Αφορμή για το κείμενο αυτό ήταν οι δύο παραστάσεις του νέου έργου της Δήμητρας Τρυπάνη «Edward’s Dream» στο Μέγαρο Μουσικής. Ποια είναι η Δήμητρα Τρυπάνη; Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε καταρχήν σαξόφωνο ενώ όμως παράλληλα έπαιρνε και πτυχίο φιλολογίας από το ΑΠΘ και συνέχισε με σπουδές σύνθεσης στο Εδιμβούργο οι οποίες κατέληξαν σε διδακτορικό. Έχει διδάξει στα μουσικά τμήματα αρκετών πανεπιστημίων, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και τα τελευταία χρόνια είναι λέκτορας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο με αντικείμενο την σύνθεση και τα ανώτερα θεωρητικά.

 

 

Στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής της δραστηριότητας έχει αναπτύξει πολλές πρωτοποριακές θεωρητικές και πρακτικές πρωτοβουλίες με σκοπό την όσο το δυνατόν πληρέστερη κατάρτιση των σπουδαστών της στην αληθινά σύγχρονη μουσική, τις τεχνικές αλλά και τις δυνατότητες της. Τις δυνατότητες αυτές τις ανιχνεύει περαιτέρω με το ερευνητικό της έργο εστιάζοντας στον συνδυασμό φωνής, ρυθμού και κίνησης.

 

Σε ανάλογη κατεύθυνση κινείται και το δημιουργικό της έργο το οποίο δεν εστιάζει απλά στην «πολυμεσικότητα» αλλά στον ουσιαστικό, ει δυνατόν ακόμα και οργανικό, συνδυασμό διαφορετικών μορφών έκφρασης, μουσικής, θεάτρου αλλά και χορού. Με την διπλή της ιδιότητα της συνθέτιδας και φιλολόγου η Δήμητρα Τρυπάνη ενδιαφέρεται για τον λόγο σχεδόν εξίσου όσο για την μουσική, όχι απλά ως πηγή έμπνευσης αλλά και για τη σχέση του περιεχομένου αλλά και της φωνητικής εκφοράς μιας ποικιλίας κειμένων με την μουσική πράξη και κατά προτίμηση στων ζωντανή διάσταση της. Διόλου συμπτωματικά, όπως δηλώνει η ίδια, τα ενδιαφέροντα της εκτείνονται σε ένα ευρύτατο επιστημονικό πεδίο που ξεκινάει από την φυσική και φτάνει μέχρι την κοσμολογία αλλά ακόμα και την θεολογία.

 

Η ασυνήθιστα μεγάλη για τα ελληνικά δεδομένα θεωρητική και πρακτική κατάρτιση της είναι και το κυριότερο κίνητρο για το έργο της το οποίο μετέρχεται ποικιλία μορφών και τρόπων και περιλαμβάνει συνεργασίες με τα περισσότερα από τα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, ελληνικά ορχηστρικά σύνολα αλλά και μερικούς εξαίρετους σολίστ. Τέλος το  2007 ίδρυσε το πειραματικό σχήμα NQR Ensemble ενώ παράλληλα ενεργοποίησε ξανά το Portativ, δηλαδή το Σύνολο Σύγχρονης Μουσικής του Ιονίου Πανεπιστημίου και είναι υπεύθυνη της λειτουργίας του.

 

 

Το «Edward’s Dream» (με τον ακραιφνούς σημασίας υπότιτλο «Μια παράσταση ήχου») που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα όχι απλά της τεχνοτροπίας αλλά και της συνολικής, ακόμα και «ολιστικής» θα τολμούσα να την αποκαλέσω, προσέγγιση στην μουσική της Δ. Τρυπάνη. Με βασική πηγή έμπνευσης, όπως φαίνεται και από τον τίτλο του, τον Edward Hyde, την «κακή» πλευρά του δισυπόστατου κεντρικού ήρωα του βιβλίου του Robert Louis Stevenson «The Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde» αλλά και αντλώντας στοιχεία από αρκετά άλλα κειμενα όπως το «I-Ching», την κινεζική «βίβλο των νεκρών», αφηγείται με ήχο, λόγο αλλά και φωτισμό μια στιγμή από την καθημερινότητα ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που πέρασε μια δύσκολη, γεμάτη πίεση και ένταση ημέρα τις εμπειρίες της οποίας ανακαλεί αργά το βράδυ, σε εκείνη την μετέωρη ώρα μεταξύ έγερσης και ύπνου, όταν οι τελευταίες σκέψεις συγχέονται με τις απαρχές των ονείρων και τα όρια συνειδητού και υποσυνειδήτου είναι πιο δυσδιάκριτα από ποτέ.

