Η δημιουργία ενός ζωντανού και πρωτοπόρου για τα ελληνικά δεδομένα μουσείου που θα επικεντρώνεται στις ιστορίες των μουσικών της Κρήτης δρομολογείται στο χώρο ενός παλιού δημοτικού σχολείου στο χωριό Λουσακιές Κισσάμου.Η δημιουργία ενός ζωντανού και πρωτοπόρου για τα ελληνικά δεδομένα μουσείου που θα επικεντρώνεται στις ιστορίες των μουσικών της Κρήτης δρομολογείται στο χώρο ενός παλιού δημοτικού σχολείου στο χωριό Λουσακιές Κισσάμου.
Αναδημοσίευση κειμένου του Άρη Γάρου από το www.inotos.gr |
Οι κάτοικοι του χωριού Λουσακιές μέσω του Πολιτιστικού Συλλόγου Κισσάμου κίνησαν τις διαδικασίες και ήρθαν σε επαφή με την αναπληρώτρια καθηγήτρια κ. Ρένα Λουτζάκη που ήταν τότε στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και μετά στο Μουσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία ανέθεσαν την έρευνα για την περιοχή της Κισσάμου με τη λογική ενός διασωστικού αρχείου.
Η πρώτη γνωριμία της κ. Λουτζάκη με τους ανθρώπους στην Κίσσαμο όπως είπε στο inotos.gr έγινε το 1999 στο 2ο Συνέδριο για το χορό και τότε η καθηγήτρια μαζί με φοιτητές της ξεκίνησαν την έρευνα. Η κ. Λουτζάκη μάλιστα είχε αρνητική άποψη για τους χορούς της Κρήτης υπό το πρίσμα ότι προβάλλονταν μόνο για «εμπορικούς» σκοπούς, και κάπως επιφανειακά με στόχο την τουριστική προβολή. Εντούτοις ιι άνθρωποι στις Λουσακιές της άλλαξαν αυτήν την άποψη βλέποντας ότι υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον να αναδειχθεί ένα βαθύτερο περιεχόμενο συνολικά για τη μουσική και τους χορούς της Κρήτης.
Στόχος όπως λέει η κ. Λουτζάκη είναι να δημιουργηθεί ένας πυρήνας όπου θα ακούγεται η μουσική της Κρήτης και γι΄ αυτό επιδιώχθηκε σε πρώτη φάση η συγκέντρωση μουσικών της περιοχής με βάση το βιολί και τη λύρα.
Στην ερώτηση γιατί το Μουσείο να γίνει σε ένα χωριό όπως στις Λουσακιές και όχι π.χ σε μια μεγάλη πόλη της Κρήτης η κ. Λουτζάκη απαντάει πώς είναι υπέρ της αποκέντρωσης από την άποψη ότι οι μικροί τόποι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναδείξουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Στόχος του Μουσείου Μουσικών όπως λέει η καθηγήτρια του Μουσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι να γίνει ουσιαστικά ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα φέρνοντας στο επίκεντρο τους ανθρώπους που ασχολήθηκαν ή ασχολούνται στο σήμερα με την μουσική και αυτό μάλιστα είναι και το καινοτόμο στοιχείο που φέρνει αυτό το Μουσείο, όπως μάλιστα και το γεγονός ότι θα είναι κατά βάση ψηφιακό χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα περιλαμβάνει περιοδικές ή μόνιμες εκθέσεις πάντα γύρω από τα θέματα τα οποία θα αποτελούν τον πυρήνα του.
Μάλιστα η κ. Λουτζάκη δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα αφιερώματα που γίνονται στην περιοχή της Κισσάμου σε μουσικούς που βρίσκονται εν ζωή αναδεικνύοντας το έργο τους στο σήμερα. Σε ότι αφορά το ιστορικό βάθος της έρευνας που θα αναδειχθεί μέσω του μουσείου η κ. Λουτζάκη μας αναφέρει το όνομα του «Χάρχαλη» όπως ήταν γνωστός (κατά κόσμον Νικόλαος Χαρχαλάκης) ένας από τους πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής. Μάλιστα όπως διαβάζουμε στο aerakis.net οι συνθέσεις του Χάρχαλη ήταν δύο, ο «Χαρχαλίστικος» το 1914 και ο «Θερισιανός» το 1923, σύμφωνα πάλι με τα θρυλούμενα της προφορικής παράδοσης. Ο «Θερισιανός’ έχει κάνει τα τελευταία 10 χρόνια μιά εντυπωσιακή επάνοδο και παίζεται απ΄ άκρο σ΄ άκρο στην Κρήτη, ιδίως στα Χανιά, με τον απαραίτητο χορευτικό κισαμίτικο τρόπο και πολλές φορές με τις παλιές στολές και τα στιβάνια. Ο «Χαρχαλίστικος» είναι μιά περίτεχνη δύσκολη μελωδία, απο ΡΕ ραστ, με γύρισμα στο ΛΑ, και είναι γνωστός με τη μαντινάδα «Γιάντα με κάνεις και πονώ».
Ερωτώμενη για τα προβλήματα που ανέκυψαν στην πορεία προς την τελική υλοποίηση του Μουσείου Μουσικών η κ. Λουτζάκη αναφέρει κατηγορηματικά τη γραφειοκρατία λόγω κυρίως του πλήθους των συνεργαζόμενων φορέων, ξεκινώντας από το Υπουργείο Πολιτισμού φτάνοντας μέχρι το Δήμο Κισσάμου.
