Η όπερα «Το Λυκόφως Των Χρεών» με την οποία εγκαινίασε την σεζόν ’17 – ’18 η Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ προκάλεσε πολλές συζητήσεις, ίσως ακόμα και δίχασε το κοινό. Προσωπικά όμως την θεωρώ τόσο πολυσήμαντη ώστε αποφάσισα, αντί μιας κριτικής παρουσίασης της στο Είδαμε, να γράψω ένα άρθρο με αφορμή αυτήν και κυρίως τα όσα θέλει να πει και να επισημάνει. Γιατί, δίχως να υποτιμώ καθόλου την αξία της ως μουσικό, θεατρικό έργο ή και αμφότερα αυτά από κοινού όπως θα ήταν σωστότερο, θεωρώ ότι η αληθινή της σημασία τα υπερβαίνει κατά πολύ.

 

Ίσως να φανεί υπερβολικό σε κάποιους αλλά πιστεύω ότι με αυτή την παράφραση – και ταυτόχρονα μεταφορά στην Ελλάδα του 2017 – της όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Το Λυκόφως Των Θεών» ο σκηνοθέτης της Αλέξανδρος Ευκλείδης ο οποίος είχε και την αρχική ιδέα για την δημιουργία της επιχειρεί, συνειδητά ή μη, την πλέον τολμηρή και ρηξικέλευθη πολιτική - προσοχή όμως, ούτε στο ελάχιστο κομματική ή έστω εμφορούμενη από οποιαδήποτε κομματικά ή άλλου είδους συμφέροντα! – παρέμβαση που έχει γίνει στην χώρα μας πιθανότατα από την απαρχή της κρίσης το ’10. Και για εμένα τουλάχιστον η παρέμβαση του αυτή κρίνεται απολύτως επιτυχημένη και, πολύ σπουδαιότερο, πολύ περισσότερο ουσιώδης και μετά λόγου γνώσεως από εκείνες της συντριπτικής πλειοψηφίας των επαγγελματιών της πολιτικής.

 

Οι συμβολισμοί και η σχέση της τόσο σύνθετης σημειολογίας της νέας όπερας με εκείνης του Βάγκνερ από την οποία εκκινεί, η Ακρόπολη ως Βαλχάλα, η κατοικία δηλαδή των θεών της μυθολογίας των Βίκινγκς, η πολιτική σαν πεδίο ανταγωνισμού και τελικά διαπάλης ανάλογο με εκείνο θεών και ανθρώπων για το ποιος τελικά θα κυριαρχήσει ορίζοντας τις ζωές των δεύτερων κ.λπ. είναι βέβαια προφανείς σε όποιον την παρακολουθήσει. Θεωρώ όμως πολύ σημαντικότερους τους βαθύτερους και, υπό μιαν έννοια, «κρυμμένους» πίσω από αυτούς. Θα σταθώ στον κατά την γνώμη μου κομβικό των τελευταίων, την πολλαπλή χρήση και αξιοποίηση της Ακρόπολης και του Παρθενώνα, τόσο ως γεωγραφικού και πολιτιστικού σημείου αναφοράς όσο και σαν συμβόλου.

 