 

Η αφήγηση αυτή πραγματώνεται με ένα έργο σε πέντε «διπλά» μέρη καθώς το αμιγώς μουσικό σκέλος καθενός από αυτά το ακολουθεί ένα άλλο που βασίζεται στον λόγο. Το πρώτο  σκέλος το εκτέλεσε άψογα ένα κουαρτέτο εγχόρδων μετά πιάνου. Το δεύτερο το είχε αναλάβει μια αφηγήτρια και το προαναφερθέν και, για την περίσταση, εξολοκλήρου γυναικείο και πενταμελές NQR Ensemble το οποίο απήγγειλε ενώ επίσης η μία εκ των μουσικών έπαιζε άρπα  και οι υπόλοιπες – ανάμεσα τους και η συνθέτιδα – θιβετιανά κρουστά.

 

Κυρίαρχο ρόλο στην μουσική του έργου έχει αναμφίβολα το πιάνο το οποίο κινείται σε μια γκάμα που αρχίζει από λιτές, εξαιρετικά μινιμαλιστικές, κάποτε ακόμα και «απλοϊκές» ίσως φράσεις που φέρνουν στο νου την αθωότητα του Σατί, κάποιες στιγμές ίσως και την καλώς εννοούμενη «ταπεινοφροσύνη» του Arvo Pärt και φτάνει, απότομα και εντελώς απροσδόκητα, σε κορυφώσεις τρομερής έντασης ή ακόμα και εκρήξεων. Στην δεύτερη περίπτωση η γραφή της Τρυπάνη εισβάλλει ορμητικά στην ατονικότητα με απανωτά clusters στο κλαβιέ που αποδόθηκαν με υποδειγματική αυτοκυριαρχία και ακρίβεια από τον Νίκο Κυριόσογλου. Τα κουαρτέτο εγχόρδων μερικές φορές συνοδεύει τα μέρη του πιάνου με παρατεταμένους ισοκράτες οι οποίοι σχεδόν αγγίζουν τα όρια των drones αλλά συχνότερα τα «σχολιάζει» μετά το πέρας τους με ακανόνιστα ατονικά ξεσπάσματα ή και αστραπιαίες «ριπές» θορύβου που προκύπτουν από μια χρήση τους η οποία εκμεταλλεύεται όλο το ηχοχρωματικό εύρος αλλά και αρκετούς από τους πιθανούς, «τοξωτούς» τε και νυκτούς, τρόπους παιξίματος τους.

 

Μετά από το μουσικό μέρος η αφηγήτρια ή μία από τα μέλη των NQR Ensemble αρχίζει το μέρος της απαγγελίας η οποία χρωματίζεται δραματικά αποκτώντας μια σαφώς θεατρική υπόσταση. Είναι σε αυτά τα σημεία όμως που ο υπότιτλος του έργου δικαιολογείται και με το παραπάνω γιατί ο ήχος παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και σε αυτά. Η ιδιαίτερα ανορθόδοξη παιγμένη άρπα (η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις συμβάλλει «αθόρυβα» ίσως αλλά και λίαν καθοριστικά και στα μουσικά μέρη) και τα θιβετιανά κρουστά συνοδεύουν τις απαγγελίες προσδίδοντας τους μια νέα διάσταση η οποία όχι μόνο προσθέτει αλλά συχνά ακόμα και διαφοροποιεί δραστικά το περιεχόμενο τους. Ειδικά το τόσο ιδιότυπο ηχόχρωμα των τελευταίων – καθώς, παρά το όνομα τους, στην πράξη δεν παράγουν ήχο διά της κρούσης αλλά διαμέσου της παλμικής δόνησης τους – κάνουν τα δρώμενα να αποκτούν μια υποβλητική ή και μεταφυσική ακόμα ατμόσφαιρα.

 

Όλα αυτά όμως μέχρι το τελευταίο και συντομότερο απαγγελτικό σκέλος στο οποίο οι φωνές ξαφνικά παύουν να απαγγέλλουν μία – μία και ενώνονται τραγουδώντας, μια μυστηριακή, περίτεχνη και πολύ όμορφη φωνητική μελωδία δίχως λέξεις που τελειώνει πριν καλά – καλά προλάβεις να την απολαύσεις και ενώ τα φώτα σβήνουν αφήνοντας για μια στιγμή την σκηνή στο απόλυτο σκοτάδι. Το ξύπνημα από τον εφιάλτη, η λύτρωση ή αμφότερα αυτά ταυτόχρονα και αναπόφευκτα το φινάλε.

 

To «Edward’s Dream» ασχολείται με πολλά θέματα τα οποία μπορεί επιφανειακά να φαίνονται άσχετα μεταξύ τους αλλά επιδίωξη του έργου είναι ακριβώς το να ανακαλύψει το κρυμμένο «νήμα» που τα συνδέει και να το αναδείξει και την επιτυγχάνει στο έπακρο. Από την ψυχή περνάει στην ζωή, στα ματαιωμένα ή διαψευσμένα όνειρα της, στον ύπνο, στα όνειρα ή τους εφιάλτες που βλέπουμε στην διάρκεια του, στο τι θέλει να μας πει το υποσυνείδητο μας με αυτά, στην ιδέα του θανάτου και την ίδια την ανυπαρξία για να επιστρέψει στο συνειδησιακό πεδίο, στο πως δηλαδή η ψυχή αντιλαμβάνεται ή και βιώνει τόσο την υλική όσο και πολύ περισσότερο την πνευματική υπόσταση της. Αυτό το πραγματώνει με μιαν όλως δική του μέθοδο, αναζητώντας την μουσικότητα των κειμένων του και ιδιαίτερα το πως αυτή εκφράζεται στην προφορική μορφή τους και ταυτόχρονα το έλλογο στοιχείο μέσα στην μουσική πράξη η οποία, καλώς ή κακώς, εκκινεί πάντα από το θυμικό.

