altΤο 2012 αποφάσισε να μας αποχαιρετήσει με κρύο, βροχές και χιόνια στα ορεινά, εκεί ψηλά στα χωριά μας… Στους τόπους καταγωγής μας που τόσο έντονα ήρθαν στο νου αυτό το χρόνο που φεύγει ή έφυγε… θα σας γελάσω. Θολό είναι το τζάμι και δεν αποκρίνεται η ώρα. Θολή κι αυτή. Τον τελευταίο καιρό, σε όλους πέρασε από το μυαλό, σε άλλους φευγαλέα, σε άλλους σφηνώθηκε η ιδέα της επιστροφής στις ρίζες. Από ανάγκη ή βαθιά επιθυμία διαφυγής. Σάββατο, 29 Δεκεμβρίου του… έτους που τελικά δεν έφερε το τέλος του κόσμου, έτσι όπως το αναμέναμε στο δυτικό κόσμο.

 

Δεν χρειαζόταν να πάει κανείς και πολύ μακρύτερα από την πλατεία Συντάγματος για να ανταμώσει με μία αίσθηση των μακρινών σε χιλιομετρική απόσταση, αλλά πάντα πολύ κοντινών συναισθηματικά, ηθών κι εθίμων. Πείτε το και «ρίζες». Στην «Άλλη Όχθη» είχε στηθεί Τσαμπουνοσύναξη για να ξορκίσει τον παλιό χρόνο και να καλανταμώσει το Νέο. Σαν ενδοσκόπηση μέχρι τα σωθικά μας, που λέει ο λόγος. Έτσι άλλωστε έμοιαζε θαρρείς, το γεμάτο υγρή ομίχλη και ψιχάλα μονοπάτι που έπρεπε να διασχίσει κανείς προκειμένου να φτάσει στην οδό Αρτέμωνος του Νέου Κόσμου. Βουβαμάρα στους δρόμους της γιορτινής –κατά τα άλλα- Αθήνας. Ανελέητος, διαπεραστικός, διονυσιακός, στην ουσία του τραγικός (εκ του τράγου, θιασώτη του γλεντιού κ.λπ.) ο ήχος της τσαμπούνας εντός της «Άλλης Όχθης». Οκτώ έτη πλέον, η χρονιά στο στέκι της παραδοσιακής μουσικής τελειώνει με τσαμπούνες.

altΠροσκαλεσμένοι οι τσαμπουνιέρηδες, οι γκαϊτατζήδες, οι αερόφωνοι που θα θελήσουν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα. Αυτή τη φορά, το παρόν έδωσαν οι Φραγκίσκος Τζιωτάκης, Κώστας Παπαχριστοδούλου, Γιάννης και Γιώργος Ρεφενές, Αλέξανδρος Κλείδωνας. Ο κόσμος, λίγος, αλλά συνειδητά παρών. Πρόσωπα πικραμένα, σκαμμένα από σκληρές αναμνήσεις, πρόσφατες, το έβλεπες στα μάτια, που ξέφευγαν που και που. Προς τα βάσανα; Και με προσμονή, ωστόσο. Με προσδοκίες μιας ώσμωσης γλεντιού, εκεί στο ανάμεσα της τσαμπούνας και των καλικάντζαρων, που άλλη δουλειά δεν έχουν αυτό τον καιρό. Είναι το Δωδεκαήμερο, βλέπεις. Είναι οι μέρες τους. Μέχρι να έρθει ο παπάς με την αγιαστήρα σε λίγες μέρες.

Για να ξορκίσει κι αυτός το κακό; Πάντως, οι τσαμπουνιέρηδες το χατίρι δεν μας το χάλασαν. Κάλαντα κι άλλα θαλασσινά τραγούδια μας είπαν και έπειτα ανέβηκε στη σκηνή ο Φραγκίσκος Τζιωτάκης, ο βιολάτορας, που όλοι τον περίμεναν. Μη και δεν έρθει. Έπιασε τις δοξαριές του, μπάλους και ακολούθως συρτά. Στήθηκε ο χορός. Δεν θέλει και πολύ. Είπαμε. Στους δύσκολους καιρούς ειδικά, η ψυχή μας το ανέμελο το ‘χει δυο φορές ανάγκη. Κι άμα έρχεται από πολύ παλιά διαδρομή και κουβαλάει μαζί του ιστορίες, δυο φορές πολύτιμο. Σαν και τα τραγουδίσματα, που συνόδεψαν τις τσαμπούνες λίγο πριν βγει το ’12 και έρθει το ’13, που όλοι ελπίζουμε να είναι πιο γούρικο! Χρόνια πολλά!

