Οι Μέντα πρωτοεμφανίστηκαν στην αρχή ακριβώς του εικοστού πρώτου αιώνα, τον Δεκέμβριο του 2000 με το «Στον Πλανήτη Του Εδμούνδου» το οποίο εξακολουθεί να θεωρείται – και αντικειμενικά, όχι απλά δικαιολογημένα – από τα διαχρονικά καλύτερα ντεμπούτα του ελληνικού ροκ. Με έναν ήρεμο, χαμηλόφωνο τρόπο έδειξαν εξαρχής ότι η νοοτροπία τους διέφερε από των περισοτέρων άλλων ελληνικών συγκροτημάτων, για παράδειγμα το ιδρυτικό τρίο του κιθαρίστα Κώστα Βλάχου που έκανε και φωνητικά, του τραγουδιστή και μπασίστα Νίκου Παπαδημητρίου και του ντράμερ Πάνου Γαλάνη το οποίο έναν χρόνο μετά το ξεκίνημα τους έγινε κουαρτέτο με την προσθήκη του κιμπορντίστα Δημήτρη Λαϊνά έχει παραμείνει σταθερό, δίχως την παραμικρή αλλαγή, μέχρι σήμερα.  Ακολούθησαν άλλοι τέσσερις δίσκοι, επίσης λίγο – πολύ σταθεροί σε ένα καλό επίπεδο αλλά ξαφνικά το ’14 μας εξέπληξαν με μιαν αληθινά απρόσμενη αλλαγή καθώς το «Τelepherique» ήταν όχι μόνον...ηλεκτρονικό αλλά και εξολοκλήρου ορχηστρικό! Σε αυτή την κατεύθυνση συνέχισε τόσο το  ψηφιακό EP «K.I.D.» που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα όσο και το έβδομο album τους «Polyend» το οποίο ήρθε πριν λίγο καιρό. Το τελευταίο ήταν μεν η αφορμή για μια συζήτηση με τον Νίκο Παπαδημητρίου η οποία όμως δεν έμεινε μόνο σε αυτό αλλά επεκτάθηκε και συνολικά σε όλη την μέχρι τώρα διαδρομή των Μέντα. 

 

 

Για αρχή το γκρουπ περιγράφει την φιλοσοφία του ως «πάθος και πείσμα  είναι τα βασικά στοιχεία της προσέγγισης μας και βασική φιλοσοφία μας η συνέπεια. Πάθος για να δημιουργήσουμε την δική μας μουσική και τραγούδια χωρίς να μας ενδιαφέρει το να κερδίσουμε χρήματα από αυτό και πείσμα για να ξεπερνάμε τα εμπόδια της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας και να μπορούμε να συνεχίζουμε την πορεία μας. Με συνέπεια υπηρετούμε τον στόχο του εκάστοτε επόμενου δίσκου».

 

Για το γεγονός ότι ξεκίνησαν με έναν από τους καλύτερους Έλληνες παραγωγούς της εποχής αλλά ακόμα και τώρα, τον Coti K. που στον τρίτο δίσκο τους μάλιστα έκανε την παραγωγή μαζί με τον τότε μόνιμο συνεργάτη του Χρήστο Λαϊνά ενώ από τον επόμενο τις παραγωγές ανέλαβε μόνος του ο Κώστας Βλάχος, ο Νίκος Παπαδημητρίου λέει ότι «ο Χρήστος Λαϊνάς παραμένει και σήμερα πολύτιμος συνεργάτης μας αφού είναι ο ηχολήπτης σε όλες τις ζωντανές εμφανίσεις μας  και βοήθησε σημαντικά τον Κώστα στην παραγωγή  και τις μίξεις του «Polyend». Όμως, επειδή την περίοδο που θέλαμε να ηχογραφήσουμε το τέταρτο άλμπουμ μας «Ποπ» ούτε εκείνος ούτε ο Coti ήταν διαθέσιμοι, ο Κώστας αποφάσισε ότι έπρεπε να «απογαλακτιστεί» μαθαίνοντας να ηχογραφεί και να μιξάρει και έτσι γίναμε και πιο «αυτόνομοι», αν θέλεις να το θέσουμε και έτσι».