Γιατί δεν είναι φυσικά μόνον η Χρυσή Αυγή και άλλοι ανάλογοι των μελών της που ποντάρουν, σπεκουλάρουν και σφετερίζονται την Ακρόπολη, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως δήθεν συνεχιστές εκείνων που την οικοδόμησαν και προφανέστατα διαστρέφοντας κραυγαλέα το πνεύμα το οποίο οδήγησε στη δημιουργία ενός από τα σημαντικότερα πολιτιστικά μνημεία διεθνώς και ό,τι αυτό συμβολίζει. Η περιβόητη Μεγάλη Ιδέα των αρχών του εικοστού αιώνα που οδήγησε στην Μικρασιατική καταστροφή, η νικήτρια του εμφυλίου πόλεμου δεξιά η οποία έβλεπε στην Μακρόνησο έναν «νέο Παρθενώνα», προφανέστατα το αρχαιοελληνικό κιτς της χουντικής επταετίας, το «εθνικό όραμα» της «χρυσής», επετειακής Ολυμπιάδας του 1996 έστω και αν τελικά υλοποιήθηκε με το φαραωνικό της Γιάννας σε εκείνη του ’04 που μετέτρεψε την ήδη τεράστια τρύπα των δημοσίων οικονομικών σε άβυσσο και η «ισχυρή Ελλάδα» με τα πήλινα πόδια και την πρόωρη και παντελώς ανέτοιμη είσοδο στο ευρώ για δεκανίκι του Σημίτη είναι κάποια από τα παραδείγματα αποπειρών να ανεγερθούν νέες Ακροπόλεις, ισάξιες της μίας και μοναδικής αυθεντικής και βέβαια με υπόρρητο σκοπό το να καταστήσουν τους αρχιτέκτονες τους αντάξιους συνεχιστές του Ικτίνου και του Καλλικράτη – σύμπτωση άραγε ότι το όνομα του δόθηκε στο φιλόδοξο σχέδιο της νέας αυτοδιοικητικής οργάνωσης της χώρας; - και εντέλει ίσως και καλύτερους εκείνων.

 

Ακόμα και η, από πάσης πλευράς και με κάθε έννοια, ιστορική ρήση του ΓΑΠ «λεφτά υπάρχουν» η οποία ενεργοποίησε την ωρολογιακή βόμβα του ήδη πριν την διεθνή οικονομική κρίση δυσθεώρητα διογκωμένου δημοσίου χρέους ήταν μια ακόμα θλιβερή απόπειρα ανέγερσης μιας νέας Ακρόπολης από κάποιον ο οποίος, κυριολεκτικά ίσως, δεν γνώριζε καν που βρισκόταν η Πεντέλη από όπου θα προμηθευόταν το μάρμαρο για την οικοδόμηση της! Και αυτό μας φέρνει στο δεύτερο και πολύ πιο προφανές κομβικό στοιχείο της όπερας, εκείνο το οποίο υπάρχει και στον τίτλο της, δηλαδή το δημόσιο χρέος.

 

Ορθότατα κατά την άποψη μου οι δημιουργοί θεωρούν το δημόσιο χρέος το οποίο ξεκίνησε ήδη στην διάρκεια της επανάστασης του 1821 και έκτοτε αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο όχι μόνον αποτέλεσμα αλλά και δομικό στοιχείο της τόσο σύνθετης κρίσης που βιώνουμε τυπικά μεν από το ’10 αλλά επί της ουσίας τουλάχιστον μια δεκαετία πριν. Λίγο περισσότερο από τρία χρόνια πριν συμπληρωθούν δύο αιώνες από την επανάσταση που απελευθέρωσε την Ελλάδα από τον τουρκικό ζυγό νομίζω ότι η παράφραση ενός γνωστού εμβατηρίου η οποία ακούγεται στην παράσταση πραγματικά τα λέει όλα, συνοψίζοντας με τον πλέον λακωνικό τρόπο όχι μόνο το που βρισκόμαστε αυτή την στιγμή αλλά και το πως φτάσαμε εδώ: «Το χρέος ποτέ δεν πεθαίνει/Δεν το σκιάζει φοβέρα καμιά/Μόνο λίγο καιρό ξεφουσκώνει/Και ξανά δάνειο ζητά»!