Λίγα λόγια για την τσαμπούνα…
Η Τσαμπούνα είναι ο νησιώτικος τύπος του ελληνικού άσκαυλου. Ο αντίστοιχος της στεριανής Ελλάδας είναι η Γκάιντα. Από νησί σε νησί συναντάμε διάφορες παραλλαγές της ονομασίας του οργάνου, όπως Σαμπούνα στην Άνδρο, Ασκομαντούρα στην Κρήτη, Τσαμπουνοφυλάκα στην Ικαρία. Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από τον ίδιο τον οργανοπαίκτη και αποτελείται από τα τρία μέρη: Το ασκί, το επιστόμιο και τη συσκευή παραγωγής ήχου, την Τσαμπούνα. Το ασκί ή τουλούμι φτιάχνεται από δέρμα κατσίκας. Αρχικά γδέρνουν το ζώο και εν συνεχεία το αλατίζουν στην εσωτερική του μεριά, αφήνοντας το τυλιγμένο για αρκετές μέρες ώστε να «σφίξει» το δέρμα. Κατόπιν κουρεύεται η τρίχα σε μήκος περίπου 1 - 1,5 εκ. και ξεβγάζεται καλά το δέρμα.

Με τη γούνα εσωτερικά, δένεται στο λαιμό και στο πίσω μέρος (πίσω πόδια και ουρά). Στα δύο μπροστινά πόδια που παραμένουν ελεύθερα, προσαρμόζεται η Τσαμπούνα και το επιστόμιο. Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από ξύλο πικροδάφνης και είναι 7 - 8 εκ. Έχει αυλάκι στο εσωτερικό που καταλήγει σε χωνί. Το χωνί δεν αποτελεί πάντα συνέχεια του ίδιου ξύλου, μπορεί να είναι και από κέρατο βοδιού ή χοντρό καλάμι. Στο αυλάκι εφαρμόζονται δύο λεπτά και σκληρά καλάμια χωρίς κόμπο, ενώ τα κενά μεταξύ τους γεμίζονται με κερί. Αυτά είναι τα «μπιμπίκια» ή «πιπίνια», που βγάζουν τη «φωνή». Τα καλάμια πρέπει να έχουν ίσο μήκος και πάχος, για να δώσουν ίδιο τονικό ύψος. Το ένα είναι για τη μελωδία και έχει 5-6 τρύπες, ενώ το άλλο για το ίσο, με 1 τρύπα. Στο πάνω μέρος τους εφαρμόζεται από ένα μικρότερο καλάμι, που στο άκρο του έχει μονό γλωσσίδι.

Αυτά τοποθετούνται μέσα από το δέρμα στο ένα από τα ελεύθερα πόδια του ζώου. Στο άλλο πόδι εφαρμόζεται το επιστόμιο, η συσκευή που φυσάει ο οργανοπαίκτης. Το επιστόμιο είναι ένας μικρός σωλήνας από καλάμι ή πικροδάφνη, ο οποίος προσαρμόζεται στο δέρμα ή στην τρύπα ενός καρουλιού που στερεώνεται στο ίδιο σημείο. Εκεί τοποθετείται και η δερμάτινη βαλβίδα, ώστε να μην φεύγει ο αέρας στο διάστημα που ο τσαμπουνιέρης σταματά για να πάρει ανάσα. Το ασκί με το πέρασμα του χρόνου, μπορεί να φυράνει και να ξεραθεί. Συνηθισμένος τρόπος συντήρησης, ώστε να παραμένει μαλακό και να μη χάνει αέρα, είναι το πλύσιμο στη Θάλασσα. Η Τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη. Συγκεκριμένη τεχνική παιξίματος δεν υπάρχει.

Ο κάθε οργανοπαίχτης διαλέγει τον τρόπο που τον βολεύει περισσότερο. Το βασικό τονικό ύψος του οργάνου καθορίζεται τυχαία από την κατασκευή, ενώ ανάλογα με την απόσταση που έχουν οι τρύπες στα καλάμια καθορίζονται και τα διαστήματα. Οι μελωδίες που παίζονται με την Τσαμπούνα έχουν μικρή έκταση, (συνήθως μία 6η) και οι τσαμπουνιέρηδες τις στολίζουν με πολλά ποικίλματα και ξένες νότες. Ο ήχος της Τσαμπούνας είναι οξύς και δυνατός σε ένταση, κατάλληλος για ανοιχτούς χώρους. Παίζεται συνήθως, μαζί με άλλα όργανα, σε πανηγύρια, τοπικές εορτές και γάμους. (πηγή: soc-arksrv3.aegean.gr/music)