Δυο από τις μεγάλες «γάγγραινες» της νεοελληνικής κοινής γνώμης είναι οι επιλεκτικοί κριτές και οι open minded υποστηρικτές της τέχνης. Οι πρώτοι είναι ένθερμοι υπέρμαχοι των φίλων τους –ό,τι και αν κάνουν- και ταυτόχρονα δριμείς κατήγοροι των «άλλων» –επίσης ό,τι κι αν κάνουν-. Απασφαλίζουν, δηλαδή, τους όρους «ελευθερία γνώμης» και  «τέχνη» κατά το δοκούν και απορρίπτουν συθέμελα ό,τι δεν κινείται γύρω από τη δική τους ιδεολογική περιοχή.  

 

 

Πόσο όμως άραγε απέχει η οξεία προσωπική «λογοκρισία» και όχι καλλιτεχνική κριτική που δέχτηκε ο Νίκος Πορτοκάλογλου για το τραγούδι του «Θα περάσει και αυτό», τον Μάιο του 2015, από τη λογοκρισία της παράστασης «Η ισορροπία του Nash» που «κατέβηκε» από το Εθνικό εξαιτίας των αποσπασμάτων από το βιβλίο του Σάββα Ξηρού;  Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ελάχιστα.

 

Κι αυτό γιατί ένα μάλλον αξιοσημείωτο μέρος των σημερινών διαφωνούντων με την απόφαση του Εθνικού Θεάτρου, τότε τάχθηκαν  εναντίον του Πορτοκάλογλου κρίνοντας μεταξύ των άλλων τις προθέσεις του και τη δημόσια πολιτική του συμμετοχή του στο «μανιφέστο» των «58», στολίζοντάς τον με πολλά «κοσμητικά» επίθετα. Ερμήνευαν δε τους στίχους του τραγουδιού του σαν να υπάρχει μόνο μια αντικειμενική αναγνωστική πρόσληψη… Ασφαλώς και δεν μπορώ να πω ότι ζήτησαν την απαγόρευση μετάδοσης του τραγουδιού, όμως αυτό είναι το προφανές, το δέντρο. Η όλη έμμεση και άμεση κινητοποίηση εναντίον του τραγουδιού μέσω της πολεμικής στο δημιουργό του, φλέρταρε επικίνδυνα με αυτά τα όρια, δηλαδή, το δάσος, δημιουργώντας «επικίνδυνα» απόνερα για αντίστοιχες μελλοντικές καταστάσεις. Οι ίδιοι, λοιπόν, σήμερα μάχονται για την ελευθερία της τέχνης,  η οποία αυτή τη φορά αποτελεί  αποδεκτό «εργαλείο» έκφρασης ανεξαρτήτως του παρελθόντος ενός εκ των "συντελεστών" της, δηλ. του Ξηρού.

 

Τα ίδια συνέβησαν επίσης –για να μείνουμε στο κοντινό παρελθόν- με το Ιανό πρόσωπο των επικριτών του Αρκά (για το σκίτσο του, τον Ιούνιο του 2015)  οι οποίοι  πέντε μήνες νωρίτερα ήταν σφοδρότατοι επικριτές της  αιματηρής επίθεσης εναντίον του σατυρικού περιοδικού Charlie Hebdo!

 

Από την άλλη πλευρά είναι οι γνωστοί «φιλελεύθεροι» της τέχνης. Αυτοί βλέπουν έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο όπου «θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι» και «όλα γύρω μακρινά και ευτυχισμένα».  Εφευρίσκουν παντός είδους επιχειρήματα για να μας πείσουν ότι δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές και ότι όποιος επιμένει να μην κονιορτοποιεί τις διαφορετικές αισθητικές, είναι γραφικός και «κολλημένος». Αυτοί είναι τόσο υπέρμαχοι της  «παν-ελευθερίας» στην τέχνη που τελικά γίνονται δέσμιοι μιας τόσο μπασταρδεμένης τέχνης που αυτή εξαφανίζεται, τελικά, άμα τη εμφανίσει της, έχοντας εξυπηρετήσει τελικά μόνο τα «μικροκομματικά» τους συμφέροντα. Και αυτή είναι η πιο «ύπουλη» πλευρά της «ελευθερίας» της τέχνης.

 

Και στις δυο πάντως περιπτώσεις, ισχύει ο στίχος του Μιχάλη Κατσαρού: «Ελευθερία (της τέχνης) ανάπηρη, πάλι σου τάζουν...»