 

Οι δημιουργοί όμως δεν εφησυχάζουν καταδεικνύοντας το χρέος ως ταυτόχρονα αίτιο και αιτιατό της κρίσης («ο Βράχος ρούφηξε το χρέος ή το χρέος ρούφηξε τον Βράχο;»). Αντίθετα δηλαδή με τους περισσότερους άλλους σε αυτή τη χώρα δεν αρκούνται στο να αναδείξουν μια παθογένεια αλλά αναλαμβάνουν και το ρίσκο να προτείνουν μιαν, έστω κατά την εκτίμηση τους και μόνο, θεραπεία της. Οπως είναι φυσικό για νοήμονες ανθρώπους η θεραπεία αυτή δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινάει από την ειλικρινή αυτοκριτική, την δική τους και στο πρόσωπο τους και του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας, όλων ημών δηλαδή. Κατανοώντας ότι η σαφέστατα χυδαία ως προς την απόσειση της δικής του και των άλλων πολιτικών ευθύνης διαμέσου της διάχυσης της σε πολλούς περισσότερους και εντέλει απάνθρωπη δήλωση του Θεόδωρου Πάγκαλου «όλοι μαζί τα φάγαμε» εμπεριείχε μεγάλη δόση, έστω και διεστραμμένης, αλήθειας αναζητούν αυτή την αλήθεια, με άλλα λόγια δέχονται το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί.

 

Γιατί μπορεί μεν να μην τα φάγαμε όλοι μαζί αλλά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι θα θέλαμε να τα είχαμε φάει. Για αυτό και παίρναμε τα κάθε είδους δάνεια που «χάριζαν» αφειδώς οι τράπεζες δίχως καν να αναρωτηθούμε αν όντως διέθεταν τα αθροιστικά τεράστια ποσά τα οποίο μας δάνειζαν, ας αφήσουμε κατά μέρος το αν θα κατορθώναμε να τα αποπληρώσουμε εντός του προσδόκιμου της ζωής μας, για αυτό τζογάραμε σαν να ήταν λαϊκό καζίνο στην εκ Γιάννου Παπαντωνίου εκπορευόμενη εκτόξευση του χρηματιστηρίου το «επικό» καλοκαίρι του ’99, για αυτό χαρήκαμε τόσο ώστε να θέλουμε και εμείς να χορέψουμε τσάμικο στο Ζάππειο όταν εντέλει μας ανατέθηκε η πολυπόθητη Ολυμπιάδα προσδοκώντας να επωφεληθούμε από τον πακτωλό χρημάτων ο οποίος θα διακινείτο διαμέσου και γύρω της και για αυτό επίσης περιμέναμε να εκμεταλλευθούμε αισχροκερδώντας τα καραβάνια των τουριστών που θα έρχονταν για να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς αγώνες τα οποία όμως, φευ, αποδείχθηκαν μικρότερα και κυρίως πολύ λιγότερο αφελή – άτιμοι κουτόφραγκοι! – του αναμενόμενου. Μπορεί λοιπόν να μην φάγαμε αλλά σίγουρα καθίσαμε και εμείς στο τραπέζι και παραγγείλαμε δίχως καν να κοιτάξουμε τον τιμοκατάλογο. Αναπόφευκτα λοιπόν όταν ήρθε ο συλλογικός λογαριασμός αναλογούσε σε καθένα μας προσωπικά ένα, έστω και μικρό, μέρος του.

 

Ακόμα όμως και το να αναλάβεις το μερίδιο της ευθύνης που σου αναλογεί είναι σχετικά εύκολο μπροστά στο να προτείνεις συγκεκριμένες λύσεις. Η όπερα όμως το αποτολμά ακόμα και αυτό συνεχίζοντας την αυτοκριτική και στο θέμα των πολιτικών επιλογών μας. Γιατί οι λαοί, πριν ακόμα από τους πολιτικούς που τους αξίζουν, έχουν βέβαια τους πολιτικούς τους οποίους ψηφίζουν. Αν και πολλοί είδαν – και καταλαβαίνω το γιατί – ως αντικείμενο της πολλές φορές μαύρης και κάποτε και ανηλεούς σάτιρας τους την σημερινή διακυβέρνηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ πιστεύω ότι οι δημιουργοί στοχεύουν σε ένα πολύ ευρύτερο πεδίο. Για να το πω ακόμα πιο ξεκάθαρα δεν νομίζω ότι στο πρόσωπο του υποψήφιου Σωτήρη που εκλέγεται ως ηγέτης για να κάνει εν πολλοίς τα άκρως αντίθετα από όσα διακήρυττε πριν την εκλογή του διακωμωδείται μόνον ο Αλέξης Τσίπρας αλλά όλοι οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας μίνιμουμ την τελευταία τριακονταετία.