 

Δύσκολοι και κυρίως πολύ παράξενοι σκοποί και διαδικασίες για ένα τυπικά μουσικό έργο δηλαδή και αυτό οφείλεται στο πολύ απλό γεγονός ότι η Δήμητρα Τρυπάνη, μια δημιουργός με την πιο πλήρη έννοια της λέξης , είναι διαφορετική από την συντριπτική πλειοψηφία των περισσοτέρων άλλων. Δεν την ενδιαφέρει τόσο να καινοτομήσει ωθώντας την αληθινά  σύγχρονη μουσική λίγο πιο μπροστά – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το αμελεί ή και δεν το πράττει άριστα και με μια θαυμάσια αισθητική! – και ούτε καν να ψυχαγωγήσει, με την πλέον κυριολεκτική έννοια, το κοινό. Πρώτιστο μέλημα της είναι το δυσκολότερο όλων, το να θέσει ερωτηματικά και προβληματισμούς που να ωθήσουν τον δέκτη της μουσικής να σκεφτεί λίγο περισσότερο. Κάτι δηλαδή που το έχουμε περισσότερο και από ανάγκη σε μιαν εποχή που όλοι και όλα μας θέλουν να απορροφάμε, αν όχι απλά να καταναλώνουμε, μουσική «πληροφορία» όπως και kάθε άλλου είδους αντί να βιώνουμε, να απολαμβάνουμε, ακόμα και, γιατί όχι, να μαθαίνουμε από την ακρόαση της μουσικής.

 

 

Κάποιοι βέβαια θα μπορούσαν να πουν ότι τόσο αυτή η επιδίωξη όσο και ο τρόπος που επιτυγχάνεται δεν είναι παρά «πρωτοπορία η οποία ακκίζεται για το ότι ακριβώς είναι αυτό και δεν αφορά παρά ελάχιστους μυημένους σε αυτήν κουλτουριάρηδες». Σεβαστό καταρχήν το επιχείρημα τους αλλά θα μπορούσα να τους απαντήσω ότι ουδείς αμφισβητεί μεν την αξία των καλών τραγουδιών αλλά σε τόσο χαλεπούς καιρούς ίσως να μην αρκούν, μπορεί να απαιτούνται πιο σύνθετες και φιλόδοξες φόρμες για να ανταποκριθούν στις τόσες απαιτήσεις της σημερινής ζωής. Και, ειρήσθω εν παρόδω, η Δήμητρα Τρυπάνη ουδόλως περιφρονεί ή έστω  υποτιμά τα τραγούδια αλλά αντίθετα τα εκτιμά πάρα πολύ και γνωρίζει πάρα πολύ καλά πως να τα χειρίζεται.

 

Οποιος χρειάζεται αποδείξεις για αυτό δεν έχει παρά να αναζητήσει το «Πάω Να Πω Στο ΄Σύννεφο», ένα μάλλον ξεχασμένο κεφάλαιο στην δισκογραφία της Σαβίνας Γιαννάτου από το 2002. Σε αυτό θα ακούσει όχι μόνο τις πλέον αριστουργηματικές αλλά και πιο ανανεωτικές όχι απλές διασκευές μα ουσιαστικά μετεγγραφές τραγουδιών  του Μάνου Χατζιδάκι που έχουν ποτέ κατατεθεί! Μια σειρά εμπνευσμένων επανεκτελέσεων που η σπάνια ατμοσφαιρικότητα της σχεδόν απίστευτα λιτής ενορχήστρωσης τους (ένα κουαρτέτο που αποτελείται από πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο και κλαρινέτο) στηρίζει την Σαβίνα για να απογειωθεί σε μερικές από τις κορυφαίες ερμηνείες της και όλο αυτό το concept και η εκτέλεση του φέρει βέβαια την υπογραφή της Δήμητρας Τρυπάνη.

 

Αφού λοιπόν τα καταφέρνει τόσο καλά με τραγούδια και μάλιστα τέτοιου επιπέδου γιατί επιμένει σε αυτά τα «περίεργα»; θα ρωτούσε ίσως ένας από τους πιστούς της «μαζικής αισθητικής». Μα ακριβώς γιατί θεωρεί ότι η πρωτοπορία, εντός και εκτός εισαγωγικών, μπορεί και πρέπει να πάψει να είναι κτήμα μόνο των λίγων «μυημένων» της με το να μυηθούν όσο  το δυνατόν περισσότεροι σε αυτήν, θα του απαντούσε πιθανότατα και το ίδιο ήρεμα και στοχαστικά όσο είναι και η μουσική της η ίδια.