 

Για την αλλαγή μετά από πέντε δίσκους από τραγούδια σε αποκλειστικά instrumental συνθέσεις ο μέχρι τότε τραγουδιστής Νίκος Παπαδημητρίου λέει ότι «στο τέλος του ‘14 το «Τelepherique» είναι έτοιμο και διαπιστώνω ότι στα μισά κομμάτια δεν παίζω μπάσο αλλά keyboards και από την αρχή μέχρι το τέλος του δίσκου δεν τραγουδώ. Πρέπει να σου πω ότι καταρχήν είμαι κιθαρίστας που έγινε μπασίστας για τις ανάγκες του γκρουπ,  άνθρωπος της ομάδας δηλαδή. Δεν με ενόχλησε λοιπόν καθόλου αυτό, αντιθέτως εξακολουθώ να το βρίσκω πολύ δημιουργικό». 

 

Όσο για την ολική μεταστροφή του ύφους τους από κιθαριστική σε ηλεκτρονική ποπ την οποία σηματοδότησε εκείνος ο δίσκος την εξηγεί λέγοντας ότι «αιτία της ήταν η ανάγκη για νέες προκλήσεις και νέα έμπνευση. Είναι αρκετοί λόγοι τα δεκατέσσερα χρόνια και οι πέντε δίσκοι για να αποφασίσεις να τα αλλάξεις όλα. Είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς που το καταφέραμε και για το ότι επιπλέον αντιμετωπίζεται θετικά».

 

Για τα vintage αναλογικά synthesizers και τις υπόλοιπες ηχητικές πηγές και ανάλογη τεχνολογία που χρησιμοποιούν πια και δεν θα μπορούσαν να προέρχονται περισσότερο από την δεκαετία του ’80 ο λόγος είναι ότι «ψάχνοντας πριν από περίπου μια πενταετία για νέα μέσα έκφρασης βρήκαμε στα αναλογικά synthesizers κάτι δοκιμασμένο και στιβαρό μουσικά. Έχουμε βέβαια και αρκετά ακούσματα από τη δεκαετία του ’80 αλλά κυρίως προτιμήσαμε αυτά γιατί πλέον είναι κλασικά και έτσι πάντα επίκαιρα. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιούνται διεθνώς από πολλούς μουσικούς του εναλλακτικού ήχου».

 

Όσο για την αντίφαση του ότι ενώ τα δύο μέλη του γκρουπ που τραγουδούσαν δεν το κάνουν πλέον αλλά σε δύο κομμάτια συμμετέχει ο Σέργιος Βούδρης των  Voyage Limpid Sound εξηγείται γιατί «ο Σέργιος είναι σπουδαίος μουσικός με φωνή δουλεμένη υπέροχα - ως ερμηνευτής με κλασική παιδεία - και μας αρέσει να τον προσκαλούμε στις ηχογραφήσεις γιατί πάντα μας δίνει καταπληκτικές ιδέες. Είναι η τρίτη εργασία μας που συμμετέχει αν συνυπολογίσουμε και το EP «K.I.D.» και έχει πλέον εξελιχθεί σε σταθερό συνεργάτη μας».  

 

H φράση της οποίας κάθε λέξη είναι τίτλος ενός κομματιού του album και καταλήγει στις δύο λέξεις που ως σύνθετη απαρτίζουν τον τίτλο αναλύεται ως το «So you went down to the poly end» αναφέρεται στον τίτλο του δισκου που εννοεί το Polyend ως το μέρος ή καλύτερα το σημείο στη ζωή μας στο οποίο αφήνουμε πίσω το παρελθόν που μας κατατρέχει και κάνουμε επανεκκίνηση με προορισμό μια νέα, καλύτερη πνευματικά, ζωή».    

 

Όσο για την συνέχεια, το αν θα έρθει ένας ακόμα δίσκος που θα ολοκληρώσει μιαν ηλεκτρονική «τριλογία» ή κάτι άλλο, η απρόσμενα σεμνή για ελληνικό συγκρότημα απάντηση είναι «ειλικρινά δεν ξέρω να σου πω αν και η ιδέα της τριλογίας είναι πολύ θελκτική. Ας καταφέρουμε να φτάσουμε στον επόμενο δίσκο και τα ξαναλέμε». Ό,τι και αν είναι προσωπικά είμαι σίγουρος ότι θα είναι τουλάχιστον πολύ ενδιαφέρον ακριβώς γιατί οι Μέντα είναι από τα ελάχιστα εγχώρια γκρουπ που δεν επαναπαύονται στην comfort zone ενός δοκιμασμένου και γνωστού ύφους αλλά επιδιώκουν συνειδητά να δοκιμάζουν νέα πράγματα και, πολύ σημαντικότερο, κυρίως να διευρύνουν τα όρια τους.