 

Οι δημιουργοί ξεκινούν μεν από τα πρόσωπα που το στελεχώνουν αλλά εστιάζουν σε ένα άκρως αποτυχημένο, λόγω φαυλότητας, ανικανότητας ή αμφοτέρων αυτών από κοινού, πολιτικό σύστημα. Δεν το απαξιώνουν αλλά το κρίνουν με νηφαλιότητα, δεν ζητούν την κατάργηση του και την αντικατάσταση με την ανέφικτη, ειδικά στις δυτικές χώρες, άμεση δημοκρατία αλλά την μεγαλύτερη δυνατή βελτίωση του. Το πρώτο βήμα για αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το να πάψει η υποκατάσταση της έννοιας της εκπροσώπησης από εκείνη της εν λευκώ, ανεξέλεγκτης και εφ’ όλης της ύλης ανάθεσης.

 

Όσο για το πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Η πρόταση των δημιουργών – με την οποία δεν θα μπορούσα να συμφωνώ περισσότερο – είναι το να αναζητήσουμε τις απαντήσεις μέσα μας, να σταματήσουμε δηλαδή να ψάχνουμε την σωτηρία, ουσιαστικά δηλαδή την αλήθεια, να μην προσβλέπουμε στο πότε θα έρθει ο επόμενος Σωτήρ(ης) αλλά να γίνουμε καθένας σωτήρας του εαυτού του διαμέσου μιας ενδελεχούς ενδοσκόπησης η οποία φυσικά δεν μπορεί παρά να προέλθει παρά από την όσο το δυνατόν περισσότερη και καλύτερη παιδεία. Μόνο με τον τρόπο αυτό αρχικά θα καλλιεργήσουμε την αληθινή αλληλεγγύη και στη συνέχεια θα οικοδομήσουμε νέες, στέρεες και όχι πλασματικές, με σαθρά θεμέλια και υλικά από άλογες φωνασκίες όπως οι Αγανακτισμένοι του ’12, συλλογικότητες.

 

Για να ξαναβρούμε το «εμείς» πρέπει να ανακαλύψουμε εκ νέου, να μελετήσουμε και πάνω από όλα να κατανοήσουμε το αληθινό «εγώ» μας, το ποιος/α είναι πραγματικά καθένας και καθεμία μας και όχι ποιος/α πιστεύει ή ακόμα και θα ήθελε να είναι. Οι υγιείς κοινωνίες, αυτές που επιδιώκουν μόνο το ευ ζην όλων των μελών τους, αποτελούνται από υγιείς, πρώτιστα δηλαδή συνειδητοποιημένες, προσωπικότητες, για να το θέσω απλούστερα. Από τέτοιες συλλογικότητες/κοινωνίες λοιπόν θα αναδειχθεί τελικά ένα νέο είδος πολιτικών πρόσωπων, όχι οι «άριστοι» αλλά οι καταλληλότεροι και ικανότεροι εξ ημών οι οποίοι με ανιδιοτέλεια και κυρίως δίχως εξάρτηση – ή χειρότερα εμμονή, βλέπε Σαμαράς - από την εξουσία θα οδηγήσουν ξανά την χώρα όχι μόνο στην ανάπτυξη αλλά και στην πολύ σημαντικότερη πραγματική πρόοδο σε όλους τους τομείς.