«Ο δήμος Κισσάμου σε συνεργασία με την περιφέρεια Κρήτης, τον πολιτιστικό σύλλογο και όλους τους φορείς, στηρίζει έμπρακτα τη δημιουργία του Μουσείου, αφού θα αποτελέσει στοιχείο και πηγή πολιτισμού, θα καταγράψει και θα διατηρήσει κομμάτια της τοπικής -και όχι μόνο- ιστορίας αλλά ταυτόχρονα θα ενδυναμώσει το συγκριτικό πλεονέκτημα για την ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος», επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση του δήμου με την οποία δίνεται η επίσημη χροιά στην δρομολόγηση του Μουσείου.
Η μελέτη για τη δημιουργία του Μουσείου θα παρουσιαστεί την Παρασκευή 19 Οκτωβρίου και όπως δηλώνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο δήμαρχος Κισάμου Θοδωρής Σταθάκης, «πρόκειται για ένα σημαντικό και σπουδαίο έργο για την περιοχή μας. Το οφείλουμε στην παράδοση μας που θέλουμε να παραμείνει ζωντανή».
Η μελέτη για τη δημιουργία του Μουσείου περιλαμβάνει τρία βασικά τμήματα:
Αρχιτεκτονική μελέτη: Αφορά τη διαμόρφωση του χώρου του παλιού δημοτικού σχολείου σε σύγχρονο Μουσείο.
Το μουσείο θα αναπτυχθεί σε δύο ορόφους και θα περιλαμβάνει τον κεντρικό χώρο, μόνιμο εκθεσιακό χώρο, χώρο περιοδικών εκθέσεων, εργαστήρια, χώρο ηχοληψιών, αίθουσα και υποδομές για Άτομα με Αναπηρίες και όλους τους απαραίτητους κοινόχρηστους χώρους.
Μουσειολογική μελέτη: Το μεγαλύτερο μέρος του Μουσείου θα είναι ψηφιακό, θα αλλάζει συνεχώς εκθέσεις και θα εμπλουτίζεται.
Εθνομουσικολογική μελέτη: Πρόκειται για το επιστημονικό κομμάτι και αφορά την έρευνα όλης της μουσικής παράδοσης της Κρήτης, αλλά και της Μεσογείου. Φοιτητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό θα μελετούν τη μουσική της Κρήτης (από παλιούς και νέους μουσικούς) με οδηγό το βιολί.
Η ιδέα για τη δημιουργία Μουσείο Μουσικών στις Λουσακιές άρχισε να σχηματοποιείται σε πρώτο στάδιο όταν το 1999 ξεκίνησε μια μελέτη για τη μουσική και τον χορό από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας στο πλαίσιο έρευνας της καθηγήτριας Ρένας Λουτζάκη. Παράλληλα και οι δράσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου Λουσακιών με άξονα τη μουσική παράδοση έδωσαν νέα ώθηση στη διερεύνηση του τοπικού πολιτισμού.
Οι δράσεις αυτές κράτησαν «ζωντανή» την προσπάθεια για τη δημιουργία του Μουσείου στο παλιό σχολείο της περιοχής που με την σημερινή του μορφή φιλοξενεί κάθε χρόνο δεκάδες πολιτιστικές δράσεις και εκδηλώσεις.
Ποιά είναι η Ειρήνη (Ρένα) Λουτζάκη
Η Ειρήνη (Ρένα) Λουτζάκη είναι Επίκουρος Καθηγήτρια του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε σημειογραφία του χορού στο Folkwang Hochschule für Musik, Theater und Tanz στο Έσσεν, Δυτική Γερμανία (1977-78), και είναι διδάκτορας του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας-Εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου Queen’s του Μπέλφαστ, Βόρεια Ιρλανδία (Ph.D 1989). Από το 1974 ως το 1996 συνεργάστηκε με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα με κύριο αντικείμενο την έρευνα για το χορό. Έχει κάνει επιτόπια εθνογραφική έρευνα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας –σε χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας, στη Θράκη και στην Ανατολική Μακεδονία και στην Δυτική Κρήτη. Στα επιστημονικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η πολιτική και κοινωνική ιστορία του χορού στην Ελλάδα, τα συστήματα κίνησης, το κοινωνικό φύλο, το κινούμενο σώμα.
Από το 2002 διδάσκει στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, τα ακόλουθα μαθήματα στο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Μουσικών Σπουδών: Ανθρωπολογία του Χορού (χειμερινό), Ο Χορός στην Ελλάδα (χειμερινό), Σύγχρονα Ζητήματα της Ανθρωπολογίας του Χορού (εαρινό), Σεμινάριο Επιτόπιας Έρευνας: Από τη σκοπιά του Άλλου (πληροφορητή) (εαρινό) Διδάσκει επίσης στο Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσική Κουλτούρα και Επικοινωνία Ανθρωπολογικές και επικοινωνιακές προσεγγίσεις της μουσικής το μάθημα: Μουσική και Πολιτισμοί (α’ εξάμηνο). Από το 2002, διδάσκει στο Erasmus Intensive Programme για νέους εθνοχορολόγους, στο Dance Studies, Department for Music, στο Norwegian University for Science and Technology, Trondheim, Νορβηγία. (Πηγή Βιογραφικού: Ε.Κ.Π.Α. – Τμήμα Μουσικών Σπουδών).