρας», να προσευχηθούμε και να έχουμε το νου μας για να γίνει ο κόσμος πιο φωτεινός. Αυτό επικοινωνώ με τους ανθρώπους γύρω μου. Για εμένα, προσωπικά, μεγάλη έμπνευση, βοήθεια και στήριξη είναι η οικογένειά μου. Η γυναίκα μου και τα τρία μου παιδιά.