 

Η όπερα λοιπόν πραγματοποιεί τα περισσότερα από όσα είχε πει στην συνέντευξη του ο Αλέξανδρος Ευκλείδης (εδώ) αλλά και όσα έλπιζε να κατορθώσει το έργο. Το λιμπρέτο του Δημήτρη Δημόπουλου προσαρμόζει ευφυέστατα στις απαιτούμενες χωροχρονικές και άλλες συνθήκες την βαγκνερική ιστορία. Ο Χαράλαμπος Γωγιός έφερε σε πέρας υποδειγματικά το πολύ δύσκολο έργο του να διατηρήσει τις βασικές φωνητικές μελωδικές γραμμές του πρωτότυπου, να τις εμπλουτίσει με πάρα πολλά μέρη τα οποία έγραψε ο ίδιος και φυσικά έπρεπε να κινούνται σε συναφές ύφος αλλά και να ενσωματώσει σε όλα αυτά κάποια προϋπάρχοντα και εντελώς άσχετα στοιχεία επειδή το επέβαλλαν οι ανάγκες του λιμπρέτου. Για παράδειγμα όταν το «δακτυλίδι των Νιμπελούγκεν» όπως είναι ο γενικός τίτλος της τετραλογίας του Βάγκνερ της οποίας τελευταίο μέρος είναι το «Το Λυκόφως Των Θεών» και στον μύθο έκανε παντοδύναμο όποιον το κατείχε (και προφανώς ήταν η πηγή έμπνευσης του Τόλκιν για το δικό του και τον εκάστοτε «Άρχοντα» του) στη νέα όπερα μετατρέπεται σε δακτυλίδι – σύμβολο εξουσίας που κάθε κάτοχος του παραδίδει στον επόμενο έρχεται εντελώς ομαλά κάποια στιγμή το πασίγνωστο παιδικό τραγουδάκι «Πούντο, πούντο, το δακτυλίδι»! Ή όταν η Βρουγχίλδη ως alter ego της Ελλάδας οδηγείται στην καταστροφή δεν προξενεί καμία έκπληξη το ότι ακούγεται το δημώδες «Γερακίνα» στο οποίο, ως γνωστόν, καθώς η ηρωίδα πνίγεται τα βραχιόλια της (δηλαδή ο φυσικός και υλικός πλούτος της χώρας) «βροντούν, ντρούγκου, ντρούγκου, ντρούγκου, ντρουν» αφού την ακολουθούν στον όλεθρο.

 

Ο Χ. Γωγιός αξιοποίησε επίσης ευρηματικά ένα μόλις οκταμελές σύνολο (πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο, φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο και κόρνο) και το διηύθυνε άψογα. Ολοι οι ερμηνευτές ήταν άριστοι, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά το πολύ υψηλό επίπεδο των μονωδών της ΕΛΣ, αλλά θα ξεχωρίσω την πολύ έμπειρη Τζούλια Σουγλάκου στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Βρουγχίλδης. Αυτός όμως που για εμένα κυριολεκτικά έκλεψε την παράσταση ήταν ο Τάσος Αποστόλου, καταχθόνιος, σατανικός, σαρδόνιος και επιβλητικός ως Μέρτεν (με εναλλασσόμενη διανομή τον υποδύεται επίσης και ο Πέτρος Μαγουλάς). Ηταν από συναρπαστικός ως και καθηλωτικός κάποιες στιγμές σε έναν άκρως απαιτητικό ρόλο, ενσάρκωση κυριολεκτικά όλων των «ξένων» που επωφελήθηκαν ή και λήστεψαν την περιούσια Ελλάδα για τον πολύ απλό λόγο ότι αυτή τους το επέτρεψε, αν δεν τους...προσκάλεσε σε ορισμένες περιπτώσεις να το κάνουν.

