Από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες ο Νικόλας Άσιμος (Ασημόπουλος) γεννημένος στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1949 και μεγαλωμένος στην Κοζάνη θα αγαπήσει από παιδί τον αιχμηρό λόγο του Γεώργιου Σουρή, τον οποίο θα προσπαθήσει μάλιστα να μιμηθεί στα πρώτα στιχάκια που θα φτιάξει.

 Δεκαοκτώ ετών θα φύγει για σπουδές στο Νεοελληνικό Τμήμα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκης. Εκεί θα ασχοληθεί με το θέατρο ανεβάζοντας έργα των Αριστοφάνη, Μολιέρου κ.ά. Παράλληλα θα σκεφτεί να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία γράφοντας άρθρα και υπογράφοντας τα με το ψευδώνυμο “Άσιμος” γιατί όπως ο ίδιος έλεγε, είναι αυτός που δεν «σιμώνεται», δεν πλησιάζεται εύκολα δηλαδή. Έκτοτε θα θα υπογράφει σαν Νικόλας Άσιμος.

 

Στη Θεσσαλονίκη, την άνοιξη του 1972, αγοράζει την πρώτη του κιθάρα και με τη βοήθεια του Δημήτρη Δημητρακόπουλου μαθαίνει να παίζει μουσική και εργάζεται σε διάφορες μπουάτ της εποχής. Τη φιλοσοφική σχολή δεν θα την τελειώσει ποτέ, αν και του έμεναν έξι μόνο μαθήματα για το πτυχίο.

Το 1973 ήταν η χρονιά που πρέπει να ξεκινήσει τη θητεία του στο στρατό. Ξεκινάει με τα πόδια από τη Θεσσαλονίκη για να παρουσιαστεί στην Πάτρα όπου παίρνει προσωρινή απαλλαγή. Θα ξεμπερδέψει οριστικά με τον στρατό το 1980 με απολυτήριο «Σχιζοειδούς Ψυχώσεως».

«Εγώ δεν πήγα στρατό και αυτό γιατί δεν μου αρέσει με τα όπλα που θα μου δώσουν να σκοτώσω τον συνάνθρωπό μου, Έλληνα ή Τούρκο. Θα στρέψω τα όπλα τους εκεί που πρέπει και όταν πρέπει. Εναντίον τους. Μου δώσαν σήμερα το χαρτί. Δεν συμφωνώ πάντως με αυτό που γράφει. Θα έπρεπε να γράφει σχιζοφρενοβλαβίωση. Εγώ πάντως είμαι εντάξει». Θα δηλώσει έπειτα.

Επόμενος και τελευταίος σταθμός του, τα Εξάρχεια.

Παρουσιάζεται σε διάφορες μπουάτ στην Πλάκα στις οποίες το πρόγραμμά του εκτός από τραγούδια περιλαμβάνει θεατρικά, πρόζες και συνομιλία με τους θαμώνες. Την περίοδο της δικτατορίας και λόγω του αιχμηρού λόγου του αλλά και του ανατρεπτικού του θεάτρου δρόμου, συλλαμβάνεται πολλές φορές από την αστυνομία με την οποία θα έχει έκτοτε «στενή σχέση» μέχρι το τέλος.

Τον Μάιο του 1975 και μετά από πολύ προσπάθεια, κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών από την LYRA τον οποίο ηχογράφησε στα στούντιο της Columbia και περιέχει τα τραγούδια «Μηχανισμός» και «Ο ρωμιός». Ο δίσκος λογοκρίθηκε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς.

Το 1977 και λόγω πολιτικών εξελίξεων διοργανώνονται διαδηλώσεις στα Προπύλαια, ο Νικόλας Άσιμος μαζί με άλλους πέντε εκδότες – συγγραφείς, θα φυλακιστεί για δύο μήνες με επίσημη κατηγορία την ηθική αυτουργία και υποκίνηση στην διατάραξη της κοινής ειρήνης. Στους δύο μήνες που πέρασε στη φυλακή, θα έρθει πολλές φορές αντιμέτωπος με τους συγκρατούμενούς του για πολιτικούς λόγους και την ημέρα της αποφυλάκισης του από τις φυλακές της Αίγινας θα δηλώσει: "Θα ξανάρθω!"

Την περίοδο 1980-81 και με αφορμή μια εκδήλωση θα οδηγηθεί στο Δαφνί. Για την επιστροφή του κινητοποιήθηκε καλλιτεχνικός κόσμος και μη. Ανάμεσά τους η Κατερίνα Γώγου και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Αυτός ήταν ο πρώτος από μια σειρά εγκλεισμούς των οποίων ο φόβος θα συνοδεύει τον Νικόλα μέχρι το τέλος της ζωής του.

Έχει γίνει πλέον συχνός στόχος της αστυνομίας και με κλονισμένη ψυχική ισορροπία από το ξύλο, τα ηλεκτροσόκ και τις ενέσεις θα αρχίσει να χάνει τον εαυτό του φτάνοντας στον Ιούνιο του 1987 όπου μετά από μία παρανοϊκή "Τελετή Μύησης" με την οικειοθελή, όπως αποδείχτηκε, παρουσία μιας κοπέλας, θα οδηγηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού με την κατηγορία "βιασμός κατ' εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση".

Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπελιά αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας αρνείται την αποφυλάκιση. Ο Άσιμος παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του.

