Στις 22 Ιανουαρίου του 1967, ο δεκαοχτάχρονος τότε Ευάγγελος Λιάρος ή αλλιώς Άλκης Αλκαίος, πραγματοποίησε μια διάλεξη στην Πάργα με τίτλο: «Κώστας Καρυωτάκης: Ο Ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε». Ο ίδιος σε επιστολή του, στο Δ.Σ. του συλλόγου Συλλόγου Παργινών Αθήνας, στις 15 Ιαναουαρίου του 2012, σε μια τιμητική προς αυτόν εκδήλωση, αναφέρει:

 

 
«Ήταν αρχές του 1967, όταν ο αείμνηστος Αλέξανδρος Μπάγκας, Δήμαρχος Πάργας, με παρουσίασε, μαθητή ακόμα στο γυμνάσιο Πάργας, ως δημιουργό με τα πιο ενθουσιώδη λόγια, στο κατάμεστο χειμωνιάτικο σινεμά, στου "Καρύδη". Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος. Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα. Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από το Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο. Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή. Υπό την αιγίδα του Δήμου Πάργας»
 
Η διάλεξη, λοιπόν, για τον Καρυωτάκη κυκλοφόρησε ως δοκίμιο στην Πάργα, λίγο καιρό αργότερα, με τον ακόλουθο –προφητικό- πρόλογο του Δημάρχου Πάργας: 
 
«Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά όταν συναντώ μια προσπάθεια — όποια προσπάθεια, — που βρίσκεται στα πρώτα της βήματα κι ακόμη μια ιδιαίτερη αδυναμία και εσωτερική επιταγή να την υποβοηθώ. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ένα πνευματικό ξεκίνημα, τόσο ελπιδοφόρο και πολλά υποσχόμενο, όπως αυτό του κ. Ευάγγ. Λιάρου. Την διάλεξί του: «Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε», έθεσα, υπό την προστασία μου — και επραγματοποιήθηκε εδώ στις 22 - 1 - 1967 — και για τον λόγο ότι με τον άτυχο Κώστα Καρυωτάκη, καθώς και με την Μαρία Πολυδούρη με συνέδεσαν προσωπικοί φιλικοί δεσμοί, αλλά και για ένα σπουδαιότερο λόγο, που συμφωνεί με τα πιο πάνω. Γιατί πρόκειται για μια εξαίρετη πνευματική εργασία, θεμελιωμένη γερά πάνω στη ζωή, το έργο και τα αγχώδη ψυχικά συναισθήματα του αλησμόνητου ποιητή. Το ότι η διάλεξι αυτή θα αποτελέση το πρώτο αυτοτελές έργο του κ. Λιάρου, είναι αφορμή χαράς και προσδοκιών ότι η κατοπινή πνευματική πορεία του θα είναι όπως την προβλέπω και την εύχομαι: σύντομα ανοδική και απέραντα πλατειά και μεγάλη». 
Πάργα 3 - 2 - 1967
Αλέξ. Δ. Μπάγκας
Δήμαρχος Πάργας
 
 
Η δοκιμιακή γραφή του Αλκαίου εμφανίζει μιαν αξιοθαύμαστη λόγω της νεαρής του ηλικίας πύκνωση, γλωσσική επάρκεια και στοχαστικότητα επάνω στο έργο του αυτόχειρα ποιητή. Έχει μελετήσει σε βάθος τις υπάρχουσες μέχρι τότε μελέτες και βιογραφίες για τον Καρυωτάκη (π.χ. του Σακελλαριάδη, του Παλαμά, του Παναγιωτόπουλου, του Χατζίνη, του Άγρα)  τις οποίες παραθέτει διακειμενικά εμπλουτίζοντάς τες με τις δικές του κρίσεις και συγκρίσεις του έργου με άλλους ποιητές όπως με τον Καβάφη, τον Ουράνη, τον Παπαρηγόπουλο κ.ά.
 
Διακρίνεται για την ευρυμάθειά του διανθίζοντας τη μελέτη με λόγια επιφανών δημιουργών όπως του Γκαίτε, του Σέλλεϋ, του Μπωντλαίρ και προεκτείνει τις σκέψεις του πέραν του καρυωτακικού corpus, σε θέματα ποιητικής, γλώσσας και εθνικής λογοτεχνίας. Στην τελευταία δε παράγραφο του δοκιμίου του διαφαίνεται και η προφητική ή ενστικτώδης κοσμοθεωρία τού μετέπειτα  επιφανούς δημιουργού Αλκαίου όσον αφορά τη σχέση ανθρώπου-έργου και την αυτονόμηση του δευτέρου, μιαν ιδεολογία που διατήρησε πιστά και εμπράκτως μέχρι το τέλος της ζωής του. Γράφει, λοιπόν, ο Αλκαίος στις τελευταίες γραμμές του κειμένου του:
 
«Βέβαια, ο άνθρωπος Καρυωτάκης μπορεί να μας είναι άχρηστος. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για τον ποιητή. Ο δεύτερος μας χρειάζεται, το έργο του μας χρειάζεται. Γιατί είναι έργο αληθινό, και τα έργα τα αληθινά, η γνήσια ποίηση, εκφράζουν τον άνθρωπο τον αληθινό. Το άτομο και η περίσταση χάνονται. Τα διανοητικά αποβλαστήματα όμως μένουν και με το χρόνο μεγαλώνουν και αποκτούν κύρος αδιάβλητο. Ο άνθρωπος Καρυωτάκης αντιστρατεύθηκε στο αίτημα της ζωής και κρίνεται «έξω» απ’ την άρρωστη φύση του.
 
Ο ποιητής όμως με το γλυκό και λυπητηρό τραγούδι, που ζεσταίνει τον ανθρώπινο αποτροπιασμό και χλιαίνει τον πόνο, ο ποιητής με την ευαίσθητη καρδιά, που κατόρθωσε να υποτάξει την ανθρώπινη τραγικότητα στο νόημα της ψηλής Τέχνης και βάσταξε το πάθος και τον τρυφερό αισθησιασμό στους νόμους της σοβαρότητας και της καθαρής ποιητικής συνείδησης, πρέπει να έχει και την ειλικρίνειά μας μαζί του. Και τη συμπάθεια. Όχι δίπλα στο εσωτερικό δράμα που πέρασε, το μίσος μας.
 
Μα την αγάπη μας. Αφήνοντας άπειρες ευχαριστίες σ’ όσους μας άκουσαν, κλείνουμε το φτωχό λόγο με τούτη την ελπιδοφόρα σκέψη: Πως, για μας, ο ποιητής και ο άνθρωπος μαζί, ο Κώστας Καρυωτάκης, είναι αχώριστοι: Γιατί κι εμείς, τώρα που τον κρίναμε σκεφτήκαμε, όσο μπορέσαμε, σαν άνθρωποι και σαν ποιητές, που ουσιαστικά δεν κρίναμε, μα καταλάβαμε. Κι αυτή θάναι μια ικανοποίηση, δίπλα στην παρουσία σας». 
 
 

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΔΩ
 
 

* Από το αφιερωματικό τεύχος 62 του περιοδικού "Μετρονόμος" στον Άλκη Αλκαίο