 

Τέλος, ο Αλέξανδρος Ευκλείδης (με την πολύτιμη υποστήριξη των απολύτως καταλλήλων σκηνικών και κοστουμιών του Κωνσταντίνου Ζαμάνη) ολοκλήρωσε την ιδέα που είχε με μια σκηνοθεσία η οποία καταρχήν έδινε στο έργο το - αναγκαίο θα έλεγα – στην κυριολεξία διαχρονικό κλίμα αφού το ιστορικό θέμα του εξελίσσεται στο διηνεκές, παλαιικά σύγχρονο και ανανεωτικά παλαιό ταυτόχρονα και στη συνέχεια διέθετε πολύ γρήγορο, κάποιες φορές ακόμα και ξέφρενο, ρυθμό, ένα ύφος από παρωδία μέχρι ακόμα και μπουρλέσκ παρά το τόσο δραματικό υπόβαθρο και έναν συνολικό αρκετά «σουρεαλιστικό» αέρα. Ο,τι δηλαδή αρμόζει στην πριν από όλα παράλογη φύση του θέματος του έργου...Το μοναδικό σχετικό μειονέκτημα που βρήκα στην παράσταση είναι η πάρα πολύ μεγάλη διάρκεια της η οποία προς το τέλος σίγουρα δοκιμάζει τις αντοχές ορισμένων τουλάχιστον θεατών.

 

Κάποια έργα εμπνέονται από την ζωή, κάποια άλλα προσπαθούν την αποτυπώσουν πιστά, ακόμα και απλά να την αντιγράψουν. Η όπερα «Το Λυκόφως Των Χρεών» είναι από τα πολύ λίγα που τολμούν να σταθούν απέναντι στην ζωή και στην πραγματικότητα ως καθρέφτης τους. Και αν στους θεατές της δεν αρέσουν τα είδωλα τους μέσα σε αυτόν δεν τους κουνάει το δάκτυλο από καθέδρας νουθετώντας τους αλλά απλά τους προτρέπει, με σύνεση μα και θάρρος, «κάνετε κάτι λοιπόν για να τα αλλάξετε»! Ενα δημιούργημα απολύτως λαϊκό στο πνεύμα μα και την ψυχή του το οποίο όμως δεν πέφτει ούτε στιγμή στην παγίδα του λαϊκισμού του να μετέλθει λαϊκές φόρμες επειδή «έτσι πρέπει». Αντίθετα φέρει υπερήφανα την εφ’ όλης της ύλης λογιότητα του, κληρονομιά – είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι – της απαρχής συνολικά του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, δηλαδή του πνεύματος αλλά εξίσου και των αξιών του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

 

Η όπερα όμως αυτή είναι επιπλέον μια αδιάσειστη απόδειξη ότι στη νέα από κάθε πλευρά εποχή της ΕΛΣ και ειδικά της Εναλλακτικής Σκηνής της δεν διεκπεραιώνεται, έστω και με απόλυτη ευσυνειδησία, η αποστολή ενός δημόσιου πολιτιστικού οργανισμού. Παράγεται ουσιαστικό πολιτιστικό έργο με γνώμονα πριν από όλα το όφελος του λαού στον οποίο, ας μην το ξεχνάμε, ανήκει αυτός ο οργανισμός, έργο μάλιστα που όταν είναι απαραίτητο δεν φοβάται να εναντιωθεί στις διαθέσεις της όποιας πολιτικής εξουσίας το εποπτεύει. Συστήνω ανεπιφύλακτα να παρακολουθήσετε αυτή την όπερα στον επόμενο κύκλο λίγων και πάλι παραστάσεων της τον Ιανουάριο, έστω και μόνο για να σχηματίσετε άποψη για αυτήν. Ακόμα και αν η άποψη σας αποδειχθεί ότι είναι κάθετα αντίθετη σε κάθε παράμετρο και στοιχείο της! Γιατί σε συγκεκριμένα ζητήματα τελικά είναι πολύ προτιμότερο να εξοργίζεται κανείς από το να μένει εξοργιστικά απαθής...