Τον Οκτώβριο οδηγείται με τη βία σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική μετά από εντολή του πατέρα του. Βγαίνοντας από την κλινική και ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει ένα βούλευμα που τον παραπέμπει σε δίκη για βιασμό.

Η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, ο φόβος των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή, γίνεται η θηλιά που θα δέσει λαιμό του και θα κρεμαστεί τα ξημερώματα τις 17ης Μαρτίου του 1988 στο μαγαζάκι που διατηρεί στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια.

[…]
Με έχουν περάσει από όλα τα μπουντρούμια και το κορμί μου είναι γεμάτο πληγές.
Τα όπλα μου είναι πιστολάκια και νταούλια απ' αυτά που παίζουν τα παιδάκια, παίζει και η μικρή μου κόρη.
[…]
Έμαθα πως συνεχίζονται οι διώξεις εναντίον μου.

Πως βάλανε εισαγγελέα για να με βάλουνε ξανά στο ψυχιατρείο και να μου κάνουν ίσως και λοβοτομή.

Είμαι υποχρεωμένος να με σώσω.

Καταγγέλλω λοιπόν δημόσια: τις 6 Οκτώβρη με πιάσανε έξω από το δρόμο του σπιτιού μου να παίζω θέατρο του δρόμου, με σύρανε με τη μια στο αστυνομικό τμήμα, με δέσανε με χειροπέδες, μου σπάσανε τα πλευρά μου, με πήγαν στο Αιγινίτειο ψυχιατρείο, με είχανε δεμένο.
ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΑ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΙΣ ΛΕΝΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ και αυτοί με βγάλανε τρελό. Έκανα ακόμη και αυτούς που με χτυπούσαν να γελάνε.


Αντί να τηρήσουν ένα λόγο ότι πια δε θα μ' αγγίξουν με σύρανε δεμένο στο ΔΑΦΝΙ.
Στο χειρότερο μπουντρούμι με ξάπλωσαν, με ξαναχτύπησαν και μου κάνανε ενέσεις απ' αυτές που σκοτώνουνε βουβάλια (παρ' όλο που πάλι μου δώσανε λόγο ότι δεν θα μ' αγγίξουν) και με πάτησαν σα χαλάκι και με βάλανε με τις χειρότερες ρουφήχτρες.
Τους αρρώστους που προσπαθούσαν να μου πάρουν το ρολόι και ότι άλλο είχα πάνω μου, ακόμη και το τελευταίο μου τσιγάρο. Όλοι οι γιατροί του κόσμου δεν τήρησαν ένα λόγο. Αλλά εγώ κατάφερα και βγήκα και είμαι ζωντανός.
Σε λιγότερο από δυο μέρες κι απ' το χειρότερο μπουντρούμι.
[…]

Πήγα χθες μονάχος στο αστυνομικό τμήμα, ρώτησα αν κατά λάθος άγγιξα κανένα, μου είπαν όλοι όχι
Τους ζήτησα να μου δώσουν πίσω ένα μενταγιόν και μια καρφίτσα ανεκτίμητης αξίας (μου είναι χαρισμένα) Κάνανε ότι δεν ξέρουνε και ούτε το μισοσπασμένο χέρι μου δεν είχαν την τόλμη να μου σφίξουν.
Ας μου τα δώσουν όλα πίσω και τους συγχωρώ όλους.
ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΑΜΕΣΩΣ ΤΙΣ ΨΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΩΞΕΙΣ.
ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΩ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΣΑΣ ΠΡΟΚΑΛΕΣΩ ΝΑ Μ' ΕΚΤΕΛΕΣΕΤΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΛΑΤΕΙΑ. ΤΟ ΠΡΟΤΙΜΑΩ ΠΑΡΑ ΤΟ ΨΕΜΑ, ΣΤΑΥΡΟ Η ΚΡΕΜΑΛΑ.

Αποσπάσματα από το γράμμα που έστειλε ο Νικόλας Άσιμος μέσω του δικηγόρου του, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης λίγο καιρό πριν την αυτοκτονία του.

 

Τρία χρόνια μετά το δίσκο 45 στροφών και τη λογοκρισία που δέχτηκε,

ο Νικόλας Άσιμος γνώρισε τον Στέλιο Λογοθέτη, ο οποίος τον βοήθησε να ηχογραφήσει τις τέσσερις πρώτες από τις οχτώ «παράνομες κασέτες του» τις οποίες ο Νικόλας Άσιμος πούλαγε μόνος του σε αυτοσχέδιους πάγκους στο κέντρο της Αθήνας. Η πρώτη κασέτα είχε τίτλο «00001 ΜΕ ΤΟ ΒΑΡΕΛΙ ΠΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΕΙ ΤΟ ΣΠΑΕΙ» και κυκλοφόρησε σε 500 αντίτυπα προς 100 δραχμές.

Ακολουθεί αφήγηση του Στέλιου Λογοθέτη όπου μιλάει για τη γνωριμία του με τον Νικόλα Άσιμο και για την περίοδο των ηχογραφήσεων. Η αφήγηση είναι από ηχογράφηση του 1983 και παρουσιάστηκε από τον Γιώργο Αλαμανή, συγγραφέα του βιβλίου «Δίχως καβάτζα καμιά - βίος και πολιτεία του Νικόλα Άσιμου» (εκδόσεις Λιβάνι), στον Μελωδία FMτον Μάρτιο του 1998.